Ο «παταφυσικός» κόσμος του Ευριπίδη Λασκαρίδη
Πρόκεται για την πιο δύσκολη, πολυδαίδαλη, ευφυή και φιλόδοξη δουλειά που έχει κάνει μέχρι τώρα ο δημιουργός
Από πού αρχίζει κανείς και πού τελειώνει όταν έχει να κάνει με τη δουλειά του Ευριπίδη Λασκαρίδη; Πώς τιθασσεύει τον ατίθασο και ανυπότακτο κόσμο του; Αναζητούσα μια λέξη αρκετά περιεκτική που να μπορεί να στεγάσει τη δουλειά του, μια λέξη σε ρόλο πλοηγού, ώστε να μπω σε αυτό το αλλόκοτο σύμπαν, σε αυτή την εικαστική, ακουστική, και καρτουνίστικη επιτελεστική πανδαισία και να την κρίνω, να τη σχολιάσω.
Σκέφτηκα διάφορες λέξεις όπως υβριδικός, μεταμοντέρνος, γκροτέσκος, παράλογος, σουρρεαλιστικός, ντανταϊστικός, εξπρεσιονιστικός, μεταδραματικός, γκρα γκινιόλ, χοροθεατρικός, καλτ. Όλες δόκιμες, γιατί όλες έχουν ισχυρά ερείσματα επάνω στη σκηνή. Όμως, είναι λέξεις που σχετικά εύκολα μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιος και για το έργο πολλών άλλων καλλιτεχνών. Εγώ αναζητούσα κάτι που να υπογραμμίζει (χωρίς να εγκλωβίζει) την ιδιαιτερότητα του Λασκαρίδη, εκείνο που τον κάνει να μην είναι σαν τους άλλους. Γιατί δεν είναι σαν τους άλλους. Είναι μια κατηγορία από μόνος του.
Τελικά, μετά από πολλή σκέψη κατέληξα στον όρο “παταφυσική” , παραφθορά από το ελληνικό «τὰ ἐπὶ τὰ φυσικά», το copyright του οποίου ανήκει στον εισηγητή της ιστορικής πρωτοπορίας Αλφρέ Ζαρύ από τις 28 Απριλίου 1893, όταν δημοσίευσε το έργο του «Γκινιόλ» στο περιοδικό L’Écho de Paris littéraire illustré, και αργότερα θεμελίωσε με το έργο του «Άθλοι και απόψεις του Δρος Φαουστρόλ» (Gestes et opinions du docteur Faustroll, pataphysicien).
Ο πρωτοπόρος Ζαρρύ αντιμετώπισε την παταφυσική ως την “επιστήμη των φανταστικών λύσεων και των παρανοήσεων, που αποδίδει συμβολικά σε γενικές γραμμές τις ιδιότητες των περιγραφόμενων αντικειμένων από την πιθανότητα τους»”.
Βέβαια έκτοτε θα προστεθούν περίπου άλλοι 100 ορισμοί, οι οποίοι, με μικρές διαφοροποιήσεις, ασπάζονται την άποψη που λέει ότι κάθε συμβάν εντός του σύμπαντος είναι εντελώς μοναδικό και διέπεται από δικούς του ιδιαίτερους νόμους, που δεν συλλαμβάνονται ούτε εκλογικεύονται με όρους κατακτημένης επιστημοσύνης. O Jean Baudrillard, λ.χ. θα ορίσει την παταφυσική ως τη φανταστική επιστήμη του κόσμου μας, τη φανταστική επιστήμη της υπερβολής, της παρωδίας , του παροξυσμού, και κυρίως την υπερβολή του κενού και της ασημαντότητας. Ο Βök θα πει ότι είναι το καταπιεσμένο κομμάτι ενός κανόνα που διασφαλίζει ότι ο κανόνας δεν ισχύει.
Σε κάθε περίπτωση, μάταιος κόπος η αναζήτηση ενός ορισμού που να κλείνει ή να δεσμεύει τον όρο. Η παταφυσική, με το χιούμορ της, τις υπερβολές της, τις καρικατούρες της, τις απρόβλεπτες επιλογές της, τις σωματικές, ενδυματολογικές, και λεκτικές πιρουέτες της, ταράζει την τάξη πραγμάτων και την όποια μεταφυσική τα περιβάλλει.
Η παταφυσική είναι ένας άναρχος οδοστρωτήρας που τα τσαλακώνει όλα, μια άποψη ζωής που ακμάζει κάθε φορά που η τυραννία της αλήθειας μας οδηγεί ολοένα και πιο κοντά στη γοητεία του ψέματος και κάθε φορά που η τυραννία της λογικής ενισχύει το κύρος του παράλογου.
Τεντώνοντας κάπως το σκεπτικό θα λέγαμε πως η παταφυσική συνορεύει με τη λογική της post truth, όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα.
Στο διά ταύτα
Τώρα, σε ό,τι αφορά ειδικά την τελευταία δουλειά του Λασκαρίδη «Λάπις Λάζουλι» (Lapis Lazuli=ημιπολύτιμος λίθος, με χαρακτηριστικό μπλε χρώμα, «σάπφειρος», κατά τους Αρχαίους Έλληνες) που είδαμε στην κεντρική σκηνή της Στέγης Ωνάση, χωρίς να είναι απαλλαγμένη προβλημάτων (θα αναφερθώ λίγο παρακάτω), θεωρώ ότι είναι η πιο δύσκολη, η πιο πολυδαίδαλη, η πιο ευφυής και φιλόδοξη δουλειά που έχει κάνει μέχρι τώρα. Είναι μια αποδομητική περφόρμανς που αδειάζει όλα τα κλισέ/συστατικά που σχετίζονται με τη μεταφυσική και το υπερφυσικό, όπως εν προκειμένω ο λυκάνθρωπος και η όλη φιλολογία που τον συνοδεύει, μια περφόρμανς που κυριολεκτικά ξεσαλώνει, με τερματικό ένα σκηνικό κόσμο λοξό, περιπαιχτικό και rave, ένα κόσμο ανοικτό, που δεν επιδέχεται καμιά ορθολογική λύση/απάντηση πλην της φανταστικής.
Ο Λασκαρίδης είναι ένας καλλιτέχνης που ψάχνει πολύ στους πολιτισμούς αυτού του κόσμου να βρει αυτό που θέλει και όταν το βρει αφήνεται, αφήνει την «παταφυσική» του ματιά και τις «πατα/μετα/φορές» που τη συνοδεύουν, να δώσουν τις δικές τους «ex-centric” λύσεις, που δεν είναι λύσεις αλλά ακύρωση των λύσεων. Θέλω να πω ότι στέκεται απέναντι στα δεσμά της αλήθειας και των κλισέ της κάθε ιστορίας που τον απασχολεί με περιπαικτικό τρόπο, όχι για να τα απαξιώσει αλλά για να δείξει ότι είναι απλές κατασκευές.
Και όσο πιο βαθιά ριζωμένο είναι το κύρος κάποιας αλήθειας τόσο περισσότερο αυτός γοητεύεται με την ανατροπή της. Αυτό ακριβώς κάνει στο «Λάπις Λάζουλι» απέναντι στα πολιτιστικά κλισέ της παραμυθητικής ιστορίας του λυκάνθρωπου. Παίρνει το οικείο στόρι και το κάνει φύλλο και φτερό, προκειμένου να καταλήξει σε ένα μεταμοντέρνο παιγνιώδες κολάζ, όπου η φαινομενική αναρχία δημιουργεί μια ζαλιστική εμπειρία την οποία υπηρετούν ήρωες που δεν χωράνε πουθενά παρά μόνο στις χωρικότητες μιας καλπάζουσας σκηνοθετικής φαντασίας. Δεν είναι τρισδιάστατα πλάσματα, με την έννοια των ψυχοσυναισθηματικά ανεπτυγμένων. Θα τολμούσα να πω ότι είναι παραμορφωμένες, ακραίες, καρικατουρίστικες εκδοχές του περίφημου Βασιλιά Υμπύ, του Ζαρρύ.
Κυνηγούν να ικανοποιήσουν τα ένστικτά τους, και κυνηγώντας τα ανατρέπουν μία προς μία τις προσδοκίες μας, τον καθωσπρεπισμό μας και τα κλισέ με τα οποία μεγαλώσαμε. Αυτό δηλαδή που κάνει και ο Ζαρύ, όπως και οι «καταραμένοι ποιητές» στα τέλη του 19ου αιώνα: épater les bourgeois. Κάθε αντικείμενο που υπάρχει στη σκηνή είναι εκεί για να ανατραπεί, για να μας ξαφνιάσει, να μας παιδέψει. Εξ ού και ο διόλου τυχαίος τίτλος της περφόρμανς: «Λάπις λαζούλι», τίτλος που παραπέμπει κατευθείαν σε κάτι υλικό, χειροπιαστό, την ίδια στιγμή που το έργο ξεφεύγει από τη λογική της εξηγήσιμης υλικότητάς του.
Αυτά όλα σημαίνουν ότι για απολαύσει ο θεατής αυτό το αλλόκοτο σύμπαν της μεταμόρφωσης, της απόλυτης αφαίρεσης αλλά και της απόλυτης υλικότητας πρέπει να αφεθεί, να παρακάμψει τις διεργασίες του νου και να δώσει την πρωτοκαθεδρία στο ένστικτο, στη παρόρμηση, στο συναίσθημα, στην αντίδραση της στιγμής, στην απόλαυση που προκαλούν οι αισθήσεις. Με άλλα λόγια, να δώσει την πρωτοκαθεδρία στη λογική της κωμωδίας.
Περί κωμικού
Ο Λασκαρίδης ασκείται στην κωμωδία με παταφυσικό τρόπο. Κινείται κόντρα στο ρεύμα της νόρμας. Δηλαδή, ανατρέπει όλη τη θεωρία που θέλει το δράμα να διεκδικεί μέσα από τη σοβαρότητά του τις μεγάλες αλήθειες της ζωής, και μας δείχνει ότι η κωμωδία οδηγεί σε ξέφωτα, διαρκώς λοξοδρομώντας. Δηλαδή, βάζει την κωμωδία στη θέση του δράματος και τα κάνει γυαλιά καρφιά.
Ξέρουμε ότι κάθε πονεμένη τραγωδία θέλει κατά βάθος να έχει το τέλος μιας ευτυχισμένης κωμωδίας, αλλά δεν μπορεί, γιατί δεν της το επιτρέπουν οι κανόνες με τους οποίους την έχουν φυλακίσει μελετητές και καλλιτέχνες. Και εκεί μπαίνει στο παιχνίδι η άτακτη και πονηρή κωμωδία, η οποία με τα απρόβλεπτα κόλπα της και την ευφυία της μας οδηγεί στον δρόμο της (δραματικής) ανυπακοής.
Ανατρέπει και σατιρίζει ανελέητα τους σοβαροφανείς μελετητές των φαινομένων, χλευάζει τα όποια συμπεράσματα και ανοίγει τους κρουνούς της φαντασίας για να ξεχυθούν εικόνες τρελές, που ακυρώνουν τα τελεσίδικα, τα φυσικά και μεταφυσικά συμπεράσματα και πορίσματα. Με δραματικούς όρους, επαναφέρει το αγαπημένο «παταφυσικό» σλόγκαν του Μάη του ’68 «Η εξουσία στη φαντασία». Δίνει εξουσία στην κωμική φαντασία, που ξέρει να λέει αλήθειες μέσα από το ανατρεπτικό, το πηγαίο γέλιο, σε αντίθεση με τα μελοδράματα και τα κλισέ τους που διεκδικούν τον χώρο της «αλήθειας» μέσα από το «κατασκευασμένο» δάκρυ.
Από το μικρά παιδιά μαθαίνουμε ότι το δράμα και η τραγωδία ανήκουν στη σχολική τάξη, εκεί που είναι και η γνώση, και ότι στην αυλή ανήκει η κωμωδία, εκεί που είναι τα χωρατά, οι πλακίτσες και το παιχνίδι. Ο Λασκαρίδης κάνει τον δικό του αντίλογο. Δεν ακυρώνει τη γνώση της «τάξης», απλά παίζοντας στη θεατρική «αυλή», εκθέτει τη σοβαρότητα που επενδύουμε στη γνώση. Είναι ένας παταφυσικός που αντιστρέφει τους κανόνες και τη λογική της φυσικής, της γραμματικής και νοηματικής σύνταξης, προκειμένου να μας δείξει έναν άλλο τρόπο ανάγνωσης του κόσμου.
Ορισμένες επιφυλάξεις
Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν ορισμένα θέματα στην περφόρμανς που δεν μπορούμε να παρακάμψουμε. Για παράδειγμα, το πρώτο μέρος είναι τόσο πολύ φορτωμένο με γκαγκς που στο τέλος προδίδουν πιο πολύ την ίδια την αγωνία του Λασκαρίδη να ξαφνιάσει παρά την ανάγκη της περφόρμανς να ξαφνιάσει. Ο Λασκαρίδης θέλει να μας κάνει να νιώσουμε «πατα-θεατές», και καλά κάνει.
Μόνο που η ταχύτητα που επιλέγει να ανατρέψει μέσα από τα συνεχή ευρήματα (ήχους, αντικείμενα κ.λπ), είναι τόσο μεγάλη που δεν τους αφήνει χρόνο να ηρεμήσουν στη σκηνή, να ενταχθούν οργανικά στο ΄σύνολο και έτσι να πυκνώσουν τον δραματουργικό ιστό του θεάματος. Μολονότι ευφυέστατα, συχνά παραμένουν μετέωρα, ενώ θα μπορούσαν να εξελιχθούν και να οδηγήσουν ομαλά και εξελικτικά στις τελευταίες εικόνες οι οποίες μοιάζουν κάπως καθισμένες.
Εννοώ, δεν έχουν ούτε την ενέργεια ούτε τη φαντασία ούτε το χιούμορ των εικόνων που προηγήθηκαν, λες και βγήκαν από κάποιο άλλο έργο. Αυτό το συγκεκριμένο κομμάτι της περφόρμανς, πρόδιδε μια μάλλον εξαντλημένη, κουρασμένη θα έλεγα σκηνοθεσία, η οποία ό,τι ήταν να δείξει το έδειξε και απλώς τώρα έσπρωχνε τα πράγματα προς την έξοδο, χωρίς την ίδια ορμή και ενέργεια. Αυτό όντως ήθελε περισσότερη δουλειά.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι αρετές μακράν υπερτερούν των δομικών/δραματουργικών αδυναμιών και σε αυτές στέκομαι. Τι να πρωτοθυμηθώ! Τη σκηνή όπου ο λυκάνθρωπος κάνει εμετό και συμβολικά αποβάλλει τους κανόνες που τον φυλακίζουν, σε μια προσπάθεια να ξαναφανταστεί τον εαυτό του; Ίσως και να μην είναι τόσο τρομακτικός, εν τέλει. Τι να πει κανείς για τον γιατρό Χέλσινγκ (Δημήτρης Ματσούκας) που έχει αναλάβει να τον εξανθρωπίσει, να τον απαλλάξει από το άγριο τρίχωμά του, άλλοτε με φάρμακα άλλοτε με γροθιές άλλοτε με ψυχαναλυτικές μεθόδους;
Ή τι να πω για τη σκηνή όπου ο Λυκάνθρωπος μεταμορφώνεται σε γυναίκα και μπαίνει στο δωμάτιο της νεαρής κοπέλας (βλ. και παραμύθι Κοκκινοσκουφίτσας), μόνο που η κοπέλα κάθε άλλο παρά θα φοβηθεί; Ή για τη σκηνή στο δάσος με τον Άγγελο Αλαφογιάννη και τον Σπύρο Ντόγκα, όπου ο ένας να υποδύεται το δέντρο και ο άλλος σμήνος πουλιά; Ή για τη σκηνή με τη γυναίκα-μάγισσα που του λιμάρει τα νύχια με μια τεράστια λίμα, την ίδια στιγμή που η πλατεία πολιορκείται ακουστικά από μια γλώσσα απολαυστικά απόκοσμη; Ιδιοφυείς συλλήψεις, που μόνο θαυμασμό προκαλούν.
Συντελεστές
Πανέμορφα τα σκηνικά του Σωτήρη Μελάνου και τα κοστούμια του Χρήστου Δεληδήμου και της Αλέγια Παπαγεωργίου, όπως πολύ δηλωτικός και ο σύνθετος φωτισμός του Στέφανου Δρουσιώτη. Εξαιρετική η «κυκλωτική» μουσική παρτιτούρα του Γιώργου Πούλιου. Οι πρωταγωνιστές Δημήτρης Ματσούκας, Άγγελος Αλαφογιάννης, Μαρία Μπρέγιαννη, Σπύρος Ντόγκας και βέβαια ο χαρισματικός Ευριπίδης Λασκαρίδης στην καρδιά του παταφυσικού τους κόσμου μας κέρδισαν με τις μεταμορφώσεις τους, την ενέργειά τους, το ταλέντο τους και γενικά την αρτιότητα της συνολικής σκηνικής τους παρουσίας.
Πέρα, λοιπόν, από τις όποιες επιφυλάξεις μπορεί να μου δημιούργησε η περφόρμανς στο τελευταίο μέρος, ως σύνολο τη συστήνω ανεπιφύλακτα. Ευφυής, ανατρεπτική, ευφάνταστη, ιδιαίτερη, αλλιώτικη, με αίσθηση του χιούμορ, την καταχάρηκα. Μια οριακή δουλειά ενός καλλιτέχνη που δεν κουράζεται να μας ξαφνιάζει ευχάριστα, με τις συνεχείς παταφυσικές του κούρβες, την ιπτάμενη φαντασία του.
Όπως είπα και πιο πριν, αυτό που ζητά από τον θεατή είναι να αφεθεί στο συνεχές ζάπινγκ της φαντασίας του, την εναλλαγή εικόνων χωρίς αίτια και αιτιατά, όπως είναι περίπου και η ζωή: ένα συνονθύλευμα ανομοιοτήτων, μια αλχημιστική διαδικασία, μια «υγρή μοντερνικότητα», όπου όλα ρέουν ακατάπαυστα, ύλη και πνεύμα σε μια κοινή πορεία συνύπαρξης, συνδημιουργίας, συναγωνισμού, διαγκωνισμού, ανταγωνισμού, αλληλοσπαραγμού, με κατεύθυνση κάποιο «άγνωστο-γνωστό» τέλος.
Εικόνα: FB/Euripides Laskaridis