Οι κάθετες του κέντρου μάς όρισαν τα χρόνια
Μας θέσπισαν, μας όρισαν και μας πήγανε εδώ που φτάσαμε.
Εικόνες: Ελπίδα Νικολαΐδου | Λέξεις: Χρήστος Ωραιόπουλος*
Βενιζέλου. Από εδώ ξεκίνησαν όλα για εμάς, για την παρέα του σχολείου. Από και με αυτόν το δρόμο μεταβήκαμε στη ζωή του κέντρου, στην ενήλικη ζωή από τα 13 μας. Τότε το λεωφορείο 57 έκανε τέρμα στην Ερμού. Οι γονείς μας ήταν αυστηροί και μας όριζαν το κέντρο από Ερμού και κάτω. Από Βενιζέλου μέχρι Αγίας Σοφίας. Ούτε πιο δεξιά, ούτε πιο αριστερά. Κατεβήκαμε ένα μεσημέρι μετά το σχολείο, αφελείς, εκστατικοί, χαρούμενοι και κατηφορίσαμε τη Βενιζέλου να πιάσουμε την Τσιμισκή. Γι’ αυτό πάντα περπατάμε εκεί με παιδική οικειότητα. Τη συνηθίσαμε και την πονάμε που μας μεγάλωσε. Σήμερα όσο ποτέ.
Καρόλου Ντηλ. Εδώ γνώρισα την λεπτή τέχνη της σκόπιμης και λυτρωτικής σπατάλης χρόνου. Ο δρόμος αυτός ήταν ο ρομαντικότερος στο μυαλό μου. Στη Γαζία κοίταξα κατάματα τον Μπέκετ και χαιρέτησα τον Κοροβίνη. Στο Στρέττο πέρασα μόνος κάποια μου γενέθλια πίνοντας ουίσκι στο μπαρ. Στην Καρόλου, μαθητής λυκείου, την περίμενα με ένα λευκό τριαντάφυλλο στο χέρι.
Αγίας Σοφίας. Ο δρόμος που εμείς οι σημερινοί εικοσάρηδες θεωρούσαμε τον κάπως πιο αναβαθμισμένο, πιο ακριβό για καφέδες και ποτά. Πριν μάθουμε το κέντρο δίναμε το πιο καλά ραντεβού. Με μεγαλύτερους συνήθως ή με κάποια κυριλέ κοπέλα. Την προλάβαμε και δρόμο και πεζόδρομο. Τώρα σηκώνω το βλέμμα μου και χαζεύω τον κίτρινο γερανό στην Εγνατία.
Ικτίνου. Κρασιά στο πόδι, τσιγάρα χύμα. Ωραίες συζητήσεις κάτι ανοιξιάτικα βράδια σε πεζουλάκια, λίγο. Η κάβα μάς έμαθε να κάνουμε πάρτυ. Εδώ θυμάμαι να κατεβάζω πρώτη φορά το παντελόνι μου σε μια είσοδο πολυκατοικίας. Η Ικτίνου μάς άνοιξε την ψυχή και τα μάτια. Και το δρόμο για τη μέγιστη και αγαπημένη Ζεύξιδος.
Ναυαρίνου. Αυτή και αν δεν ήταν απαγορευμένη. Είχε πάντα κάτι το ελκυστικό, ίσως το φόβο μας τον εφηβικό για τις εικόνες που βλέπαμε. Εκεί συχνάζανε οι πιο μάγκες του σχολείου. Συνήθισα πλέον τους μεθυσμένους, τα ναρκωτικά και τα μαχαίρια. Περπατάω τώρα προς τη σχολή. Κεφάλια σκυμμένα με κάτι φαγώσιμο στα χέρια θα με προσπεράσουν και θα αφήσουν το λαδωμένο περιτύλιγμα να πέσει στο δρόμο τους. Η Ναυαρίνου σαν να έχασε τη μαγεία της.
Oι κάθετες του κέντρου υπήρξαν οι σταθερές μιας πορείας προς την ενήλικη ζωή που έτρεχε γρήγορα. Μας έμαθαν να περπατάμε αργά και να κοιτάμε προσεκτικά την πόλη και τους ανθρώπους της. Μας θέσπισαν, μας όρισαν και μας πήγανε εδώ που φτάσαμε. Αυτά σκέφτομαι όσο τις ξαναπερπατάω. Στρίβω στην Άθωνος και κοντοστέκομαι να φωτογραφίσω την Παπαμάρκου.
*Ο Χρήστος Ωραιόπουλος γεννήθηκε το 1998 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Είναι τελειόφοιτος στη Νομική του ΑΠΘ. Η πρώτη του συλλογή διηγημάτων ‘’Λάβετε Φάγετε’’ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πηγή. Είναι το πρώτο του κείμενο στην parallaxi.