Ο Παράδεισος καραδοκεί
Η Ελένη Χοντολίδου γράφει για την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Θαβώρη
Ο Παράδεισος είναι μια μήτρα Ο Παράδεισος είναι μια πόρνη που τη δικαιούνται όλοι Ο Παράδεισος καραδοκεί Ο Παράδεισος είναι πολύ χαμηλά
Στο χώμα οι θησαυροί Υπόγειες ηδονές Στην αμορφία του σκότους οι ρίζες ανταλλάσσουν πυκνά αισθήματα
Ο Θεός δεν είναι καλός Ο Θεός δεν είναι κακός Είναι σαδιστής Ζωοδότης Είναι γάτος Είναι ήλιος
Ο Θεός δεν έχει φύλο Είναι δάσκαλος Είναι γονέας Κι εμείς, επιθυμώντας δύναμη, αδύναμοι να αντισταθούμε στην επιθυμία, γινόμαστε αυτό που θέλει Εκείνος, οι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν
Δεν αντέχεται, είναι αβάσταχτο να ξέρουμε τι εστί Θεός
Ευτυχώς Ο Παράδεισος καραδοκεί
Ζούγκλα η φύση μας, μα κάποιοι είναι μπαξέδες
Πώς να μιλήσεις για την ποιητική συλλογή ενός ανθρώπου που δεν μπορείς καν να προσδιορίσεις τη σχέση σου μαζί του; Ο Δημήτρης Θαβώρης δεν είναι ένας απλός φίλος. Ούτε και διπλός! Φυσικά δεν είναι παιδί μου και όπως έχω εξηγήσει και αλλού δεν υπάρχουν τα «σαν παιδί». «Σαν φιστίκ» υπάρχει, «Σαν Ρέμο» υπάρχει. Αλλά η σχέση μου μαζί του είναι πολύ βαθιά και αγαπητική. Έχει μια πρωτοκαθεδρία σε σχέση με άλλους φίλους. Έχει την απόλυτη αγάπη μου και την απόλυτη κατανόηση σ’ αυτά που κάνει. Με τα οποία δεν συμφωνώ πάντοτε, να συνεννοούμαστε.
Ο Παράδεισος καραδοκεί είναι η τρίτη του ποιητική συλλογή (Δρόμος πάλι, 2016, Ζωγραφυγές, 2018) στις εκδόσεις Νεφέλη με ένα πολύ ωραίο εξώφυλλο, με μια πολύ συγκινητική αφιέρωση που δεν θα σας φανερώσω. Στο εξώφυλλο το έργο είναι του Ανρί Ρουσσώ. Υπονοεί ότι αυτός είναι ο παράδεισος… δεν ξέρω.
Η ποίηση του Δημήτρη έχει εξελιχθεί από την πρώτη στην τρίτη του ποιητική συλλογή. Είναι σαφώς πιο ώριμη. Έχει βρει τη φωνή του, νομίζω. Μια περίεργη φωνή, πρωτότυπη, ερεθιστική και ερεθισμένη. Από τον τίτλο της συλλογής αρχίζει η έκπληξη. Γιατί η ποίηση τι άλλο από έκπληξη είναι, για τον συνδυασμό των λέξεων που πραγματοποιεί ο ποιητής και τις εικόνες που φτιάχνει αυτός ο συνδυασμός. Δίνω ένα παράδειγμα: «Είσαι φανταστικός», αυτό είναι το πρόβλημα και παίζουμε με τη λέξη. Ο πατέρας μου θα χαιρόταν πάρα πολύ διότι όταν ήρθε ως αντιδάνειο από τα αγγλικά το “fantastic”, λέγαμε σε καθετί που γινόταν στον χώρο της ροκ και στους φίλους μας, στις παρέες μας, «φανταστικό», «φαντάστικ», «φανταστικό».
Ο Δημήτρης καταρχήν υιοθετεί μία σύγχρονη εικόνα για έναν παράδεισο ο οποίος δεν θυμίζει σε τίποτε αυτόν που φανταζόμαστε, αυτόν που ξέρουμε από τη θρησκεία.
«Στον παράδεισο θα είμαστε τέλειοι,
Θα τα ξέρουμε όλα,
εκτός από το ότι θα είμαστε τέλειοι,
Και θα ακούμε κάθε βράδυ το τραγούδι ενός ακόμα πιο τέλειου από μάς
θεού αηδονιού…
Και όλα αυτά θα κρατήσουν για πάντα».
Τυπικά τουλάχιστον ο Δημήτρης έχει μία πίστη, δική του, βασανιστική ενίοτε, περιπαικτική, αλλά βαθιά ανθρώπινη και συγχωρητική. Και τότε η πίστη αυτή γίνεται και ουσιαστική.
Τα ποιήματά του διακρίνονται από μια ευφυία αγγλικού τύπου. Νομίζω ότι σ’ αυτό έχει παίξει ρόλο το γεγονός ότι πέρασε στο Λονδίνο κάποιο διάστημα. Το χιούμορ του είναι δηλαδή λεπτό, απροσδόκητο.
«Επιστρέφω στον Παράδεισο,
έφαγα τον επιβεβλημένο καρπό».
Τα ποιήματα είναι μικρά και μεγαλύτερα. Ας πούμε το για πάντα.
«Θα αγαπιόμαστε, υγιείς
και ευτυχισμένοι, τυχεροί
και ασφαλείς γιατί
μια θεά γάτα
μας φυλάει
και δεν αφήνει
φίδι να μας απειλεί.
Και όλα αυτά θα κρατήσουν για πάντα
Κι αφού για πάντα τίποτα δεν αλλάζει
ούτε το για πάντα καταλαβαίνουμε
και, συνεπώς, δεν θα
το βαρεθούμε
ποτέ.
…
Βαρεθήκατε;
Κι εγώ.
Σταματάω,
γυρίζω σελίδα.
Αυτό το παιχνίδι του συγγραφέα δρώντος υποκειμένου που απευθύνεται σε μας και είναι σαν να περιμένει εκείνη την ώρα να του δώσουμε μια απάντηση για μένα είναι το πιο σπουδαίο σημείο της, το πιο σπαρακτικό στοιχείο της ποίησής του. Η οποία ποίηση μας απειλεί ότι παράδεισος καραδοκεί για να τον δούμε. Μακάρι Δημήτρη μου, μακάρι να το πίστευα. Και το υποκείμενο στο οποίο απευθύνεται κυρίως είναι ο σημαντικός άλλος.
«−Τι θέλεις;
Ξέρεις τι θέλω,
αφού είσαι εγώ.
−Θέλω να το πεις.
−Εντάξει
μα να ξέρεις
πως αυτό που
ήθελα ήταν
να μην το
πω».
Στη συλλογή είναι διάχυτη η σχέση του Δημήτρη με τη μουσική με την οποία έχει μια πάρα πολύ σοβαρή σχέση, αδιάκοπη και βαθιά εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Εύχομαι ο Δημήτρης να γράφει για πάντα. Εύχομαι να παίζει μουσική για πάντα. Να μας βάζει τις φωνές όταν λέμε βλακείες στον χώρο της μουσικής που μας ελέγχει όλους και μας τυλίγει σε μια λαδόκολλα. Και θα ήθελα να πω ότι, όχι μόνο σ’ αυτήν τη συλλογή, το ξέρουμε πολύ καλά, στις συλλογές ποίησης οι τίτλοι στη σειρά είναι και ένα ποίημα από μόνοι τους. Στον Δημήτρη αυτό είναι ακόμη πιο έντονο και αν πάει κανείς στη σελίδα των περιεχομένων θα δει ότι κάποιοι τίτλοι είναι με πλάγια γράμματα (ουσιαστικά τα ποιήματα χωρίς τίτλο, η αρχή του ποιήματος) και κάποιοι τίτλοι είναι με πεζά. Διαβάζω συνεχόμενα τους «τίτλους» με πλάγια γράμματα.
«Διαίρει και βασίλευε»
Είσαι φανταστικός!
Όπου κι αν πάμε
Με τάισμα
Ζούγκλα η φύση μας
Τον κόσμο όπως πάντα διοικούσαν
Το προπατορικό αμάρτημα συνέβη
εμείς οι καλοί
Δεν φταίει σε τίποτα εκείνος
Ο έρωτας είναι το άπειρο
«Κάνε μου ό,τι θες»
Αν και φοράω αδιάβροχο
Το φως θα μας τυφλώσει,
Μέσα στο σύμπαν του κλεισμένος
Άλλα ζώδια πιστεύουν…
Είμαστε πολύ μικροί
Νομίζω ότι θέλω λίγο
−Τι θέλεις;
Πιστεύω στην ιατρική
Νύχτωσε,
Ευτυχία,
Το πιο τρελό πράγμα,
Επιστρέφω στον παράδεισο.
Είναι ένα βιβλίο βουτηγμένο στην ποίηση, την καθαρή. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ποίησή του είναι λυρική. Είναι ποίηση προσωπική και ειλικρινής. Ο Δημήτρης είναι μέσα στη γλώσσα. Μ’ αυτήν κάνει τη δουλειά του. Αυτή είναι τα υλικά του, αυτό το χιούμορ και η ευφυία του, μόνο με την πολύ καλή γνώση της γλώσσας γίνεται η ποιητική έκπληξη. Και πώς αλλιώς; Γι’ αυτήν φιλοσοφεί στο ποίημα Άλογοι, ας πούμε. Κι αυτό που θα ήθελα να προσθέσω είναι ότι ο Δημήτρης είναι ένα βαθιά μορφωμένος άνθρωπος. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς με την οικογένεια που έχει. Γονείς φιλόλογοι και ειδικά ο πατέρας γλωσσολόγος και αυτό φαίνεται πάρα πολύ. Τα σύμβολα της αρχαίας τραγωδίας είναι παρόντα και αυτό που αναποδογυρίζει εν γνώσει του εντελώς είναι ο παράδεισος.
Μια τελική παρατήρηση. Η ποίηση του Δημήτρη δεν είναι αισιόδοξη «ήλιος και τηγανητές πατάτες» αλλά με έναν τρόπο, με αυτό το παιχνίδι, το παιχνίδισμα το παιχνιδιάρικο της γλώσσας αφήνει και μια μικρή σταγόνα αισιοδοξίας. Σαν να μας βγάζει λίγο τη γλώσσα του με αθώα αναίδεια.
Ιωνάς
Με έχει καταπιεί ο έρωτας,
όπως η φάλαινα τον Ιωνά.
Μα έτσι από άλλες τρικυμίες
πιο δύσκολες
με σώζει.
Ο Δημήτρης Θαβώρης γεννήθηκε στα Ιωάννινα το 1975. Από το 1983 ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Α.Π.Θ., ενώ έχει σπουδάσει βιολί, ανώτερα θεωρητικά της μουσικής και σύνθεση. Από το 2008 παίζει βιόλα σε διάφορα σύνολα κλασικής μουσικής. Το διάστημα 2011-2013 έκανε στο Λονδίνο μεταπτυχιακές σπουδές σύνθεσης για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Έχει συμμετάσχει ως συνθέτης σε παραστάσεις θεάτρου και χορού, ενώ έργα του έχουν παιχθεί στο Λονδίνο και τη Θεσσαλονίκη.