Ο τελευταίος αυτοκράτορας των Η.Π.Α.
Πόσο ασφαλές και λειτουργικό μπορεί να είναι ένα πολιτικό και κυβερνητικό σύστημα που τόσο φαινομενικά όσο και ουσιαστικά εξαρτάται από ένα πρόσωπο;
Λέξεις: Κίμων Βελιτζανίδης
«Αγαπητέ Donald,
Δεν παρακολούθησα το πρόγραμμα, όμως η κυρία Nixon μού είπε πως ήσουν θαυμάσιος στην εκπομπή του Donahue. Όπως μπορείς να φανταστείς, είναι ειδήμων στην πολιτική και προβλέπει πως, όποτε αποφασίσεις να κατέβεις υποψήφιος, σε εκλογές θα είσαι νικητής! Θερμές ευχές,
Richard Nixon»
Εύκολα οι αναγνώστες της παραπάνω επιστολής μπορούν να εικάσουν την ταυτότητα του παραλήπτη της. Γραμμένη αρκετά χρόνια μετά την παραίτηση του Richard Nixon από το προεδρικό αξίωμα και περίπου δύο δεκαετίες πριν την πρώτη εκλογή του Donald Trump φανερώνει –πέρα από την, πράγματι πρωτοφανή, διορατικότητα της κυρίας Nixon- οικειότητα μεταξύ των δύο ανδρών.
Οι υπόλοιπες επιστολές της αλληλογραφίας τους αναδεικνύουν επίσης μια σχέση αμοιβαίας εκτίμησης, την ειλικρίνεια βέβαια της οποίας δύσκολα μπορούμε να εξακριβώσουμε, δεδομένου του ότι και οι δύο φημίζονται για την ευκολία με την οποία επέστρεφαν την κολακεία σε όσους τους την προσέφεραν. Εκτός από την ροπή αυτήν στην φιλαρέσκεια (πιο έντονη ενδεχομένως στον 45ο και 47ο Πρόεδρο- βάσει του παράδοξου αμερικανικού συστήματος αρίθμησης), πολλοί σχολιαστές έχουν εντοπίσει κι άλλες ομοιότητες που διακρίνουν τους δύο πολιτικούς. Αρκετοί επεσήμαναν την επιμονή και των δύο στο σύνθημα «νόμος και τάξη», το οποίο στο αμερικανικό περικείμενο παύει να είναι απλώς μία δήλωση υπέρ της καταστολής ή ακόμη και μιας πιο αυταρχικής αντίληψης περί αστυνόμευσης.
Οι δύο αυτές λέξεις, είτε εκφέρονται το 1968 είτε το 2024, αποκτούν αυτομάτως ρατσιστικό περιεχόμενο, άρρητο πλην όμως σαφές. Nixon και Trump είναι, επιπροσθέτως, οι μόνοι Αμερικανοί πολιτικοί της μεταπολεμικής περιόδου που υπήρξαν υποψήφιοι τρεις φορές για την προεδρία (1960, 1968, 1972 και 2016, 2020, 2024 αντιστοίχως), βγαίνοντας νικητές δύο από αυτές τις φορές έκαστος. Ο Donald Trump ξεχωρίζει από τον Nixon, καθώς οι νίκες του έλαβαν χώρα σε μη-διαδοχικές εκλογές, επίτευγμα σπάνιο. Μονάχα ο Δημοκρατικός Grover Cleveland είχε καταφέρει κάτι αντίστοιχο στα 1884 και 1892. Ο -μάλλον λησμονημένος, πλέον- όμως Cleveland κέρδισε και τις τρεις φορές την εμπιστοσύνη των Αμερικανών πολιτών, καθώς κυριάρχησε των αντιπάλων του από απόψεως απόλυτου αριθμού ψήφων. Αντιθέτως, ο Trump κατήγαγε νίκη σε αριθμό ψήφων μονάχα στην τρίτη εκλογική του μάχη, κερδίζοντας μάλιστα την εμπιστοσύνη λιγότερων πολιτών από εκείνους που τον έφεραν στην δεύτερη θέση το 2020. Επιστρέφοντας στις αντιστοιχίες Nixon και Trump, δεν είναι λίγοι εκείνοι που έσπευσαν να χρησιμοποιήσουν τις κοινές κατηγορίες περί παρακώλυσης του έργου της Δικαιοσύνης ως έναν ακόμη συνδετικό κρίκο.
Τον Ιανουάριο με Φεβρουάριο του 2020, έλαβε χώρα στην αμερικανική Γερουσία η δίκη του Donald Trump, κατόπιν της πρότασης μομφής που υπερψήφισε η Βουλή των Αντιπροσώπων. Τόσο αυτήν την δεύτερη φορά, όσο και την προηγούμενη το 2020, ο Trump αθωώθηκε, με μια απόφαση βεβαίως δηλωτική περισσότερο των κομματικών συσχετισμών (απαιτείται ενισχυμένη πλειοψηφία προκειμένου να καταδικαστεί ο πρόεδρος) παρά του πραγματικού επίδικου. Άλλωστε, ο ίδιος ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών στην Γερουσία, Mitch McConell, καταλόγισε στον Trump την ευθύνη για την παρακίνηση σε στάση των οπαδών του, κατά τα πρωτοφανή περιστατικά της 6ης Ιανουαρίου 2020, λίγες μονάχα στιγμές αφού είχε ψηφίσει υπέρ της απαλλαγής του. Ο Richard Nixon δεν είχε σταθεί το ίδιο τυχερός, όταν το 1974 παραιτήθηκε του προεδρικού αξιώματος προτού η διαδικασία μομφής και παραπομπής σε δίκη ολοκληρωθούν. Η καταδίκη του ήταν απολύτως βέβαιη, η απαξίωση σχεδόν καθολική. Οι επικεφαλής του Ρεπουμπλικανικού κόμματος σε Βουλή και Γερουσία τον διαβεβαίωσαν ότι θα καταδικαστεί και ότι δεν ήταν διατεθειμένοι να τον υποστηρίξουν περαιτέρω.
Δεν θα ήθελα να επιμείνω σε αυτόν τον παραλληλισμό των δύο προσωπικοτήτων. Νομίζω πως η αναζήτηση ομοιοτήτων (ενίοτε και εκείνη των διαφοροποιήσεων) δυσχεραίνει την ανάγνωση της Ιστορίας αλλά και της εκάστοτε τρέχουσας συγκυρίας, υποβιβάζοντας σύνθετες καταστάσεις σε μία προκρούστειο κλίνη απλουστεύσεων. Έπειτα, η σύγκριση μάλλον αδικεί τον ίδιο τον Nixon, έναν χαρακτήρα σαιξπηρικών διαστάσεων στην συνθετότητά του, μακριά από τις αδρές γραμμές που εύκολα μπορούν να σκιαγραφήσουν τον Trump και το φαιδρό περιβάλλον του. Παρόλα αυτά, θα σταθώ σε έναν όρο που συχνά έκανε την εμφάνισή του στην προσπάθεια να ερμηνευθεί το φαινόμενο Trump υπό το πρίσμα της κληρονομιάς του Nixon.
Αναφέρομαι στην λεγόμενη «αυτοκρατορική προεδρία» (“imperial presidency”), έναν όρο που εισηγήθηκε ο ιστορικός Arthur M. Schlesinger Jr., προκειμένου να περιγράψει την σταδιακή συγκέντρωση εξουσιών στο πρόσωπο του Προέδρου, εις βάρος του Κογκρέσου. Το μοντέλο αυτό, ενός Λευκού Οίκου που διαφεντεύει κάθε πτυχή της διοίκησης, υπό την εξαιρετικά περιορισμένη εποπτεία των υπόλοιπων θεσμών, έφτασε στο αποκορύφωμα του με τη θητεία του Nixon, ώσπου το σκάνδαλο του Watergate, ως τελευταία σταγόνα, έδειξε τα όρια ενός συστήματος όπου κάθε έννοια διάκρισης των εξουσιών και κράτους δικαίου είχαν προ πολλού χαθεί.
Στα χρόνια που ακολούθησαν την παραίτηση Nixon, το Κογκρέσο επιχείρησε -όχι πάντα επιτυχώς- να θέσει φραγμούς στην εκτελεστική εξουσία και την ανεξέλεγκτη παρείσφρησή της σε πεδία όπως οι μυστικές υπηρεσίες και ο στρατός. Δεν είναι λίγοι οι ερευνητές εκείνοι που απέδωσαν τον χαρακτηρισμό «αδύναμο» στο προεδρικό αξίωμα υπό τους Gerald Ford και Jimmy Carter, λόγω ακριβώς του ότι η σκιά του Nixon και του Watergate έπεφτε βαρύτερη πάνω τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι, για ολόκληρο τον πρώτο χρόνο της θητείας του, ο Ford δεν είχε ορίσει Προσωπάρχη του Λευκού Οίκου (White House Chief of Staff), προκειμένου να μην δοθεί η εντύπωση συγκεντρωτισμού με την οποία ήταν ταυτισμένο το αξίωμα. Ο Προσωπάρχης είναι επί της ουσίας ο διευθυντής του προεδρικού γραφείου, ο στενότερος σύμβουλος του Προέδρου και εκείνος που ελέγχει σε μεγάλο βαθμό το πρόγραμμά του και -κυριότερα- τους ανθρώπους με τους οποίους συνομιλεί. Αποτελεί προσωπική επιλογή του εκάστοτε Προέδρου και ο διορισμός του δεν υφίσταται έλεγχο από την Γερουσία. Η επιλογή του Ford δυσχέρανε την άσκηση των καθηκόντων του, όμως ήταν μια συμβολική κίνηση που του προσέφερε μια αίσθηση έξωθεν καλής μαρτυρίας που ο θεσμός χρειαζόταν απεγνωσμένα.
Η εκλογή του Ronald Reagan το 1980 και το εύρωστο συντηρητικό κίνημα που την κατέστησε δυνατή επανέφερε την «αυτοκρατορική προεδρία» ως το status quo της αμερικανικής πολιτικής. Ο νέος Πρόεδρος, άπειρος και hands-off, είχε ανάγκη από ένα ισχυρό επιτελείο το οποίο θα κάλυπτε τα δικά του κενά. Ήδη προτού ορκιστεί, ο στενός πυρήνας των συνεργατών του είχε διαμορφώσει πλήρως την στελέχωση του υπουργικού συμβουλίου και άλλων σημαντικών πόστων, στα οποία τοποθετήθηκαν κατά κύριο λόγο ακραίοι συντηρητικοί του κλίματος Reagan, αλλά και μετριοπαθείς Ρεπουμπλικάνοι (ναι, κάποτε υπήρχαν και τέτοιοι).
Η αναβίωση αυτή γιγαντώθηκε στα χρόνια του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», ο οποίος προσέφερε στον George Bush απεριόριστες δυνατότητες να υπερβεί θεσμικά αντίβαρα με πρόσχημα την ασφάλεια. Είχε προηγηθεί η συστηματική αποκαθήλωση του νομοθετικού πλαισίου που διαμορφώθηκε μετά από τον κατευνασμό του «αυτοκρατορικού» μοντέλου, συνεπεία των διαδοχικών κρίσεων του Πολέμου στο Βιετνάμ και του σκανδάλου Watergate. Πάρα τις αρχικές επιδιώξεις μερίδας των οπαδών του, ο Barack Obama υιοθέτησε το μοντέλο αυτό, κληρονομιά της οχταετίας Bush, εν μέρει ως αντίδραση στην απραξία στην οποία είχε περιέλθει το Κογκρέσο, λόγω των αδυσώπητων κομματικών και ιδεολογικών διαιρέσεων των τελευταίων δεκαετιών εν μέρει και λόγω της εσφαλμένης -όπως απεδείχθη- πεποίθησής του ότι αυτή η υπερκομματική αντιμετώπιση θα επέφερε εκλογικά κέρδη με μετριοπαθείς και συντηρητικούς ψηφοφόρους. Αντιθέτως, ο Obama κατάφερε να κερδίσει την επανεκλογή του το 2012 χάρη στην επιθετική του εκστρατεία, η οποία με έμφαση σκιαγραφούσε τις ιδεολογικές του και αξιακές διαφορές με τον αντίπαλό του, Mitt Romney, και τους Ρεπουμπλικανούς εν γένει. Παραφράζοντας τον Ταϋλλεράνδο, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι οι Δημοκρατικοί δεν έμαθαν τίποτα, και ξέχασαν τα πάντα. Τόσο η δεύτερη θητεία Obama όσο και η αποτυχημένη εκστρατεία της Hillary Clinton το 2016 καθοδηγούνταν από το δόγμα της προσκόλλησης σε έναν πολιτικό μεσαίο χώρο που είχε πάψει προ πολλού να υπάρχει.
Η άνοδος του Donald Trump στο προεδρικό αξίωμα την πρώτη εκείνη φορά αποτέλεσε μια σεισμική μετατόπιση του πολιτικού εδάφους των Η.Π.Α., ου μην αλλά και του κόσμου. Η απειρία του νεοεκλεγέντος προέδρου και των συνεργατών του σε ό,τι αφορούσε την διοίκηση, η άρνηση του μεγαλύτερου μέρους του κατεστημένου κρατικού μηχανισμού να τον συνδράμει στελεχώνοντας τις διάφορες υπηρεσίες που βρίσκονταν υπό την εποπτεία του και, πρώτιστα, η συσπείρωση ετερόκλητων πολιτικών δυνάμεων εναντίον του είχε ως συνέπεια τον προσωρινό κλυδωνισμό του «αυτοκρατορικού» συστήματος. Ιδιαίτερα προς το τέλος της τετραετίας, ο Trump έμοιαζε να βρίσκεται με τα χέρια της προεδρικής του εξουσίας δεμένα. Η αποτυχημένη διαχείριση της πανδημίας σε επίπεδο κεντρικής εξουσίας έφερε στο προσκήνιο τους κυβερνήτες των πολιτειών, ενώ η νομοθετική πρωτοβουλία είχε περάσει στα χέρια των Δημοκρατικών από τις εκλογές του 2018. Η πρώτη πρόταση μομφής και, στη συνέχεια, η ήττα στις εκλογές του Νοεμβρίου ξύπνησαν τα φαντάσματα του Nixon και της κατάλυσης της «αυτοκρατορικής προεδρίας».
Παρά την πρωτοφανή άρνηση του ηττημένου Trump να αναγνωρίσει το αποτέλεσμα των εκλογών του 2020 και -κατά συνέπεια- να παρακωλύσει ουσιαστικώς την ομαλή μετάβαση στην διακυβέρνηση υπό τον Joe Biden, τα καμώματα αυτά δεν αποτέλεσαν ανυπέρβλητο εμπόδιο για τον εμπειρότατο πολικό. Πολύ γρήγορα στελέχωσε τα υπουργεία, τα πρακτορεία υπό την άμεση εποπτεία του και το προσωπικό του Λευκού Οίκου με αντιστοίχως έμπειρους συνεργάτες και ανθρώπους της απολύτου εμπιστοσύνης του (λ.χ. Ron Klain ως Προσωπάρχης, Anthony Blinken ως υπουργός Εξωτερικών). Σε αντίθεση με τον Barack Obama, δεν καλλιέργησε ψευδαισθήσεις μιας υπερκομματικής προεδρίας και εκμεταλλεύτηκε την πλειοψηφία των Δημοκρατικών στην Γερουσία, η οποία -σε συνδυασμό με την ανικανότητα των πλειοψηφούντων στη Βουλή Ρεπουμπλικανών να προβάλουν συντεταγμένη αντιπολίτευση- του έδωσε την ευκαιρία να περάσει με εξαιρετική ταχύτητα προγράμματα τρισεκατομμυρίων αμιγώς προοδευτικού προσανατολισμού. Το «αυτοκρατορικό» μοντέλο έμοιαζε να έχει επανέλθει δριμύτερο. Μαζί του, όμως, δεν άργησε να επανέλθει και το πρόβλημα του πληθωρισμού και να θυμίσει στους αναλυτές τα χρόνια του «αδύναμου» Jimmy Carter.
Βέβαια, το ποσοστό ανόδου του πληθωρισμού είχε φτάσει στο 13,55% την τελευταία χρονιά της προεδρίας Carter, ενώ o νεοεκλεγείς Trump θα παραλάβει από τον προκάτοχό του μια οικονομία όπου το αντίστοιχο ποσοστό δεν θα υπερβαίνει το 3%. Φυσικά, το φαινόμενο του πληθωρισμού είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν ρυθμίζεται, δυστυχώς, απλώς μέσω κυβερνητικών αποφάσεων. Παρόλα αυτά, το υψηλό κόστος διαβίωσης για την πλειοψηφία των Αμερικανών είναι το σημαντικότερο πρόβλημα και εξ ορισμού υπεύθυνος για την επίλυση των προβλημάτων τους είναι ο Πρόεδρος. Το τελειωτικό χτύπημα στην εικόνα του αυτοκρατορικού Λευκού Οίκου υπό τον Joe Biden ήρθε με την σοκαριστική εμφάνισή του στο debate με τον Donald Trump, τον περασμένο Ιούνιο. Ο Biden έμοιαζε να τελεί υπό σύγχυση, οι απαντήσεις του ήταν πολλές φορές ακατάληπτες και η εμφάνισή του πρόδιδε σημάδια αδιαμφισβήτητα προχωρημένου γήρατος. Οι ανησυχίες για τον βαθμό ικανότητας άσκησης των καθηκόντων του κορυφώθηκαν και επικράτησε πανικός. Το «αυτοκρατορικό» μοντέλο διήρχετο νέα κρίση. Η τελική αποχώρηση του Biden από την εκλογική μάχη -παρά τις διαψεύσεις που είχαν προηγηθεί- έδωσαν πνοή στις συζητήσεις περί της αποτελεσματικότητας της ίδια της «αυτοκρατορικής Προεδρίας» ως μοντέλου διοίκησης.
Πόσο ασφαλές και λειτουργικό μπορεί να είναι ένα πολιτικό και κυβερνητικό σύστημα που τόσο φαινομενικά όσο και ουσιαστικά εξαρτάται από ένα πρόσωπο; Πόσο υγιής είναι η μεσσιανική αντιμετώπιση των υποψηφίων εκ μέρους των ψηφοφόρων, όπως αυτή καλλιεργείται από ένα τόσο προσωποπαγές σύστημα; Τα δύο μεγάλα κόμματα είναι πλέον αδύναμοι, χαλαροί οργανισμοί που -ειδικά σε περιόδους αντιπολίτευσης- στερούνται ηγεσίας. Η πεποίθηση των φανατικών οπαδών του Trump ότι μονάχα αυτός μπορεί να τους οδηγήσει στην γη της επαγγελίας (όποια κι αν είναι αυτή) έχει βρει μιαν ισοδύναμη αντανάκλαση στην πεποίθηση των Δημοκρατικών ότι μοναδική λύτρωση από τον δαίμονα του τραμπισμού μπορεί να τους εξασφαλίσει ένα πρόσωπο που ιδανικά θα συγκεντρώνει έναν εξωφρενικό αριθμό ικανοτήτων. Οι δύο πλευρές εν ολίγοις έχουν εμποτιστεί σε μεγάλο βαθμό από μια νοοτροπία χαρισματικής ηγεσίας και η ροπή των θεσμικών παραγόντων είναι να συντηρούν και να τροφοδοτούν τη νοοτροπία αυτή, καταδικασμένη να οδηγήσει σε διαψεύσεις και απογοητεύσεις.
Έτσι, λοιπόν, φτάσαμε στο χθεσινό αποτέλεσμα. Μια δεύτερη θητεία Trump. Αν κάτι φέρει χαρακτηριστικά βεβαιότητας για την επερχόμενη αυτή θητεία είναι η ολική επαναφορά της «αυτοκρατορικής προεδρίας». Οι σχετικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και της τραμπικής πλειοψηφίας του, δίνουν στον 47o δυνατότες που ως 45ος δεν μπορούσε να θεωρεί δεδομένες. Θα αμνηστεύσει τον εαυτό του για τα πλείστα όσα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται και θα έχει λευκή επιταγή για να διαπράξει νέα. Επιπλέον, επανέρχεται στο αξίωμα με την εμπειρία τεσσάρων ετών και -κυρίως- με ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα άλωσης των θεσμών και ελέγχου των αρμών της εξουσίας. Το διαβόητο Project 2025 για το οποίο έγινε λόγος το προηγούμενο διάστημα αποτελεί, επί της ουσίας, ένα manual για την νέα διοίκηση του Trump. Περιλαμβάνει την κατάργηση της υπάρχουσας ανεξάρτητης δημόσιας διοίκησης και την αντικατάστασή της από κομματικά διορισμένους αξιωματούχους που θα έχουν εντρυφήσει στο συντηρητικό εγχειρίδιο που προετοίμασε για τον Trump το ακροδεξιό think-tank Heritage Foundation. Μένει να φανεί η αποτελεσματικότητα των Ρεπουμπλικανών να εφαρμόσουν αυτό το σχέδιο, αλλά και η ικανότητα των θεσμών, των Δημοκρατικών και -σημαντικότερα- των ίδιων των Αμερικανών πολιτών ανεξαρτήτως πολιτικής προτίμησης να αντισταθούν σε αυτήν την εξόφθαλμη απολυταρχική στροφή.
Μπορούμε, άραγε, να έχουμε εμπιστοσύνη στην σχεδόν εγγενή καχυποψία του αμερικανικού λαού απέναντι στην εν δυνάμει απολυταρχία της κεντρικής διοίκησης; Αυτή η – κατά βάση υγιής- αποστροφή στην έννοια της ανεξέλεγκτης κρατικής εξουσίας εκδηλώνεται πότε σε στιγμές ηρωισμού (όπως στην περίπτωση της γενεσιουργού τους Επανάστασης) και πότε με ολέθρια αποτελέσματα (όπως στην απόσχιση των Νοτίων με πρόσχημα τα πολιτειακά δικαιώματα και αιτία την διατήρηση του θεσμού της δουλείας και των προνομίων τους). Προσωπικώς, αντλώ ελπίδα από μια περίπτωση που με φέρνει επιτέλους στον τίτλο του άρθρου μου και στον Joshua Abraham Norton, ο οποίος έμεινε γνωστός στην ιστορία ως Norton o Α’, Αυτοκράτορας των Ηνωμένων Πολιτειών. Η ιστορία του αυτοκράτορα Norton είναι πολύ ενδιαφέρουσα για να χωρέσει σε μια μικρή παράγραφο, κι έχει καταγράφει από συγγραφείς όπως ο Mark Twain, ο Robert Louis Stevenson και ο Charles Bukowski. Η δική μου πρώτη επαφή με την ιστορία του αυτοκράτορα ήταν μέσα από το “ L’Empereur Smith” («Ο Αυτοκράτορας Σμιθ»), την 45η περιπέτεια του Λούκυ Λουκ, όπου ο φτωχός και μόνος καουμπόι αντιμετωπίζει τον κίνδυνο ενός άκακου εκκεντρικού που γίνεται εξαιρετικά επικίνδυνος υπο την επιρροή ενός κοινού εγκληματία. Ο φανατικός ιστοριοδίφης του Far-West, René Goscinny, βασίστηκε στην αληθινή ιστορία του Αυτοκράτορα Norton, που ουδέποτε αποτέλεσε πραγματικό κίνδυνο.
Γνωρίζοντας πως το οποίο αφηγηματικό μου ταλέντο, πόρρω απέχει από εκείνο τον άνωθεν ονομάτων, θα προσπαθήσω να μεταφέρω συνοπτικά την γοητευτική ιστορία του τελευταίου αυτοκράτορα των Η.Π.Α. Στο Σαν Φρανσίσκο των τελών του 19ου αιώνα, ο επιχειρηματίας Norton είχε περιέλθει σε ένδοια, κατόπιν μιας αποτυχημένης επένδυσης στο ρύζι, το οποίο βρισκόταν σε προσωρινή έλλειψη λόγω αντίστοιχης ελλειψης στην Κίνα, που προμήθευε κατά κύριο λόγο τις Η.Π.Α. Ο Norton επένδυσε τα μέγιστα στην εισαγωγή ρυζιού από το Περού, πιστεύοντας ότι θα πουλήσει σε υψηλές τιμές, λόγω της μεγάλης ζήτησης. Την ίδια ιδέα, από ό,τι φαίνεται, είχαν κι άλλοι επενδυτές, επομένως οι αγορές του Σαν Φρασίσκο πλυμμηρισαν από περουβιανό ρύζι, η τιμή του οποίου έπεσε φυσικά κατακόρυφα. Η οικονομική καταστροφή φαίνεται να είχε δραματικές επιπτώσεις στην ψυχική του υγεία και -εν είδει μηχανισμού αυτοάμυνας, όπως εύλογα κανείς υποθέτει- αποφάσισε να αυτοανακηρυχθεί αυτοκράτορας των Η.Π.Α. και, κατόπιν, προστάτης του Μεξικού, αντικαθιστώντας την θλιβερή πραγματικότητα της φτώχειας με το μεγαλείο του νέου του τίτλου.
Οι συμπολίτες του Norton δεν αισθάνθηκαν, βεβαίως, απειλή από αυτήν την μονομερή «άνοδο στην εξουσία», κι αντιθέτως καμάρωναν που η πόλη τους αποτελούσε την έδρα του νέου αυτοκράτορα, δημοσιεύοντας μάλιστα τα «διατάγματά» του στις τοπικές εφημερίδες. Από την μεριά του, ο φτωχός ηγεμόνας έδινε το παρόν σε όλες τις κοινωνικές περιστάσεις, από τις θεατρικές πρεμιέρες μέχρι τις μεγάλες εκκλησιαστικές γιορτές και τον εορτασμό του νέου σχολικού έτους. Σε μια εποχή που ο Νέος Ιμπεριαλισμός ζούσε τις δόξες του, με τις ευρωπαϊκές μοναρχίες να μετατρέπονται σε αυτοκρατορίες, μοιράζοντας τον κόσμο σε αποικίες, οι πολίτες του Σαν Φρανσίσκο αποδέχονταν μονάχα έναν μονάρχη, τον φτωχό και άστεγο Norton, με την ταλαιπωρημένη στρατιωτική περιβολή, γεμάτη κρόσια και παράσημα που απένειμε ο ίδιος στον εαυτό του (όπως, άλλωστε, πράττουν όλοι οι μονάρχες). Αυτή η συλλογική διακωμώδηση της εξουσίας, η κριτική στάση του κόσμου στους μεγαλοϊδεατισμούς των εκάστοτε ηγεσιών μου ήρθε στο νου διαβάζοντας για την πτώση και την ανάκαμψη της «αυτοκρατορικής προεδρίας». Όταν ένας νεαρός αστυνομικός υπέπεσε στο σφάλμα να τον οδηγήσει στο τοπικό ψυχιατρικό ίδρυμα, ο Norton πήρε εξιτήριο την αμέσως επόμενη μέρα με το σημείωμα του διευθυντή να αναφέρει: «δεν έχει χύσει σταγόνα αίματος άλλου ανθρώπου, δεν έχει κλέψει κανέναν, και δεν λεηλάτησε καμία ξένη χώρα. γνωρίσματα που τον καθιστούν ανώτερο από τους ομολόγους του».
Λόγια που ηχούν αληθή και σήμερα. Στην κηδεία του Norton προσήλθαν χιλιάδες «υπηκόων» του, για να αποχαιρετήσουν τον αγαπητό τους άστεγο μονάρχη. Η πόλη του Σαν Φρασίσκο τον μνημονεύει ονοματίζοντας δημόσιους χώρους προς τιμήν του. Επιστρέφοντας στην ιστορία του Norton μετά τις εκλογές της περασμένης Τρίτης, έκανα μια σκέψη, κατάτι αισιόδοξη· όσο επιτρέπει η πραγματικότητα. Ακόμη κι αν το εγγύς μέλλον περιλαμβάνει την ανάκαμψη της «αυτοκρατορικής προεδρίας» σε χειρότερη ενδεχομένως εκδοχή, ο Norton παραμένει ο πρώτος και τελευταίος αυτοκράτορας των Η.Π.Α., καθώς και ένα διαχρονικό σύμβολο του σκεπτικισμού των ελεύθερων πολιτών απέναντι στους αυταρχικούς ηγεμόνες και τους αιρετούς μιμητές τους.
* Στην φωτογραφία εικονίζεται η αυτού μεγαλειότης, Norton A’ επιβαίνων το αυτοκρατορικό ποδήλατο, περιστοιχισμένος από πορτραίτα των Richard M. Nixon και Donald Trump.
*Ο Κίμων Βελιτζανίδης είναι φιλόλογος