Ο θάνατος είναι τυφλός

του Γρηγόρη Βιόπουλου Την έβλεπε κάθε πρωί φεύγοντας για τη δουλειά του να ταΐζει τις γάτες της γειτονιάς που μαζεύονταν γύρω από τους κάδους των σκουπιδιών απέναντι από την πολυκατοικία του. Ήταν εξαθλιωμένη, όπως κι εκείνες, φαινόταν σχεδόν μία από εκείνες. Τα ρούχα της ήταν παράταιρα μεταξύ τους και βρώμικα, και τα μαλλιά της ήταν […]

Parallaxi
ο-θάνατος-είναι-τυφλός-11452
Parallaxi
old_woman_and_cats_2_by_emregurten.jpg

του Γρηγόρη Βιόπουλου

Την έβλεπε κάθε πρωί φεύγοντας για τη δουλειά του να ταΐζει τις γάτες της γειτονιάς που μαζεύονταν γύρω από τους κάδους των σκουπιδιών απέναντι από την πολυκατοικία του. Ήταν εξαθλιωμένη, όπως κι εκείνες, φαινόταν σχεδόν μία από εκείνες. Τα ρούχα της ήταν παράταιρα μεταξύ τους και βρώμικα, και τα μαλλιά της ήταν άσπρα ή μάλλον σταχτιά και ακανόνιστα ψαλιδισμένα κοντά. Μιλούσε στις γάτες, καθώς τις τάιζε και καμιά φορά τις έπαιρνε στα χέρια και τις χάιδευε.

Αυτή η εικόνα τού ήταν αποκρουστική. Τον ενοχλούσε η αναγκαστική θλίψη που του προκαλούσε. Την προσπερνούσε πάντα βιαστικός. Ήταν παρ’ όλ’ αυτά μια τυπική καθημερινή εικόνα του. Καθημερινή όπως η πρωινή υγρασία. Ένα πρωί την είχε δει να βγαίνει από το παλιό σχεδόν εγκαταλελειμμένο νεοκλασικό απέναντι από το σπίτι του, κάτω από το Διοικητήριο. Το κτίριο αυτό ήταν εμφανώς σε κατάσταση που δεν μπορούσε να κατοικηθεί. Ήταν γκρεμισμένο και καμένο εσωτερικά, όπως φαινόταν από τα γυμνά του κουφώματα. Είχε σκεφτεί ότι ίσως τάιζε άλλες γάτες εκεί ή ότι έμενε εκεί. Ήταν ένα σπίτι περίεργα τρομακτικό, όπως κι εκείνη. Την ημέρα εκείνη το κάδρο του δρόμου του ήταν διαφορετικό. Οι γάτες ήταν μαζεμένες γύρω από τους κάδους των σκουπιδιών μπροστά από το παλιό σπίτι και νιαούριζαν με τις στριγκές τους φωνές με έναν απόκοσμο, δυσοίωνο τρόπο. Τα σκουπίδια είχαν σχηματίσει βουνό, γιατί ήταν αμάζευτα μέρες. Η γυναίκα δε φαινόταν πουθενά. Πέρασε γρήγορα από μπροστά τους και απέφυγε τελευταία στιγμή να πατήσει μια μικρή καφέ γάτα, που τον κοίταξε βγάζοντας κάτι σαν συριγμό και δείχνοντας τα δόντια της. Παλιόγατες πρωί πρωί…, σκέφτηκε, και ταραγμένος από τη πρωινή αυτή αναστάτωση της πανίδας της γειτονιάς συνέχισε το δρόμο για τη δουλειά του.

Λίγο πιο κάτω στο ύψος της Αρχαίας Αγοράς σκόνταψε πάνω σε έναν ζητιάνο, που καθισμένος στο πεζοδρόμιο έτεινε το χέρι για χρήματα. Κόντεψε να πέσει. Κρατήθηκε από τον τοίχο, κοντοστάθηκε και του ξέφυγε ενστικτωδώς μια βρισιά. Ο ζητιάνος, μόλις τον άκουσε, τον έβρισε κι αυτός και του πέταξε κάτι σαν πέτρα, που τον βρήκε ελαφρά στην πλάτη. Γυρίζοντας προς το μέρος του και κοιτώντας τον για πρώτη φορά, κατάλαβε ότι ήταν τυφλός. Δεν ήταν πολύ μεγάλος στην ηλικία, ήταν καθαρός και φυσιολογικά ντυμένος, και φορούσε καφέ γυαλιά ηλίου. Η όψη του, αν και θυμωμένη, καθώς έβριζε ακόμα, ήταν ευγενική. Απομακρύνθηκε, αφήνοντάς τον στην γωνία καθισμένο ακόμα κάτω. Συγκράτησε την φωνή του ζητιάνου να λέει,…τέτοιο σκοτάδι να σε βρει…

Την επομένη το πρωί ήρθε αντιμέτωπος με το ίδιο σκηνικό μπροστά από το νεοκλασικό. Υπήρχε όμως μια αίσθηση έντασης. Οι γάτες ήταν περισσότερες, ήταν μαζεμένες πάνω στο σωρό των σκουπιδιών, και ούρλιαζαν ενοχλητικά. Η γυναίκα δεν φαινόταν πουθενά, για δεύτερη μέρα. Συνέχισε το δρόμο του, είχε απομακρυνθεί αρκετά, όταν ξαφνικά άκουσε μια τσιριχτή γυναικεία φωνή. Γύρισε να κοιτάξει πίσω του και είδε ανθρώπους να τρέχουν προς την κατεύθυνση μιας γυναίκας που στεκόταν μπροστά από το σωρό των σκουπιδιών. Κατευθύνθηκε πάλι προς τα εκεί και καθώς πλησίαζε είδε έναν άνδρα να προσπαθεί να την ηρεμήσει και έναν άλλο να τραβάει από το σωρό ένα χέρι. Όταν πήγε πιο κοντά, είχαν φέρει στην επιφάνεια τη γυναίκα που τάιζε τις γάτες, μάλλον νεκρή. Είχε ήδη μαζευτεί κι άλλος κόσμος και επικράτησε μια υπόκωφη αναστάτωση καθώς όλοι συγκεντρώνονταν πάνω από το πτώμα. Ήταν καμιά δεκαπενταριά άνθρωποι. Κάποιοι έσπευσαν να καλέσουν την αστυνομία από τα κινητά τους. Κάποιοι προσπαθούσαν να διώξουν μακριά τις γάτες που δεν έφευγαν με τίποτα.

Εκείνος απομακρύνθηκε. Ήταν σοκαρισμένος. Συνέχισε να κατεβαίνει προς το κέντρο και στρίβοντας από την ίδια γωνία, όπως και την προηγούμενη μέρα, συνάντησε τον τυφλό ζητιάνο καθισμένο στο πεζοδρόμιο. Σταμάτησε για λίγο μπροστά του σαστισμένος, που τον έβλεπε για δεύτερη φορά, και μάλιστα τόσο νωρίς το πρωί σε ένα σημείο που δεν ήταν καν πέρασμα. Ο τυφλός δεν έδειξε να αισθάνθηκε την παρουσία του. Αυτός πέρασε από μπροστά του, αλλά μετά δυο βήματα γύρισε πίσω και του άφησε κάτι ψιλά στο χέρι και έκανε να φύγει βιαστικά. Πίσω του τον άκουσε να λέει… τέτοιο σκοτάδι να σε βρει…και να γελάει με ειρωνεία. Άρχισε να τρέχει. Φτάνοντας λίγο πιο κάτω και καθώς ήταν έτοιμος να περάσει το δρόμο, πετάχτηκε ανάμεσα στα πόδια του μια γάτα και ένα διερχόμενο αυτοκίνητο, που δεν πρόλαβε να σταματήσει, τη χτύπησε. Ακούστηκε ένας γδούπος και η γάτα προσγειώθηκε στο απέναντι παρκάκι. Ο οδηγός είχε σταματήσει παρακάτω. Αυτός πέρασε απέναντι στο πάρκο και προχώρησε προς την χτυπημένη γάτα. Ήταν η μικρή καφέ γάτα, που παραλίγο να πατήσει την προηγουμένη. Καθώς την κοιτούσε σκέφτηκε ποιος μπορεί να είχε σειρά.

Την επόμενη μέρα δεν συνάντησε τη γυναίκα που τάιζε τις γάτες. Παρατήρησε ότι δεν υπήρχαν καν γάτες στο δρόμο του, όπως συνήθως. Δεν συνάντησε ούτε τον τυφλό στη γνωστή του θέση.

Το επόμενο πρωί κατέβηκε από το σπίτι του με μια σακούλα γατοτροφή την άνοιξε στο σημείο που πήγαινε η γυναίκα και περίμενε να έρθουν οι γάτες να φάνε. Οι γάτες μαζεύτηκαν ξανά. Το κάνει κάθε πρωί από τότε.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα