Ωδή στο χάος
του Νίκου Βράντση Εικόνα: Θανάσης Σταθόπουλος Όταν ήμουν μικρός, έφηβος ακόμα και αρκετά μπερδεμένος για να σταθώ όρθιος σε ‘κείνον τον ρευστό κόσμο των μοναχικών αναζητήσεων έχτισα ένα πελώριο Εγώ. Ένα Εγώ – οχυρό απέναντι στους γονείς που ήθελαν να με πλάσουν όταν άρχισα να σκληραίνω, απέναντι στους φίλους που ακουμπούσαν τις χορδές μου. Αυτές […]
του Νίκου Βράντση Εικόνα: Θανάσης Σταθόπουλος
Όταν ήμουν μικρός, έφηβος ακόμα και αρκετά μπερδεμένος για να σταθώ όρθιος σε ‘κείνον τον ρευστό κόσμο των μοναχικών αναζητήσεων έχτισα ένα πελώριο Εγώ. Ένα Εγώ – οχυρό απέναντι στους γονείς που ήθελαν να με πλάσουν όταν άρχισα να σκληραίνω, απέναντι στους φίλους που ακουμπούσαν τις χορδές μου. Αυτές οι χορδές τότε ήταν τόσο ευαίσθητες που ένα και μόνο άγγιγμα παρήγαγε έναν πόνο ανατριχιαστικό και φθoροποιό. Έναν πόνο που αργότερα θα εκτιμούσα βαθύτατα. Διότι δίχως πόνο δεν υπάρχει πληγή. Και δίχως πληγή δεν υπάρχει δημιουργία.
Δεν ήμουν έτσι μόνο εγώ. Η εφηβεία είναι άλλωστε η ηλικία των Εγώ- ζόμπι. Στοιβαγμένα σε σχολικές αίθουσες συναντώνται και υποφέρουν σε μια τσιμεντένια αυλή, σε βαρετές τάξεις, σε καλοκρυμμένα καπνιστήρια αλητήριων. Και ύστερα χάνονται.
Το εγώ μου ήταν τόσο ισχυρό που είχα αρχίσει να κακοβλέπω τον κόσμο γύρω μου. Τον υποψιαζόμουν για συνωμότη. Ήταν ένας κόσμος που δεν υπήρχε αλλά φτιαχνόταν επιτόπου όσο προχωρούσα με μια ταχύτατη σκηνοθεσία, με μια μόνο σκηνή, δίχως βάθος. Το βάθος της ήταν το στενό μου οπτικό πεδίο. Πιο πέρα από αυτό κόσμος δεν υπήρχε. Η σκηνή είχε ξεστηθεί. Δεν είχε λόγο ύπαρξης. Δεν ήμουν εγώ εκεί για να της δώσω νόημα.
Πολλές φορές ήμουν σίγουρος πώς όλος ο κόσμος φτιαχνόταν γύρω από τον εαυτό μου. Οι άνθρωποι σιγοψιθύριζαν και κρυφοκοιτούσαν. Όλα όσα σκεφτόμουν σύντομα τα συναντούσα. Δεν μπορούσε να είναι σύμπτωση. Ίσως όλες οι σκέψεις μου είχαν προκαθοριστεί, προρυθμιστεί. Ίσως ήμουν ένα πείραμα. Και όλα αυτά πριν δω το Truman Show.
Μερικές φορές έπαιζα με τους μέρμηγκες. Όπου και αν πήγαιναν όρθωνα ένα τείχος βάζοντας μπροστά τους το μολύβι μου, διακόπτοντας την πορεία τους. Κόντεψαν να τρελαθούν αυτά τα μυρμήγκια. Ίσως και να τρελάθηκαν. Ίσως για να σώσουν το μυαλό τους σκέφτηκαν πώς είχαν την ικανότητα να σέρνουν ένα ολόκληρο μολύβι με το σώμα τους. Κάποια εγωκεντρικά μυρμήγκια σίγουρα θα θεώρησαν πως το μολύβι ακολουθούσε το κορμί τους.
Δύσκολη η εφηβεία. Αλλά και ο εγωισμός απαραίτητος. Πρέπει να πιστέψεις στο Εγώ σου. Στην ικανότητά σου να αλλάξεις τον κόσμο, να τον πιάσεις, να τον στύψεις, να τον στρίψεις, να του ξεφύγεις. Γι΄ αυτό είναι η ηλικία αυτή τόσο δύσκολη αλλά και τόσο όμορφη.
Έπειτα μεγάλωσα. Όχι πολύ. Τόσο όσο χρειάζεται το Εγώ για να μικρύνει. Αυτή η διαδικασία της σμίκρυνσης έχει μια άλλη γοητεία. Την γοητεία του χάους. Είναι πια το μόνο νόημα που μπορεί να υπάρχει σε έναν κόσμο όπου πέθανε και ο Θεός και το Εγώ.
Τις προάλλες κοιτούσα την πόλη από τα κάτω. Από έναν σημείο που μου επέτρεπε να βλέπω τρεις παραλλήλους κεντρικούς δρόμους να διχοτομούνται από άλλες ευθείες που σχημάτιζαν τρίλιζες και ορθές γωνίες. Δρόμους με όλη τη συμφόρηση. Μπροστά μου αυτοκίνητα, καυσαέριο, κόσμος και «μαλάκες» να αλληλομουντζώνονται και να ανταλλάσουν γαλλικά. Στα πεζοδρόμια φοιτητές να πηγαινοέρχονται και ν΄ ανταμώνουν τα βλέμματά τους με την ελπίδα ότι κάποιο θα σταθεί, θα στραβολαιμιάσει και θα ταιριάξει στο δικό τους. Η πιθανότητα για ένα καλό γαμήσι. Ακόμα καλλίτερα για έναν έρωτα. Βλέμματα που ζητούν την ηδονή και τον πόνο. Είναι η στιγμή που πρέπει να αισθανθούν. Έπειτα άλλα αμάξια, κόκκινα και κίτρινα φώτα, κακάσχημα κτήρια και πλήθη στην αναμονή των καθυστερημένων λεωφορείων.
Κτήρια με δωμάτια φωτισμένα και αφώτιστα. Με πατζούρια ανοιχτά και άλλα κατεβασμένα. Τα περισσότερα κατεβασμένα. Κτήρια με μεγαλύτερο εκείνο που στεγάζει τους συνεπείς και διαβαστερούς φοιτητές. Εκεί στη Σβώλου σα να τους βλέπω. Σα να μην υπάρχουν τοίχοι. Κάποιοι τώρα έχουν κουραστεί και έχουν απιθώσει το κεφάλι τους βαρύ σε ένα τραπέζι δίπλα από βιβλία, μολύβια και ένα ζευγάρι γυαλιά. Άλλοι κοιτούν τους λιποτάκτες με θυμηδία. Όταν οι λιποτάκτες σηκώσουν ξανά το κεφάλι να συνεχίσουν τον αγώνα θα έχουν αποτυπωμένες στο κούτελό τους τις αδιόρατες ανωμαλίες ενός φαινομενικά ίσιου τραπεζιού. Ένα κοκκινάδι και μια ενόχληση θα τους βασανίσει για λίγο και έπειτα θα το ξεχάσουν.
Χιλιάδες άνθρωποι μπροστά μου. Να και ένα λεωφορείο. Πόσα λεωφορεία ταξιδεύουν κάπου εδώ κοντά και δεν μπορώ να τα δω; Και πόσους ανθρώπους δεν μπορώ να δω μέσα σε αυτά τα λεωφορεία. Αυτή τη στιγμή που εγώ σκέφτομαι τι κάνουν, αυτοί παίζουν το παιχνίδι των βλεμμάτων στην πιο πλούσια θεατρική σκηνή της πόλης. Το λεωφορείο. Χώρος σιωπής και δήθεν χαμένων όψεων. Φοβισμένα βλέμματα που τρέμουν μπας και δουν φευγαλέα μια ενδιαφέρουσα ματιά και βρεθούν πολύ κοντά της για να την αγνοήσουν δίχως να αισθανθούν δειλοί.
Πόσους ανθρώπους αγνοώ σε αυτήν την πόλη και πόσοι με αγνοούν; Τουλάχιστον εγώ τους σκέφτομαι ως άτομα του πλήθους, ως κομμάτια της αταξίας. Αυτοί; Με συλλογίζονται καθόλου;
Έφυγα από τον εαυτό μου. Είδα το λατρεμένο αστικό χάος. Σκέφτηκα εκείνο το πελώριο τοτινό εγώ και το αντιπαρέβαλλα με τον τωρινό μου ανούσιο εαυτό. Μια κουκκίδα σκόνης σε ασφαλτοστρωμένους δρόμους και τσιμέντα. Το σκηνικό είναι πολύ μεγάλο για να χει στηθεί μόνο για μένα. Αφήστε που κανείς πια δεν με κοιτά. Εγώ στο χάος, μια μικρή κουκκίδα, τίποτα. Δεν είμαι εγώ. Είμαι μια μικρή στιγμή του χάους που αφουγκράζεται τον εαυτό του. Αλλά ότι διώχνω από την πόρτα γυρνά απ’ το παράθυρο. Ο εγωισμός επιστρέφει ύπουλα.
Σκέφτομαι διάφορα, ανήθικα. Πόσο μου αρέσει ο πόνος, ο έρωτας, το κακό. Είναι το νόημά μου. Δίχως αυτά δεν υπάρχει τίποτα ενάντια στο οποίο να πολεμήσεις. Ευτυχώς είναι ανεξάντλητα. Αίμα, ιδρώτας, δάκρυ και σπέρμα. Πάντα υγρές είναι οι αιτίες του πόνου και της ηδονής. Όχι είναι αλήθεια δεν με ενοχλεί ο πόνος. Το μόνο που με στοιχειώνει είναι ότι στερήσαμε σε κάποιους τη δυνατότητα να εισέλθουν στο χάος. Το μόνο που με φοβίζει είναι η τάξη. Φοβάμαι εκείνους τους ψυχοπαθείς που θέλουν να βάλουν μια τάξη ψάχνοντας σαν τον Φρανκ για μια άγνωστη αρμονία ενός άλλου αιώνα. Όχι εγώ θα επιμείνω στην απολογία του χάους. Ωδή στον ανεξάντλητο χάος. Υπεράσπιση όσων ζητούν να το επιδεινώσουν. Ας ενδώσουμε στο χάος.
Βγείτε στον δρόμο, συναντηθείτε, μιλήστε, βρίστε, καυλώστε, ουρλιάξτε, μαλώστε, λουφάξτε, δειλιάστε, αναθαρρήστε, γράψτε, ραδιοφωνήστε, κάντε ομάδες, διεκδικήστε. Γίνετε μπάλες του μπιλιάρδου και χτυπηθείτε. Και απολαύστε το. Το χάος είναι το μόνο που έχουμε. Και είναι ωραίο. Και έχει τάξη.