Οδός Μητροπόλεως- Το τέλος της λάμψης
Οκτώβριος 2007. Τέσσερα χρόνια πριν, τέτοιες μέρες σε ένα κατάστημα της Μητροπόλεως που πουλούσε υφάσματα. Περιμένουμε υπομονετικά στην ουρά να εξυπηρετηθούμε. Η υπάλληλος μας προειδοποιεί: Ο μέσος όρος αναμονής εδώ είναι σαράντα λεπτά. Καθόμαστε στα αναπαυτικά σκαμπό και παρατηρούμε το περίβλεπτο πλήθος που χαζεύει τα τόπια. Υπάλληλοι και πελάτες μιλάνε μια αλλόκοτη γλώσσα, χρησιμοποιούν κάτι […]
Οκτώβριος 2007. Τέσσερα χρόνια πριν, τέτοιες μέρες σε ένα κατάστημα της Μητροπόλεως που πουλούσε υφάσματα. Περιμένουμε υπομονετικά στην ουρά να εξυπηρετηθούμε. Η υπάλληλος μας προειδοποιεί: Ο μέσος όρος αναμονής εδώ είναι σαράντα λεπτά. Καθόμαστε στα αναπαυτικά σκαμπό και παρατηρούμε το περίβλεπτο πλήθος που χαζεύει τα τόπια. Υπάλληλοι και πελάτες μιλάνε μια αλλόκοτη γλώσσα, χρησιμοποιούν κάτι νεολογισμούς αδιανόητους, χαριεντίζονται διαρκώς, βγάζουν επιφωνήματα, φιλιούνται στον αέρα. Κάποια στιγμή μας εξυπηρετούν και μας. Η υπάλληλος που αναλαμβάνει να μας σερβίρει μιλά σαν να πουλά κοσμήματα στο Tifany’s. Παρουσιάζει τις κουρτίνες σαν να είναι μπριγιάν. Αν πας να διαφωνήσεις σε κάτι σε επιπλήττει. Σχεδόν ταπεινωτικά. Η πόρτα ανοίγει διαρκώς ο κόσμος που μπαίνει έχει κάτι το ανέμελο στο βλέμμα. Μιλά την ίδια γλώσσα, ακούω μια διάλεκτο εξωπραγματική, οι πιστωτικές παίρνουν φωτιά, ένα μέτρο ύφασμα κοστίζει όσο μια μέρα δουλειάς, κάνεις δεν νοιάζεται. Βγαίνουμε στο δρόμο, θα σας τα στείλουμε όλα στο σπίτι, συνεχίστε τα ψώνια σας ανέμελοι, μας αποχαιρετά η υπάλληλος. Στο πεζοδρόμιο περνούν γυναίκες με το χέρι τσακισμένο, διπλωμένο στα δύο, σαν κουλό, σαν ανάπηρο, στον καρπό στέκονται τσάντες που κοστίζουν μερικές χιλιάδες ευρώ, καθόμαστε για καφέ στη γωνία, κοστίζει πέντε ευρώ, σερβίρουν μαζί βολοβάν, οι παρέες ανταλλάσσουν πληροφορίες για τις νέες τάσεις, κουτιά Prada βγαίνουν από σακούλες, μπότες που κοστίζουν ένα μισθό, οι φίλοι επικροτούν, η Μητροπόλεως λάμπει. Μετά την παρακμή της Τσιμισκή που γέμισε φτηνιάρικες αλυσίδες, όλοι θέλησαν να μετακομίσουν εδώ. Να βρουν πόστο στο δρόμο της ματαιοδοξίας. Ανάμεσα στις νεραντζιές του δρόμου οι βιτρίνες λαμποκοπάνε, κοσμήματα, παπούτσια, υφάσματα. Μια διαρκής πασαρέλα, κόσμος πάει και έρχεται, είναι Σάββατο, μας λένε για τον αέρα που πλήρωσε γνωστός επιχειρηματίας, 300 χιλιάρικα, θα φέρει τα ρούχα τάδε, αλήθεια, αυτό και αν είναι είδηση!
Οκτώβριος 2011. Μητροπόλεως. Το υφασματάδικο δεν υπάρχει πια. Μετράω κλειστά μαγαζιά. Είναι πάνω από είκοσι. Τα κλείνουν νύχτα και εξαφανίζονται. Αφήνουν ενοίκια μηνών απλήρωτα. υπάρχουν σημεία που μοιάζουν με έρημο. Ένα στα πέντε μαγαζιά ανοιχτό. Και αυτό με διαρκείς πρόσφορες. Στις βιτρίνες υπάρχουν ταμπέλες που γράφουν όλα δέκα ευρώ, δεκαπέντε. Πουλάνε τσίτια πια. Φθηνόρουχα. Κάνεις δεν τα αγοράζει. Οι πωλήτριες έχουν απολυθεί. Καμιά δεν μιλάει στο δρόμο εκείνα τα παράξενα ελληνικά. Καμία δεν αποκαλεί την άλλη Θεά. Κάνεις δεν φυλάει στον αέρα. Τα χέρια ίσιωσαν, οι ακριβές τσάντες κρύφτηκαν στις ντουλάπες. Τη θέση των πανάκριβων μπουτίκ παίρνουν πια μίνι μάρκετ. Ο δρόμος της λάμψης έσβησε τα φώτα. Στη μέση του οδοστρώματος σπασμένα κολωνάκια, από αυτά που έβαλε ο δήμος για να ρυθμίσει την κυκλοφορία. Τα λιγοστά αυτοκίνητα τα βράδια τα πατούν με τις ρόδες τους, τα λιώνουν σχεδόν και χάνονται στον ορίζοντα. Σε τρία τέσσερα σημεία της στέκονται ταξιτζήδες. Εκατοντάδες ταξιτζήδες. Άεργοι. Την μετατρέπουν σε μια γιγάντια πιάτσα. Όταν κάποιος πάρει κούρσα ο επόμενος δεν βάζει μπρος, βγαίνει και σπρώχνει το αυτοκίνητο του μια θέση πιο μπροστά. Η βενζίνη δεν επιτρέπει. άσκοπες μετακινήσεις. Ακόμα και οι παλιοί κυρίαρχοι του δρόμου περπατούν με κατεβασμένα τα φτερά. Οι πιο πολλοί χρεοκόπησαν. Μιλούν με τρόμο για μια αυτοκτονία επιχειρηματία. Σε αυτόν το δρόμο. Νυχτώνει στη Μητροπόλεως.
Τα ελάχιστα αναμμένα φώτα στις βιτρίνες μοιάζουν με διαστημόπλοια σε σκοτεινούς πλάνητες. Ένας άστεγος βουτάει σε ένα κάδο, βγάζει κάτι αποφόρια και τα φορά. Ένας δρόμος, δυο εποχές, μια πόλη. Το μόνο πράγμα που έμεινε ίδιο είναι οι νεραντζιές.
* Φωτογραφίες: Parallaxi