Οδοιπορικό με σφιγμένη καρδιά στην καμένη Αττική
Έναν μήνα μετά, στον τόπο των 96 αδικοχαμένων ψυχών.
Εικόνες: Τζάκο Λεβή
Οι λέξεις ήταν από καιρό γραμμένες και περίμεναν. Ο νους δεν πρόφταινε να συλλάβει τα αλλεπάλληλα ανθρώπινα χτυπήματα, την υπερκομματική ανεπάρκεια της κεντρικής και αποκεντρωμένης διοίκησης και τη μιντιακή σαθρότητα.
Ήτανε όμως Κυριακή 19 του Αυγούστου όταν αποφάσισα να βρεθώ ιδίοις όμμασι μπροστά σε όλα αυτά που γέμισαν τις οθόνες και τις εφημερίδες μας τον τελευταίο μήνα.
Ήθελα έστω και λίγο να βοηθήσω τους νεαρούς εθελοντές που σιτίζουν και μοιράζουν είδη πρώτης ανάγκης σε οικογένειες που έχουν πληγεί από τον πύρινο όλεθρο.
Ξεκινώντας από Νέο Βουτζά, ανέβηκα στο Λύρειο, το ορφανοτροφείο και γηροκομείο της Εκκλησίας που δέσποζε με την ομορφιά του και τη τοποθεσία του.
«Μόνοι μας βγάλαμε τους ανθρώπους χωρίς καμία βοήθεια έχοντας κιόλας 3 κατάκοιτους ηλικιωμένους οι οποίοι δεν μπορούσαν μόνοι τους. Θα γκρεμιστεί και θα φτιαχτεί ξανά από την αρχή», τόνισε μια κυρία που βρισκόταν εκεί.
Το μεγάλο κτίριο, το γηροκομείο, κάηκε ολοσχερώς, μαζί του και πολλές εκτάσεις περιμετρικά του χώρου. Η διασωθείσα από όσο πρόσεξα εκκλησία φαντάζει όαση και ελπίδα. Τα εναπομείναντα δέντρα και τα γλυκά σκυλιά της περιοχής περιμένουν την αναγέννηση και την επιστροφή του κόσμου σε ένα γαλήνιο και ζεστό μέρος όπως ήτανε.
Κοιτώντας από ψηλά και γύρω γύρω αδυνατείς να φανταστείς τι έγινε εκείνο το κολασμένο απόγευμα. Σπίτια κατεστραμμένα δίπλα σε σπίτια ανέπαφα. Λες και η πύρινη λαίλαπα έπαιζε παιχνίδια με τις ζωές και τις περιουσίες των ανθρώπων.
Κατεβαίνοντας προς τα κάτω και πλησιάζοντας προς το Μάτι, η δυστυχία αυξάνει. Η σιωπή βρίσκεται παντού έχοντας πνίξει τόσο εκκωφαντικά κάθε άυλη, υλική και νοερή μορφή ζωής. Ακόμη και η ίδια η θάλασσα έχει σιγήσει. Η βία της φωτιάς έχει κυριεύσει τις γειτονιές και κάθε άθικτη έκταση μοιάζει ξένη σε ένα βουβό μαύρο τοπίο.
Κοιτώντας τριγύρω, με παντελή αδυναμία να συνειδητοποιήσω τι βλέπω, μια κυρία με μάσκα με ρωτά: Ψάχνετε κάτι;
Εντελώς αβίαστα πιάσαμε τη κουβέντα.
Εμφανώς ταλαιπωρημένη και συγκλονισμένη μου μετέφερε εικόνες από τη μαρτυρική Δευτέρα στις 23 του Ιούλη.
«Το ήξερα ότι ήταν μια κακή μέρα από το πρωί. Κάθε χρόνο έχουμε πυρκαγιές αλλά αυτό ήταν κάτι άλλο. Έβλεπα τον άνεμο να κάνει στροβίλους. Είχα τη τσάντα μου έτοιμη στη πόρτα και πηγαινοερχόμουν, μου έλεγε ο άντρας μου δεν με άφησες να κοιμηθώ».
Όταν τη ρώτησα για το πότε αντέδρασε και αν μπορούσε να γίνει κάτι για να προλάβει ο κόσμος μου απάντησε: «Έχουμε μετρημένα στο κινητό του γιου μου τις κλήσεις, η φωτιά από το Λύρειο μέχρι εδώ κάτω έκανε 7 λεπτά. Εφόσον η φωτιά δεν σταμάτησε στη Καλλιτεχνούπολη δεν μπορούσε να γίνει κάτι, δεν πρόλαβε ο κόσμος. Εγώ πήρα τη τσάντα μου και με τον άντρα μου μπήκαμε στο αμάξι, έλεγα στους γείτονες “φύγετε, φύγετε”. Γλιτώσαμε τη τελευταία στιγμή ενώ πολλοί γείτονες δεν πρόφτασαν και εγκλωβίστηκαν.
Στο αμάξι άλλαξα ζάντες και λάστιχα, περνούσα μέσα από χωράφια, από όπου έβρισκα και μου έλεγε ο άντρας μου, “πάτα το, πάτα το μη σε νοιάζει το αμάξι ας σπάσει”.
Δεν έχω μείνει ούτε ένα βράδυ εδώ, κάθε μέρα έρχομαι, καθαρίζω και πάω στην Αθήνα. Δεν ακούς ούτε πουλί. Δεν υπάρχει τίποτα.»
Βουρκωμένη, μοιράζεται μαζί μου τη στεναχώρια της για την απώλεια των γλυκών γειτόνων. Κάπου εκεί με χαιρέτισε καθώς έπιανε το σούρουπο και δεν είχε φως για να βλέπει και να καθαρίζει.
Μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι παραπάνω για τη γλυκιά και σοβαρή κυρία.
Μακάρι μιλώντας μαζί μου να ένιωσε λίγο καλύτερα και να συνεχίσει τον δικό της αγώνα σκεπτόμενη ότι ένας άγνωστος, ανώνυμος Θεσσαλονικιός ήταν εκεί και δεν έμεινε αδιάφορος, όπως όλοι μας άλλωστε, για ότι συνέβη 500 χιλιόμετρα μακριά.
Η ζωή σταμάτησε απότομα, σκληρά και άδικα στις περιοχές τούτες.
Η αίσθηση της ανημπόριας συγκλονίζει όταν αναλογιζόμαστε τις τελευταίες στιγμές των αδικοχαμένων ψυχών.
Το Μάτι δεν υπάρχει πια. Η αισιοδοξία κατακρημνίστηκε μαζί με τις οικογένειες των νεκρών και ουδεμία σπιθαμή χαράς δεν μπορεί να φωτίσει τον ασύλληπτο πόνο και τρόμο των συγγενών. Ακόμα και κάθε αισιόδοξη σκέψη ωχριά και αποτυγχάνει.
Είμαι τυχερός που δεν είναι η δουλειά μου να γράφω γιατί ο κόσμος χόρτασε από δακρύβρεχτες αναρτήσεις και καιροσκοπικούς καθωσπρεπισμούς. Το πιο θλιβερό είναι ότι οι ανθρώπινες ψυχές κάηκαν για το τίποτα.
Γιατί;
96 νεκροί αποτελούν μια ακόμα επιβεβαίωση ότι η πολιτική κοιτά μονάχα δημοσκοπήσεις και επερχόμενες εκλογές. Η τακτική της επίρριψης ευθυνών και το εύκολο φταίξιμο στα αυθαίρετα των χρυσών εποχών. Στον αντίποδα, η καταστροφή αυτή είναι μια ευκαιρία την οποία πολλοί περιμένουν να αδράξουν πολιτικά.
Κοινώς, οι αδικοχαμένες ψυχές, σε ένα προάστιο έξω από τη πρωτεύουσα της χώρας, είναι η θυσία της καρεκλοκένταυρης νοοτροπίας. Και το ίδιο ισχύει συθέμελα για το πολιτικό τοπίο τόσο σε κεντρικό όσο και σε αποκεντρωμένο επίπεδο.
Παράλληλα, ένα σαθρό μιντιακό σύστημα εμπορεύεται τον τραγικό θάνατο, τον χαμό και τα δάκρυα. Ρεπόρτερ και παρουσιαστές που τσιγκλούσαν με το δημοσιογραφικό καμτσίκι τους συγγενείς των αγνοουμένων πυροδοτώντας τη θλίψη λες και είχαν μπροστά τους ένα ταύρο που πουλούσε θέαμα.
Η αλληλεγγύη όμως που επέδειξε ο λαός σε ατομικό επίπεδο δίχως στομφώδεις ανακοινώσεις και επωνυμία δωρίζοντας χρήματα, είδη ανάγκης και αίμα. Αυτός είναι ο ουσιαστικός και ίσως ο μόνος πυρήνας που μπορεί να μας οδηγήσει σε κάτι καλύτερο. Πάνω από όλα να μην επιτρέψουμε τον ερχομό της λήθης.
Κλείνοντας, προτού συνεχίσουμε την εγωιστικά προσανατολισμένη μας καθημερινότητα, όντας παραπονούμενοι για όσα δεν έχουμε ή για στιγμές που δεν περάσαμε καλά, ας σωπάσουμε και ας αναλογιστούμε ότι και σήμερα ανοίξαμε τα μάτια μας ενώ κάποιοι άλλοι όχι. Ενώ άνθρωποι που δεν έφταιξαν σε τίποτα και δεν πρόλαβαν να ζήσουν, ούτε να πουν ένα αντίο δεν είναι πια κοντά μας. Άνθρωποι που έλιωσαν από την πύρινη λαίλαπα όσο εμείς έχουμε ακόμα το προνόμιο της ζωής. Και για όσο ακόμα το έχουμε, θα πρέπει να στηρίξουμε αθόρυβα τους συνανθρώπους μας και να πάψουμε να θεωρούμε ότι ο κόσμος περιστρέφεται γύρω μας.