Οι διακοπές και η νιότη
Αναμνήσεις από το θέρος μιας άλλης εποχής, όπου η νιότη τα έκανε όλο απείρως ευκολότερα και η ταλαιπωρία δεν έμοιαζε σπουδαία .
Γύρισα πάμπολλα νησιά, και Κυκλάδες και Δωδεκάνησα και Βορειοανατολικού Αιγαίου, παράπονα δεν έχω, το Ιόνιο δεν το πολυέπαιξα όταν ήμουν μικρή, αλλά αφότου έκανα οικογένεια, ένα κάρμα μου το φυλούσε η ζωή και είμαι κάθε χρόνο εκεί.
Τα ταξίδια μου, τα πρώτα χρόνια ήταν αυτά του μπατιροτουρίστα. Με σκηνή, ελεύθερο κάμπινγκ που τότε “επιτρεπόταν”, με λεωφορεία, τρένα, καράβια. Πάντα ήταν πολύ πιο δύσκολο να επισκεφτείς νησιά αν ζούσες στη Θεσσαλονίκη. Όταν πλέον απέκτησα μηχανάκι, το φόρτωνα στο τρένο για Πειραιά, το έπαιρνα από εκεί, αφότου είχα ταξιδέψει με άλλο τρένο η ίδια, το φόρτωνα (έδενα, κλπ.) στο καράβι, είχαμε κι ένα “σαμάρι” με τα πράγματά μας και όπου έβγαινε το πλοίο της γραμμής.
Στα νησιά, αναλόγως των συνθηκών, μέναμε σε οργανωμένο κάμπιγκ (σπανιότατη περίπτωση), χύμα στο κύμα μόνον με slipping bag (η κανονικότητα) και όσο περνούσαν τα χρόνια και βγάζαμε και κανά φραγκάκι από δουλειά, μετακομίζαμε σε ενοικιαζόμενα της συμφοράς μέχρι να φτάσουμε στα δωμάτια των τριών αστέρων.
Εκείνες τις εποχές, για τα Σαββατοκύριακα που η φοιτητική λέσχη ήταν κλειστή και δεν παρείχε γεύματα, το Πανεπιστήμιο μάς έδινε μια αποζημίωση στο χέρι, στα μέσα του καλοκαιριού. Αν θυμάμαι καλά, το 1985, ήταν 30-35.000 δραχμές. Τρελό πάρτι κάναμε με αυτά τα χρήματα, καθώς ήταν η κύρια μαγιά, αν όχι και όλα τα έξοδα, για τις διακοπές μας τέτοιου τύπου. Ας πούμε, μου έφτασαν για ένα ταξίδι 20 ημερών στην Κρήτη, μένοντας σε υποτυπώδη κάμπιγκ ή και ελεύθερα και μετακινούμενοι με ώτο σποτ και σπανίως κανένα λεωφορείο ΚΤΕΛ.
Την γυρίσαμε όμως ολόκληρη περιμετρικά αλλά και στα ηπειρωτικά της, μείναμε σε όλους τους τόπους ορόσημα, κατεβήκαμε φαράγγια, ανεβήκαμε βουνά, κάναμε μίνι κρουαζιέρες με καραβάκια, τρώγαμε συνήθως μία πατάτες και μία χωριάτικη σαλάτα όλη μέρα, αλλά φτάνοντας στην Ελούντα είχαμε αρκετά περισσευούμενα χρήματα για να νοικιάσουμε δωμάτιο σε ακριβό ξενώνα, να φάμε ψάρι σε εστιατόριο και να “γουστάρουμε” λίγο χλίδα.
Αντιστοίχως μετά από 15νθήμερο ταξίδι στην Πελοπόννησο, με κονσέρβες, ντομάτες και αγγούρια, αλλά με τα μνημεία μας και με την Ελαφόνησσό μας και τα Κύθηρά μας, αποζημιώσαμε εαυτούς με τριήμερη διαμονή στο Κάστρο της Μονεμβασιάς.
Υπάρχει πάντα ένα ζήτημα επιλογής ακόμη και για το τελευταίο ευρώ, αν θα το δώσεις για να μπεις σε ένα Μουσείο ή για να πάρεις μια μερίδα κουτσομούρες. Κυρίως όμως υπάρχει η νιότη, όπου όλα αυτά γίνονται απείρως ευκολότερα, η ταλαιπωρία δεν μοιάζει σπουδαία, το σώμα είναι πολύ υποστηρικτικό, το μυαλό δεν έχει αθροίσει φοβίες και αναστολές και σου δίνει ώθηση να τα κάνεις όλα αυτά, για να έχεις να τα θυμάσαι πολύ αργότερα -καλή ώρα