Οι άνθρωποι είναι κυριολεκτικά «αμετανόητοι»

Όλο αυτό το διάστημα που η κυβέρνηση επέβαλλε σταδιακά όλα αυτά τα μέτρα, είναι ανεξήγητο γιατί άφησε έναν σημαντικό τομέα να «αποφασίσει μόνος του» αν θα λειτουργήσει και με ποιον τρόπο: την εκκλησία.

Άκης Σακισλόγλου
οι-άνθρωποι-είναι-κυριολεκτικά-αμετ-564584
Άκης Σακισλόγλου
Εικόνα Unsplash

Βρισκόμαστε στη δίνη μιας απίστευτης πανδημίας. Η χώρα έχει παραλύσει και οι πολίτες της βιώνουν την κατάρρευση όσων βεβαιοτήτων δεν είχε προλάβει να γκρεμίσει η κρίση της τελευταίας δεκαετίας. Για την ακρίβεια, από το 2010 οι περισσότερες βεβαιότητες είχαν ήδη γκρεμιστεί: η σιγουριά μιας δουλειάς, ενός σπιτιού, κάποιων λίγων χρημάτων στην άκρη για μια δύσκολη ώρα…

Μία βεβαιότητα μόνον παρέμενε: η υγεία μας. Το ότι θα είμαστε καλά μέσα σε λογικά πλαίσια με βάση όσα ξέραμε για το προσδόκιμο ζωής, τις βασικές αιτίες θανάτου κάποιου ανθρώπου, τις πιθανότητες να συμβεί σε μας ή σε κάποιον δικό μας άνθρωπο ένα ατύχημα. Πλέον δεν υπάρχει ούτε αυτή η βεβαιότητα. Κλεισμένοι μέσα στο σπίτι μας και υγιείς, περιμένουμε κάτι που οι αισθήσεις μας δεν το αντιλαμβάνονται αλλά οι επιστημονικές γνώσεις και η ικανότητά μας να αναλύουμε δεδομένα, το προμαντεύουν. Το λες και κοινωνικό πείραμα.

Παρά το αιφνίδιο της πανδημίας, η Ελλάδα προσαρμόστηκε αρκετά καλά στα νέα δεδομένα, ίσως γιατί προηγήθηκε η περίπτωση της Κίνας την οποία παρακολουθήσαμε όλο το φθινόπωρο σαν μια «ταινία θρίλερ» αλλά – κυρίως – επειδή η περίπτωση της Ιταλίας έγινε παράδειγμα προς αποφυγή και ηχηρό καμπανάκι λόγω της εγγύτητάς της με τη χώρα μας. Τα λέω όλα αυτά γιατί πιστεύω ακράδαντα πως μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα ο ελληνικός λαός, με όλες τις ιδιαιτερότητες και τα κουσούρια του, κατάλαβε την κρισιμότητα της κατάστασης και δέχτηκε σκληρά μέτρα που περιόρισαν την ελευθερία του αλλά και έπληξαν την οικονομική του κατάσταση.

Θυμίζω πως: έκλεισαν τα σχολεία, τα θέατρα και οι κινηματογράφοι, τα καφέ και τα εστιατόρια. Το δημόσιο έχει αλλάξει τον τρόπο εξυπηρέτησης του κοινού, μπαίνουν κανόνες για τον τρόπο εισόδου στα σούπερ μάρκετ, καθορίζονται πρωτόκολλα στα νοσοκομεία και στα φαρμακεία. Κι αυτά τα μέτρα μόνο μέσα σε μια εβδομάδα γιατί από την Τετάρτη δεν θα λειτουργούν ούτε τα εμπορικά καταστήματα και πολλοί λένε πως, ίσως, σύντομα να επιβληθεί καθολική απαγόρευση κυκλοφορίας. Καραντίνα. Απομόνωση στο σπίτι για να αναχαιτιστεί η εξάπλωση του ιού. Κάθε μέρα και μια αλλαγή. Κάθε μέρα και ένας ή περισσότεροι περιορισμοί τους οποίους ο «κοινός νους» δέχεται με μια παγωμάρα αλλά αδιαμαρτύρητα.

Κι όμως, όλο αυτό το διάστημα που η κυβέρνηση, ο μηχανισμός του κράτους για να το πω καλύτερα, επέβαλλε σταδιακά όλα αυτά τα μέτρα σε όλους τους τομείς ώστε να μειωθούν οι πιθανότητες συνάθροισης πολιτών και διασποράς του ιού, ανεξήγητο γιατί, άφησε έναν σημαντικό τομέα να «αποφασίσει μόνος του» αν θα λειτουργήσει και με ποιον τρόπο: την εκκλησία.

Το γιατί η κυβέρνηση δίσταζε μέχρι χθες να απαγορεύσει τις συναθροίσεις στις εκκλησίες και – κυρίως – την θεία μετάληψη, είναι κάτι που το καταλαβαίνουμε όλοι: Το πολιτικό κόστος. Όποιος πολιτικός τα έβαλε με την εκκλησία το μετάνιωσε. Για να είμαι ειλικρινής δεν περίμενα κάτι διαφορετικό από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Από καμία κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης και αυτής του Ανδρέα Παπανδρέου ή του Αλέξη Τσίπρα. Ακόμα περισσότερο από τη συγκεκριμένη. Η φράση του εκπροσώπου του υπουργείου υγείας, λοιμωξιολόγουΣωτήρη Τσιόδρα, «ελπίζουμε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος να πάρει τις σωστές αποφάσεις», τα λέει όλα. Όταν δε διστάζεις να κλείσεις το δημόσιο και την αγορά, να ακυρώσεις αθλητικά γεγονότα, να απαγορεύσεις συνάθροισης (ακόμα και με μικρότερο κίνδυνο επαφών που θα μεταδώσουν τον ιό) αλλά ΔΕΝ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙΣ περιορισμό στις λειτουργίες και κυρίως ΔΕΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙΣ το μυστήριο της θείας κοινωνίας, τότε το πράγμα μιλάει από μόνο του. Δεν υπάρχει θέμα διακριτικότητας και ευγένειας. Απλά φοβάσαι. Δεν τολμάς. Σε τελική ανάλυση: δεν επιτελείς στο ακέραιο την αποστολή σου που είναι η προστασία της δημόσιας υγείας. Και έχεις ευθύνη γι’ αυτό. Πρέπει να κριθείς αυστηρά και με βάση τους νόμους αυτού του κράτους. Αυτό σκέφτηκε χθες το βράδυ ο Μητσοτάκης. Κι έστω και αργά, έκανε ένα πρώτο βήμα για την προστασία της δημόσιας υγείας.

Από την άλλη πλευρά, ενώ (δεν δικαιολογώ αλλά) κατανοώ απόλυτα τον λόγο που η κυβέρνηση δεν είχε επιβάλλει ως τώρα περιορισμούς στην εκκλησία (ας το επαναλάβω: λειτουργίες μπορούν να γίνονται με κλειστές πόρτες, η θεία μετάληψη έπρεπε από την αρχή να έχει σταματήσει ή να γίνεται για έκτακτες κατ’ οίκον περιπτώσεις με κουταλάκι μιας χρήσης) αυτό που δεν μπορώ να κατανοήσω είναι την στάση της εκκλησίας. Μιας εκκλησίας που στη δίνη αυτής της πανδημίας την έχει ανάγκη η ελληνική κοινωνία, όχι για να προσευχηθεί αυτή για τις αμαρτίες μας αλλά για να μας κάνει να κατανοήσουμε ακόμα γρηγορότερα την κρισιμότητα της κατάστασης με την απίστευτη επιδραστικότητά της, ειδικά στους πολίτες μεγάλης ηλικίας που είναι κι αυτοί οι οποίοι κινδυνεύουν περισσότερο. Η εκκλησία είχε και έχει (ακόμα) μια μεγάλη ευκαιρία να αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων σε αυτήν την κρίσιμη και ρευστή χρονική περίοδο της Ελλάδας. Μια περίοδο που θα τη θυμόμαστε ίσως και για πάντα.

Αντ’ αυτού η ελλαδική εκκλησία, κυρίως μέσω των Μητροπολιτών της και μελών της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, μετέφερε όλο αυτό το διάστημα τη συζήτηση στο πεδίο της πίστης, της μεταφυσικής και της παράδοσης. Υπεραμύνθηκε των λειτουργιών της και της «κανονικότητάς» της. Έφτασε ακόμη και να υποκαταστήσει τις επιστήμες, την ιατρική, τη βιολογία, τη χημεία, λέγοντας πράγματα που, τηρουμένων των αναλογιών, ακούγονται σαν το «η γη είναι επίπεδη». Διότι εκπρόσωποί της μίλησαν πριν λίγες μέρες «για σπρέι αγιασμού που προστατεύει από τον Κορονοϊό» και «θεία κοινωνία που δεν μεταφέρει ιούς γιατί είναι σώμα και αίμα Χριστού». Το σημαντικότερο, φυσικά, δεν ήταν αυτά που είπαν αλλά αυτά που έκαναν: συνέχισαν τις λειτουργίες στους ναούς που έσφυζαν από κόσμο. Γιατί ο κόσμος έχει πιεστεί πολύ και ψάχνει από κάπου να πιαστεί. Γιατί ο κόσμος εμπιστεύεται τους κληρικούς. Και είναι απόλυτα σεβαστό αυτό. Σεβαστό δεν ήταν το να ακούμε τους εκπροσώπους της εκκλησίας να ζητούν από το ποίμνιο να προσέλθει χωρίς φόβο στις εκκλησίες. Με ποια βεβαιότητα; Να τους βλέπουμε επί δύο εβδομάδες να κοινωνούν εκατοντάδες ανθρώπους με το ίδιο κουτάλι παίρνοντας ο ένας από τον άλλον το σάλιο που είναι το σημαντικότερο «όχημα» μετάδοσης του Κορονοϊού. Είναι παράλογο όλο αυτό; Με βάση τα όσα μας έχουν πει οι επιστήμονες και όσα έχουμε δεχτεί οι πολίτες, είναι παράλογο. Κι όμως συμβαίνει!

Φτάνουμε, λοιπόν, στο χθες. Η εκκλησία χθες το απόγευμα δεν πήρε τα (ημί) μέτρα που ανακοίνωσε επειδή την θερμοπαρακάλεσε η κυβέρνηση. Κι αυτό συνέβη (και είναι κωμικοτραγικό) αλλά δεν ήταν ο βασικός λόγος που πήρε αποφάσεις περιορισμού των τελετών της. Ο βασικός λόγος ήταν πως κάποιοι άνθρωποι, περισσότερο ή λιγότερο επώνυμοι, φωναχτά ή σιγανά έθεσαν το ζήτημα της εγκληματικής αδιαφορίας της για τη δημόσια υγεία των Ελλήνων. Οι άνθρωποι δεν είναι αφελείς. Κι ας τους παριστάνουν κάποιες φορές. Κατάλαβαν τι έρχεται και προσαρμόζονται αναλόγως.

Σταθήκαμε, λοιπόν, χθες και ακούσαμε τους ιεράρχες απλώς να προτρέπουν τις ευπαθείς ομάδες να προσέχουν. Να ανακοινώνουν περιορισμούς στα μυστήρια (που έτσι κι αλλιώς μέρα με τη μέρα η διάθεση όλων μας για το οτιδήποτε μειώνεται εκθετικά) ΚΑΙ ΝΑ ΜΗ ΛΕΝΕ ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΛΗΨΗ. Γιατί το έπραξαν αυτό; Γιατί ανάγκασαν τον πρωθυπουργό λίγο αργότερα να εξαγγέλλει «παύση λειτουργίας των εκκλησιών»; Μα φυσικά γιατί τελικά κατάλαβε κι αυτός (αν και ούτε τώρα τόλμησε να μιλήσει για κλείσιμο) ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι κυριολεκτικά αμετανόητοι.

«Ο, τι είναι πραγματικό είναι και λογικό», έλεγε ο Χέγκελ. Μπορεί να μην είχε την Ελλαδική εκκλησία ως παράδειγμα ο Γερμανός φιλόσοφος, όμως σίγουρα αναφέρονταν σε κάθε είδος συλλογικό ή ατομικό ανθρώπινο παραλογισμό. Προσωπικά, θεωρώ πως η ακατανόητη αντίδραση της εκκλησίας έχει τη λογική της και αυτή δεν είναι ούτε η πίστη, ούτε η αδυναμία προσαρμογής στα νέα δεδομένα, ούτε κάποια προκατάληψη απέναντι στην επιστήμη. Ο λόγος είναι η πάγια άρνηση κάθε ελέγχου της δράσης της, η συνέχιση επιβολής της δικής της αόρατης εξουσίας πάνω στις θεσμοθετημένες εξουσίες και η πρόθεση της να μην τεθεί σε αμφισβήτηση η αναγκαιότητα καμίας από τις λειτουργίες της. Αρνούνται οι εκπρόσωποι της εκκλησίας να προστατέψουν τη δημόσια υγεία γιατί φοβούνται πως μελλοντικά μπορεί και να μην θεωρηθεί τόσο αναγκαία η θεία λειτουργία ή η θεία μετάληψη. Δεν είναι τυχαίο πως στην ανακοίνωσή τους υπογράμμισαν «τη διακριτικότητα με την οποία η Πολιτεία εξέφρασε τον σεβασμό της στο θρησκευτικό αίσθημα». Μιλάμε για μια απίστευτη φιλαυτία που ξεπερνά τα όρια ακόμα μια φορά.

Βέβαια, ο Κυριάκος Μητσοτάκης τους έθεσε νέα δεδομένα μετά τη δική τους ανακοίνωση. Μάλλον δεν το περίμεναν. Ίσως δεν τον είχαν ικανό να τους «αδειάσει». Μη φανταστείτε, όμως, πως θα μείνουν με σταυρωμένα χέρια. Σίγουρα από σήμερα ξεκινά ένα νέο γαϊτανάκι δηλώσεων και αντιπαραθέσεων για το τι είναι σύννομο και τι όχι, ποια λειτουργία μπορεί να γίνει και ποια όχι. Θα βάλουν και το ποίμνιο στο παιχνίδι αυτό. Θα ζητήσουν βοήθεια, θα ασκήσουν πίεση, θα προσπαθήσουν στην ουσία να μη σταματήσει καμία από τις δράσεις της εκκλησίας τώρα που πλησιάζουμε και στο Πάσχα.

Και εδώ γεννιέται το ζήτημα: καλά, η κυβέρνηση το ξέρουμε πως και πάλι θα διστάσει. Θα επιλέξει την ήπια αντίδραση στον «λογικό» (κατά Χέγκελ) παραλογισμό της Ιεραρχίας (παύω πλέον να λέω εκκλησίας γιατί είμαι σίγουρος πως αρκετοί κατώτεροι κληρικοί διαφωνούν με τους Μητροπολίτες). Εμείς οι υπόλοιποι, τι θα κάνουμε; Πως πρέπει να αντιδράσουμε και να απαιτήσουμε την προστασία της δημόσιας υγείας; Νομίζω πως τα κανακέματα προς τους Ιεράρχες πρέπει να τελειώσουν. Η ευγένεια και οι καλοί τρόποι δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα και άλλωστε δεν τους χρησιμοποιούν ούτε καν οι Ιεράρχες στις δικές τους δημόσιες τοποθετήσεις. Ας είναι έτοιμοι, λοιπόν, να λάβουν «πληρωμένες απαντήσεις» σε όσα κάνουν.

ΥΓ: Για να προλάβω ύβρεις και κατάρες (συνηθισμένοι είμαστε) από διάφορους φανατικούς, ας ξεκαθαρίσω το αυτονόητο: όλοι σεβόμαστε το θρησκευτικό αίσθημα. Αυτό που συμβαίνει με την Ελλαδική Εκκλησία ξεπερνά πλέον κάθε όριο κι όσοι αντιδρούμε, όπου κι αν πιστεύουμε, υπερασπιζόμαστε περισσότερο από τους ιεράρχες την τιμή της ορθόδοξης πίστης.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα