O θάνατος του κλασικού

Χτες βράδυ πήγα σε ένα μαγαζί που θεωρούνταν  πάντα κλασικό. Τις νύχτες του τις προσκυνήσαμε για χρόνια, οι ιδιοκτήτες του έστησαν μερικά μυθικά μαγαζιά στην πόλη, από αυτά που έγραψαν την εναλλακτική ιστορία της διασκέδασης. Μαγαζιά θρύλους που η έννοια κέφι ήταν έτη φωτός μακριά από την εμπορευματοποίηση. Στην αρχή της σεζόν είδα έξω από […]

Γιώργος Τούλας
o-θάνατος-του-κλασικού-41492
Γιώργος Τούλας
1.jpg

Χτες βράδυ πήγα σε ένα μαγαζί που θεωρούνταν  πάντα κλασικό. Τις νύχτες του τις προσκυνήσαμε για χρόνια, οι ιδιοκτήτες του έστησαν μερικά μυθικά μαγαζιά στην πόλη, από αυτά που έγραψαν την εναλλακτική ιστορία της διασκέδασης. Μαγαζιά θρύλους που η έννοια κέφι ήταν έτη φωτός μακριά από την εμπορευματοποίηση.

Στην αρχή της σεζόν είδα έξω από το μαγαζί να μπαίνουν κάτι περίεργες ταμπέλες, Κάτι φωτογραφίες και γραμματοσειρές που παρέπεμπαν σε μαγαζί της εθνικής οδού. Στο site του μαγαζιού  όμως, που έμεινε στον παλιό καιρό γράφει:

‘’ Σπάνιες φωνές της Θεσσαλονίκης ερμηνεύουν τα πιο αγαπημένα λαϊκά και έντεχνα τραγούδια. Ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο, σε μια μουσική σκηνή που θυμίζει τις παλιές καλές μπουάτ, από όπου ξεπηδούσε πλήθος ταλαντούχων καλλιτεχνών’’.

Χτες βράδυ λοιπόν που βρέθηκα εκεί, το έξω, βρήκε τη συνέχεια του στο μέσα και η περιγραφή του site έμοιαζε από άλλη εποχή. Το μαγαζί ανακαινίστηκε χάνοντας κάθε αισθητική διαφορετικότητα που είχε, στην πίστα 4 άφωνα αγόρια και κορίτσια που με δυσκολία τα ξεχώριζες και το πρόγραμμα βγαλμένο από λαικοπόπ ριάλιτι της τηλεόρασης. Στα τραπέζια, θαμώνες ποτισμένοι με το μύρο της προηγούμενης αναιδούς εποχής του εύκολου χρήματος, σήκωναν επιδεικτικά τα κινητά και τραβούσαν βίντεο με τις καλλίγραμμες, πλην όμως ατάλαντες κοπέλες που αποθεώνονταν.

Φύγαμε κακήν κακώς, από ένα μέρος που δεν ξεκολλούσαμε παλιά πριν ξημερώσει, με μια αίσθηση καταστροφής. Μπορώ να αντιληφθώ την απόφαση του ιδιοκτήτη να μεταλλάξει ένα τόπο προσκυνήματος μιας άλλης εποχής σε κάτι που μπορεί να αποδίδει σήμερα. Έστω τις τρεις μέρες που είναι πια ανοικτό. Δεν μπορώ όμως να καταλάβω τι είναι αυτό που κάνει σε τούτη την πόλη να μην αντέχει τίποτε κλασικό στο χρόνο.

Προσπαθώ να σκεφτώ τα πράγματα που έμειναν ανέγγιχτα στο χρόνο. Και όταν λέω ανέγγιχτα δεν εννοώ να μην ανακαινιστούν, να μη φρεσκαριστούν. Εννοώ να μη χάσουν την μοναδικότητα τους, το στιλ που τα καθιέρωσε, την εφευρετικότητα τους να αναδεικνύουν πράγματα που οδήγησαν τη νύχτα μπροστά. Υπήρξαν στη νύχτα της πόλης μαγαζιά θρύλοι για τα οποία κάποτε μιλούσε όλη η χώρα. Από blues bar και live σκηνές μέχρι μπουάτ που ξεκίνησαν μεγάλες φωνές.

Δεν έχει απομείνει απολύτως τίποτε. Ούτε ένα σημείο αναφοράς, ένας που να συνεχίζει την ιστορία… Όπου και αν ταξιδέψεις στον κόσμο από τη νέα Υόρκη μέχρι το Δουβλίνο, υπάρχουν στέκια που παραμένουν ακέραια, συνεχίζουν το μακρύ ταξίδι της μύησης των νέων ανθρώπων σε όσα συγκίνησαν κάποτε τους παλιούς. Το κείμενο αυτό δεν έχει την έννοια της νοσταλγίας. Το γράφω γιατί με θυμώνει που και το κοινό αδιαφορεί πλέον χάρη στην τηλεοπτική του παιδεία, να γνωρίσει όσα αυθεντικά μπορεί να ξέμειναν στη λαίλαπα της καταστροφής και οι μαγαζάτορες, που κάποτε δεν έγραψαν απλά ιστορία, αλλά έβγαλαν και λεφτά από τα μαγαζιά αυτά, σήμερα αρνούνται να συντηρήσουν το μύθο αλλάζοντας τους τα φώτα. Στη Θεσσαλονίκη η έννοια του κλασικού είναι άγνωστη λέξη.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα