Parallax View

Οδός Ανδρέου Γεωργίου, η μελωδία της παρακμής

Την Ανδρέου Γεωργίου την έζησα ως δρόμο στην ακμή της, στα 90΄ς. Δούλευα τότε στο ραδιόφωνο του Μύλου, τον περίφημο 88,5 και κάθε μέρα περνούσα αρκετές ώρες στη γειτονιά που ήταν ένα συναρπαστικό μεταβιομηχανικό τοπίο που ζωντάνευε κουβαλώντας τις μνήμες από το θρυλικό Μπεχτσινάρι, όπως λεγόταν η γειτονιά τα παλαιότερα χρόνια. Ο δρόμος ήταν άγνωστος […]

Γιώργος Τούλας
οδός-ανδρέου-γεωργίου-η-μελωδία-της-πα-8849
Γιώργος Τούλας
29.jpg

Την Ανδρέου Γεωργίου την έζησα ως δρόμο στην ακμή της, στα 90΄ς. Δούλευα τότε στο ραδιόφωνο του Μύλου, τον περίφημο 88,5 και κάθε μέρα περνούσα αρκετές ώρες στη γειτονιά που ήταν ένα συναρπαστικό μεταβιομηχανικό τοπίο που ζωντάνευε κουβαλώντας τις μνήμες από το θρυλικό Μπεχτσινάρι, όπως λεγόταν η γειτονιά τα παλαιότερα χρόνια.

Ο δρόμος ήταν άγνωστος σχετικά στο πρόσφατο παρελθόν έγινε γνωστός στους κατοίκους της Θεσσαλονίκης με το άνοιγμα του Μύλου στις αρχές της δεκαετίας του ’90.

Ο Μύλος με ιστορία μεγάλη, έκανε την Ανδρέου Γεωργίου προορισμό. Στα 1924 δυο πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, διαλέγουν το Μπεχτσινάρι, μια περιοχή στις παρυφές της πόλης, προς τα δυτικά για να χτίσουν ένα Μύλο. Θα έμοιαζε με κείνον που διέθεταν οι οικογένειες τους στην πατρίδα. Κοντά στο λιμάνι και στα τρένα. Πέρασε σύντομα στα χέρια του Αλλατίνη και δούλεψε, παραμένοντας γνωστός ως Μύλος Χατζηγιαννάκη, μέχρι το 87. Η άσπρη ιστορία του βαμμένη αλεύρι, τέλειωσε κάπου εκεί. Το χειμώνα του 89, μια νύχτα στο θρυλικό τζαζ κλαμπ Παραρλάμα πίσω από το Ράδιο Σίτυ, ο ιδιοκτήτης του Νίκος Στεφανίδης, μας εξομολογήθηκε ένα τρελό σχέδιο. Να δημιουργήσει ένα πολυχώρο πολιτισμού στις εγκαταστάσεις του παλιού αλευρόμυλου. Την τελευταία μέρα του Μαΐου του 1991 ο Μύλος ανοίγει τις πόρτες του στο κοινό. Αυτό που αντικρίζει η πόλη είναι ασύλληπτο. Ένας εντυπωσιακός πύργος γεμάτος εκθέσεις, ένα ουζερί που έμελλε να γίνει θρυλικό, μια τρομερή πλατεία για χάπενιγκς και συναυλίες και μια εντυπωσιακή δεκαετής παρέλαση ονομάτων που ποτέ δεν είχαμε αξιωθεί να δούμε live στη Θεσσαλονίκη. Ο Μύλος έγινε προορισμός, έγινε συνήθεια, ραδιόφωνο, τάση. Ανέδειξε πρόσωπα, ομάδες, βοήθησε την πόλη να πάει πιο μπροστά. Το 1993 ο Europa Nostra, ο Οργανισμός για την Προστασία της Ευρωπαϊκής Αρχιτεκτονικής και Φυσικής Κληρονομιάς, του απένειμε τιμητικό δίπλωμα για τη συνολική μετατροπή του βιομηχανικού συγκροτήματος σε σύγχρονο πολιτιστικό και ψυχαγωγικό κέντρο. Μια σειρά περιπέτειες που ακολούθησαν, οικονομικές και άλλες, όπως μια μεγάλη πυρκαγιά, σταδιακά απαξίωσαν το Μύλο και τον δρόμο.

Στα ενδιάμεσα χρόνια ο δρόμος γνώρισε μεγάλη δόξα καθώς το άνοιγμα του Μύλου ακολούθησε η ανακαίνιση του εργοστασίου της Βίλκα που λειτούργησε ως συμπλήρωμα στην ίδια γειτονιά, με γκαλερί, αίθουσες συναυλιών και club, προχωρημένα γκουρμέ και μεξικάνικα εστιατόρια, φεστιβάλ όπως το Reworks και πολλά άλλα. Παράλληλα στο δρόμο άρχισαν να ανοίγουν εναλλακτικά μπαρ για χαρλεάδες, διαφημιστικές εταιρίες, καταστήματα design επίπλων, ένα μπουζουξίδικο η Πύλη Άξιου, παλιοί βιομηχανικοί χώροι να μετατρέπονται σε ενδιαφέροντα νέα project και γενικά ο δρόμος απέκτησε μεγάλη ζωή και δόξα. Μια από τις πιο λαμπρές της ιστορίας του δρόμου ήταν η μετατροπή επί Πολιτιστικής ενός παλιού εργοστασίου του δρόμου σε Μουσείο Κινηματογράφου, με ψυχή τον Απόστολο Παπαγιαννόπουλο να αφιερώνει πολλά χρόνια για την ολοκλήρωση του ωραίου εκείνου project που μετά μεταφέρθηκε στο Λιμάνι.

Τα τελευταία χρόνια όμως που τα ενδιαφέροντα του κόσμου μεταφέρθηκαν σε άλλες γειτονιές και η παρακμή του δρόμου δεν άργησε να έρθει. Το κλείσιμο των περισσότερων επιχειρήσεων που είχαν ανοίξει εκεί, η απόλυτη παρακμή της Βίλκα και η εγκατάλειψη του Μύλου, που προσπαθεί μόνο συναυλιακά πια, το άνοιγμα πορνείων, που τώρα πια λέγονται στούντιο και έχουν κατακλύσει το δρόμο, ακόμα και το παλιό ουζερί της Βίλκα φόρεσε κόκκινο φωτάκι, οι κάθετοι δρόμοι που μοιάζουν με καταυλισμούς και δεν τολμάς να τους διασχίσεις ή να παρκάρεις, καθώς δεκάδες απεγνωσμένοι άνθρωποι κυριολεκτικά κρέμονται από πάνω σου ή από το αυτοκίνητο ζητώντας τα πάντα, οι παρκαδόροι στο δρόμο έξω από το Μύλο που δεν σου επιτρέπουν ούτε να διανοηθείς να παρκάρεις, αλλά κυρίως η αίσθηση ενός επικίνδυνου δρόμου, σκιά του εαυτού του μοιάζει αφόρητη.

Ένας δρόμος που αγάπησε η πόλη για δυο δεκαετίες είναι σήμερα η προσωποποίηση της παρακμής, είναι η τρανή απόδειξη πως τα πιο πολλά πράγματα σε αυτή τη χώρα χτίστηκαν με σαθρά υλικά που δεν άντεξαν στην πρώτη δόνηση.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα