Parallax View

Οι μελανές σελίδες της σύγχρονης ιστορίας της Χιλής επί σκηνής

Το έργο του Χιλιανού συγγραφέα Guillermo Calderón με τίτλο Βίλα (Ο δρόμος που δεν πήραν) φέρνει στο προσκήνιο την ειδική σχέση αισθητικού και πολιτικού πεδίου

Σιμόνη-Μαρία Γκολούμποβιτς
οι-μελανές-σελίδες-της-σύγχρονης-ιστο-930790
Σιμόνη-Μαρία Γκολούμποβιτς

Την Κυριακή 30 Οκτωβρίου, το Metropolitan Urban Theater στη Θεσσαλονίκη φιλοξένησε το έργο του Χιλιανού συγγραφέα Guillermo Calderón με τίτλο Βίλα (Ο δρόμος που δεν πήραν). 

Το θέμα δεν είναι φανταστικό καθώς η Βίλα Γκριμάλντι των προαστίων του Σαντιάγκο, ενός χώρου βασανιστηρίων και δολοφονιών της Χιλής κατά την δικτατορία του Αουγκούστο Πινοσέτ (1973-1990), υφίσταται και αποτελεί μια από τις μελανές σελίδες της σύγχρονης ιστορίας της Χιλής, με περισσότερα από 4.500 βασανισμένα θύματα.

Στο έργο του Calderón, το ποσό των είκοσι έξι εκατομμυρίων ευρώ διατέθηκε στο διοικητικό συμβούλιο της Βίλα για ένα κατάλληλο και σωστό μνημόσυνο. Η «ειδική επιτροπή» τριών γυναικών με το όνομα Alejandra ,προερχόμενων από ετερόκλητα και διαφορετικά περιβάλλοντα και με αρχές μίας εντελώς αριστερής ιδεολογίας, καλείται προς διευθέτηση του ζητήματος. 

Ο Χιλιανός συγγραφέας ρίχνει τους σύγχρονους χαρακτήρες του σε ένα είδος ρωμαϊκής αρένας όπου επιχειρούν να λύσουν το πρόβλημα με δημοκρατικές διαδικασίες, ψηφίζοντας μεταξύ της μετατροπής του μέρους σε θεματικό πάρκο με σκηνές βασανιστηρίων, της δημιουργίας ενός εκπαιδευτικού μουσείου ή στη διατήρησή της μαζί με τον κήπο της ως τόπου μνήμης. 

Τα αδιέξοδα

Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας κατέληξε σε αδιέξοδο και σε διαδοχικές εντάσεις, διαφωνίες και συγκρούσεις μεταξύ των γυναικών, με τον Calderón περίτεχνα να επισημαίνει έμμεσα τις αδυναμίες της δημοκρατίας, καυτηριάζοντας το πολίτευμα που ακολούθησε στη χώρα του μετά τη δικτατορία του Πινοσέτ.

Η Λητώ Τριανταφυλλίδου μετατόπισε την έννοια του έργου στην έννοια του γεγονότος έχοντας στην κατοχή της τη μετάφραση της Ελένης Δρίβα, η οποία διατήρησε το μέτρο στις δραματικές κορυφώσεις χωρίς να εκβιάζει το συναίσθημα. 

Η συνολική σκηνοθετική προσέγγισή της στηρίχτηκε στον ρυθμό, ο οποίος αποδείχθηκε η οργανωτική αρχή που ρύθμισε -χωρίς την παρεμβολή άλλων αρχών ή συστημάτων- την δόμηση του έργου και προσέφερε κατάλληλες συνθήκες ανάπτυξης της δράσης. 

Επίσης η σκηνοθέτης επινόησε ένα τέχνασμα κεντρομόλου δομής: την αμφιταλάντευση και τη συνεχή απάντηση στο ερώτημα της ύπαρξης ενός σύμπαντος πέραν του έργου, που διεγείρει διαφορετικές συναισθηματικές εντάσεις. 

Στην παραπάνω συνθήκη συντέλεσαν το ηχητικό περιβάλλον, και συγκεκριμένα ο ήχος της σταγόνας που «αναδυόταν» από τη σιγή του χώρου και παρέπεμπε σε σκηνές αιθουσών των βασανιστηρίων, οι φωτισμοί της Μελίνα Μάσχα και οι σύγχρονες ενδυματολογικές επιλογές του Γιώργου Λιτζέρη, δημιουργώντας ένα σημαντικό δυναμικό επίδρασης. Αντίληψη, συνειρμοί, ενθυμήσεις και φαντασία αλληλεπικαλύπτονταν ως φανταστικοί χώροι ή χώροι μνήμης.

Η λιτή χωρική διάταξη των σκηνικών του Γιώργου Λιντζέρη, αποτελούμενη από ένα μεγάλο ορθογώνιο τραπέζι και τρεις καρέκλες, ήταν λειτουργική και επέτρεψε στις ηθοποιούς (Νατάσα Εξηνταβελώνη, Λίλα Μπακλέση, Αγγελική Πασπαλιάρη), να είναι ευέλικτες κινησιολογικά επί σκηνής (Αγγελική Τρομπούκη). 

Οι ηθοποιοί κινούνταν στον χώρο και οι θεατές προσλάμβαναν τις πράξεις τους και αντιδρούσαν σε αυτές, προωθώντας την ιδέα της ταυτόχρονης ύπαρξης των εννοιών της παραγωγής και της πρόσληψης. Με ακέραιο συγχρονισμό, υποκριτική ωριμότητα και άρθρωση κατέλαβαν την σκηνή με έναν «μαγικό» τρόπο και τόνισαν τη παροντικότητα του θεάτρου.

Η Νατάσα Εξηνατβελώνη ενσάρκωσε με εξαιρετική αμεσότητα και εκφραστικότητα την αλήθεια της βασανισμένης της ψυχής. Η Λίλα Μπακλέση ερμήνευσε με ευαισθησία και κρότο την δική της ιστορία συνδυάζοντας το τραγικό συναίσθημα και με το χιούμορ. Τέλος, η Αγγελική Πασπαλιάρη ερμήνευσε με πάθος τον χαρακτήρα της και με δυναμική εκφορά του λόγου παλινδρομούσε στο ζοφερό αποτρόπαιο παρελθόν με τις φοβίες, τις ανησυχίες, άγχη, τα οποία εξωτερικεύονται υπογραμμίζοντας την ανθρώπινη ευθραυστότητα.

Συμπερασματικά, πρόκειται για μια σκηνοθετική προσέγγιση που υλοποίησε το βίωμα για όλους τους συμμετέχοντες και έφερε στο προσκήνιο την ειδική σχέση αισθητικού και πολιτικού πεδίου. Στο τέλος οι θεατές δεν αντιμετωπίστηκαν ως παρατηρητές των επιτελεστικών πράξεων των ηθοποιών τις οποίες καλούνται να αποκωδικοποιήσουν, αλλά θεωρήθηκαν «συμπαίκτες» και συνδημιουργοί μιας ιστορίας που αναδεικνύει τα λάθη του παρελθόντος και κατακεραυνώνει τον άκρατο εθνικισμό.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα