Ο παλιός ψεύτικος εαυτός μας
του Ανδρέα Κάκαρη Είναι μέρες που οι τέσσερις τοίχοι είναι δύσκολο να σε κρατήσουν μέσα και θέλεις να βγεις να περπατήσεις στην πόλη να νιώσεις λίγο ελεύθερος. Πιο πολύ για εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα που το βήμα σου επιταχύνει και η αδρεναλίνη ανεβαίνει χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο. Απλά επειδή ξέφυγες από τη συνήθη κατάσταση μερικής […]
του Ανδρέα Κάκαρη
Είναι μέρες που οι τέσσερις τοίχοι είναι δύσκολο να σε κρατήσουν μέσα και θέλεις να βγεις να περπατήσεις στην πόλη να νιώσεις λίγο ελεύθερος. Πιο πολύ για εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα που το βήμα σου επιταχύνει και η αδρεναλίνη ανεβαίνει χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο. Απλά επειδή ξέφυγες από τη συνήθη κατάσταση μερικής ακινησίας. Για να διαβάζεις αυτό την ξέρεις καλά αυτή την κατάσταση. Είναι αυτή που παραλύει το σώμα σου και τα δάχτυλα κινούνται σε εξωφρενικό ρυθμό ακολουθούμενα από μια οριζόντια κίνηση του λοβού των ματιών. Έτσι λοιπόν μια μέρα έριξα περήφανος τα κάγκελα της καθημερινής φυλακής μου. Βγήκα σχεδόν τρέχοντας θέλοντας να απομακρυνθώ γρήγορα ώστε να φύγει από τα ρουθούνια μου αυτή η μυρωδιά της κλεισούρας. Περπάτησα πολύ ώρα χωρίς να σκεφτώ τίποτα, ώσπου σήκωσα το βλέμμα και αναπόφευκτα το μυαλό ξύπνησε. Όμως αυτή η μυρωδιά υπήρχε ακόμα εκεί. Τότε διαπίστωσα πως η μυρωδιά που με στοίχειωνε ήταν η μυρωδιά της πόλης. Δεν έφευγε, ήταν πάντα εκεί. Τρόμαξα! Αν βγω απ’ την πόλη κι η μυρωδιά είναι ακόμα εκεί; Τι γίνεται αν αυτή η μυρωδιά είναι δική μου και την κουβαλάω πάντα μαζί; Τι γίνεται αν έχει μολύνει τον αέρα και υπάρχει παντού; Πώς θα ξεφύγω; Πρέπει κάτι να κάνω. Το βήμα επιταχύνει. Η αναπνοή το ίδιο. Είμαι Βαλαωρίτου με Βενιζέλου και ξαφνικά σκοντάφτω. Κάγκελα πάλι. Σταματώ, να σκεφτώ πώς θα τα ρίξω αλλά σε λίγα δευτερόλεπτα διαπιστώνω πως είμαι από την έξω πλευρά της καγκελόπορτας. Είμαι θεατής της ομηρίας κάποιων άλλων. Είναι όλοι σκυμμένοι και δε μπορώ να δω πρόσωπα. Γυναίκες είναι και μπροστά ένας κάδος απορριμμάτων. Απορώ γιατί μου έκανε εντύπωση η εικόνα, την βλέπω συχνά, την συνήθισα. 5 ή 6 γυναίκες με τα μούτρα ριγμένες σε κούτες. Καλοντυμένες, η μία με την Lοuis Vuitton στο χέρι, τι κάνουν εκεί; Τώρα ξέρω τι μου έκανε εντύπωση. Η τσάντα! Αν δεν μου φώναζε το brand θα τις προσπερνούσα. Ξαφνιάστηκα που αυτές οι καλοστεκούμενες Θεσσαλονικιές κοκέτες ήταν πεσμένες με τα μούτρα στις κούτες. Σκέφτηκα ότι θα ήταν κάποια ακτιβιστική ενέργεια για την ευαισθητοποίηση των περαστικών. Πριν όμως προλάβω να ολοκληρώσω την σκέψη άλλες δύο κυρίες σταματούν και κάνουν το ίδιο. Αναγκάζομαι να ερευνήσω το χώρο και βλέπω το συνεργείο που αδειάζει παρακείμενο μαγαζί καλλυντικών που κλείνει λόγω οικονομικών προβλημάτων. Τώρα το παζλ συμπληρώθηκε. Οι κυρίες «ψωνίζουν» καλλυντικά από το πεζοδρόμιο. Ψάχνουν μέσα στις κούτες για να βρουν αυτό που τους λείπει μόνο που δεν είναι φαγητό αλλά αξιοπρέπεια για να μπορούν να αντικρίζουν τον καθρέφτη με αυθάδεια έτσι όπως θα έκανε κάθε γνήσια Σαλονικιά. Έψαχναν τον παλιό ψεύτικο εαυτό τους που το μόνο που έμενε να τον θυμίζει ήταν η φθαρμένη Louis Vuitton. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα είχα βγάλει το κινητό να αποθανατίσω τη στιγμή, το συνηθίζω, μα ντράπηκα τόσο που έφυγα γρήγορα. Μα κι εκείνες ήταν τόσο απορροφημένες που σημασία δε μου έδωσαν, δεν είδα ποτέ τα πρόσωπά τους. Ίσως ήταν κι η μάνα μου εκεί. Μούχλα πάλι, υγρασία, τρέχω πίσω στην φυλακή μου. Κλεισούρα! Τουλάχιστον θα είμαι ασφαλής μέχρι την ηρωική έξοδο. Τουλάχιστον δε θα με πληγώνει το δράμα των άλλων.
*Η φωτογραφία είναι του Θανάση Σταθόπουλου