Ο τρόμος θα σε βρει στο κάμπινγκ μέσα
Του Κωστή Ζαφειράκη Το κάμπινγκ είναι πλέον κοινωνικό status- το λένε και οι οικολόγοι αλλά και οι οικονομολόγοι. Ωραίο έργο το «Ξυπόλητοι στο πάρκο», όταν όμως «αρχίζουν τα όργανα», ε τότε, καις λίγο φασκόμηλο να σκορπίσει το κακό. Πώς ταλαιπωρεί ο Κλάιβ Μπάρκερ τους ήρωές του; Αυτό… και κάτι ακόμα πιο εφιαλτικό με ολίγον από […]
Του Κωστή Ζαφειράκη
Το κάμπινγκ είναι πλέον κοινωνικό status- το λένε και οι οικολόγοι αλλά και οι οικονομολόγοι. Ωραίο έργο το «Ξυπόλητοι στο πάρκο», όταν όμως «αρχίζουν τα όργανα», ε τότε, καις λίγο φασκόμηλο να σκορπίσει το κακό. Πώς ταλαιπωρεί ο Κλάιβ Μπάρκερ τους ήρωές του; Αυτό… και κάτι ακόμα πιο εφιαλτικό με ολίγον από Τσιφόρο, βεβαίως, για να σπάει το έρεβος.
Μαριχουάνα Στοπ
Τέσσερις ώρες χρειάστηκαν για να στήσουμε τη σκηνή-παλάτι στο χώμα- λες και χτίζαμε αυθαίρετο. Προηγήθηκαν βεβαίως κι άλλες δύο ώρες αναζήτησης της κατάλληλης τοποθεσίας- μαλακό έδαφος, σκιερό περιβάλλον, κοντά στις τουαλέτες, με θέα την βαθιά γαλάζια θάλασσα. Όταν κατορθώσαμε να υψώσουμε την σκηνή στα πόδια της, με μια ψυχολογία ορειβατών που καρφώνουν τη σημαία τους στο Έβερεστ, συνειδητοποίησα ότι μοιραζόμασταν τα ίδια τετραγωνικά γης με άλλους 50- ούτε στην Κίνα τέτοιος υπερπληθυσμός. Όλες οι φυλές του Ισραήλ ήταν εκεί, στο Μαριχουάνα Στοπ του 2014. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά- ένα πολύχρωμο πλήθος σ΄ ένα τσίρκο ψυχών και σωμάτων, σκηνοθετημένο από τον Γιάννη Δαλιανίδη, μπορεί κι από τον μετρ των θρίλερ Τζον Κάρπεντερ. Το’ χα τάμα να ζήσω κι εγώ τη «Νύχτα με τις μάσκες» και την «Ομίχλη» στο ίδιο έργο μέσα- τον Κάρπεντερ μου μέσα.
Οι διπλανοί μας- κι ομοκρέβατοι μας (που να ξεχωρίζεις τώρα ποιος κοιμάται πού)- μια τετραμελής οικογένεια από την Κοζάνη, είχαν μόλις ανακαλύψει την γοητεία του μπάρμπεκιου κι έκαιγαν μέρα νύχτα τα κάρβουνα- μέχρι και τα μαγιό τους στέγνωναν στη σχάρα. Παρακάτω, στο δεξί μου ώμο από πάνω, είχαν παρκάρει το τροχόσπιτό τους δυο ζευγάρια 50άρηδων, με έφεση στον γυμνισμό, την μπιρίμπα και τον Τζον Γουότερς: είχανε ντύσει το χώμα με χλοοτάπητα, δυο τηλεοράσεις έπαιζαν η μία πλάι στην άλλη, ένα πλυντήριο έστυβε ασπρόρουχα κι ο άνδρας σηκωνότανε κάθε τρεις και λίγο και χόρευε ζεϊμπέκικο ή ό, τι άλλο, τέλος πάντων, του τραγουδούσε ο Λευτέρης Πανταζής- τέτοιο comeback είχε χρόνια να ζήσει ο πλανήτης. Μια ανάσα πιο κει, δέκα πιτσιρικάδες έπαιζαν ποδόσφαιρο, μια φιλόδοξη ψυχαναλύτρια διάβαζε Λακάν, μια απογοητευμένη έριχνε Ταρό κι ένας θεολόγος προσπαθούσε να ακούσει από το ραδιοφωνάκι του τις εθνικοπατριωτικές δηλώσεις του Άνθιμου για τους Τούρκους τουρίστες που αριβάρουν στην Θεσσαλονίκη. Στην αρχή σκέφτηκα σαν τον Γούντι Άλεν κι είπα ότι ο Θεός λείπει σε διακοπές στην Πάτμο, άρα δεν υπάρχει περίπτωση να ασχοληθεί μαζί μας, καλοκαιριάτικα. Με το που άρχισε να νυχτώνει όμως, το θρίλερ απέκτησε και χιτσκοκικό ενδιαφέρον: μια κυρία εξαφανίστηκε. Αργότερα μάθαμε ότι είχε πάει οχτώ σκηνές πιο κάτω για να δανειστεί σαμπουάν, αλλά στη διαδρομή, της την έπεσε ένας Σουηδός ορνιθολόγος κι αυτή τόλμησε μαζί του την απιστία, την ώρα που ο άνδρας της έψηνε στο γκριλ φιλετάκια κοτόπουλου. Τέτοια ορνιθολογική ειρωνεία, ούτε στις αρχαίες τραγωδίες. Για να δραπετεύσω από την πολυκοσμία, πήρα τον δρόμο προς την αμμουδιά, όπου με περίμεναν πως και πως! Ποιοι δεν έχει σημασία. Βρέθηκα, λοιπόν, ξαφνικά να κουβαλάω καφάσια παγωμένες μπύρες και να κουβεντιάζω με δεκαπέντε αγνώστους για τους εξωγήινους και τα μυστήρια των πυραμίδων. Μου άρεσε το θέμα κι έτσι ξενύχτησα μαζί τους κολυμπώντας ως τα χαράματα σε μια θάλασσα Heineken.
Οι Γερμανοί ξανάρχονται
Κατά τις 10- ένα, κάποιο πρωινό η Παναγιά μου, με βρήκαν να κοιμάμαι πάνω σ’ ένα βράχο, μόνος με μια Γερμανίδα γαντζωμένη στο λαιμό μου, σα μενταγιόν. Ούτε που θυμάμαι τι κάναμε και πως δεθήκαμε τόσο πολύ. Το μόνο που με ανησυχεί είναι ότι λαμβάνω εδώ και δυο μέρες κάτι σκοταδιστικά e- mail από το Μόναχο. Χώρια που έχω αρχίσει και μιλάω τα γερμανικά σαν την μητρική μου γλώσσα. Auch ein blindes huhn findet mal ein korn (ακόμα και η τυφλή κότα βρίσκει κάποτε ένα σπόρο).
Με τα μυαλό μου σε κατάσταση Φόρεστ Γκαμπ και το σώμα βαρύ, λες κι έσκαβα όλη νύχτα, άρχισα να ψάχνω για τη σκηνή μας, να ανταμώσω ξανά με τους φίλους μου. Αν είχα το κινητό μου μαζί, θα τηλεφωνούσα σίγουρα στον πνευματικό μου, γιατί σε τέτοιο διανοητικό τούνελ πρώτη φορά έμπαινα. Σκέφθηκα να ζητήσω την βοήθεια από το ελικόπτερο της Εξπρές Σέρβις που έκοβε βόλτες πάνω από το μαλλιά μου, κι άρχισα να τους κάνω νοήματα, σαν τους ναυαγούς, αλλά οι άνθρωποι, στα λογικά τους όλοι, μου πέταξαν ένα διαφημιστικό αυτοκόλλητο για το αυτοκίνητο και χάθηκαν στον ορίζοντα. Όταν βρήκα τους δικούς μου, αραχτούς σ’ ένα beach bar, έβαλα τα κλάμματα που μπήκα επιτέλους σε γνώριμα χωρικά ύδατα. Είχαν περάσει κιόλας τρεις ημέρες από την άφιξή μας στο κάμπινγκ κι από την αλμύρα, το χώμα και την αλουσιά ζύγιζα δυο κιλά παραπάνω. Ένας φωτογράφος με είδε και ζήτησε να με φωτογραφήσει για την επόμενή του έκθεση, με θέμα τους σύγχρονους Ροβινσώνες. Πόζαρα. Μετά άρχισαν οι ουρές της εφορίας: ουρά για να πλύνω τα δόντια μου, για να λουστώ, για να αγοράσω μια τυρόπιτα. «Think pink» σκέφτηκα κι έπιασα να μουρμουρίζω κάτι από Βαγγέλη Γερμανό- για να μην ξεχνάμε και την Γερμανίδα. Η απότομή είσοδός μου στον πολιτισμό, μου δημιούργησε ένα συναισθηματικό κενό αέρος, αλλά το ξεπέρασα πάραυτα, ουρλιάζοντας από πανικό, όταν πετάχτηκε μπροστά μου μια δεντρογαλιά, μπορεί να ήταν και πύθωνας, δεν θυμάμαι, τα’ χω χαμένα. «Σε κάμπινγκ βρίσκομαι Θεέ μου ή στον Ναό του Κακού;». Την απάντηση μου έδωσε αμέσως μια πορτοκαλί ανατριχιαστική φιγούρα που μοίραζε φυλλάδια για ένα ταντρικό πάρτι στην ακρογιαλιά. Ο πνευματικός μου, πάντως, με το που άρχισα να του απαριθμώ τα βάσανα μου/ ένα φορτίο, μ’ ορμήνεψε να φύγω για Μόναχο, μπας και λυθούν επιτέλους τα γερμανικά μάγια της Ούλρικε…θυμήθηκα και το όνομα της Γερμανίδας.