Οι μεταλλάξεις της Θεσσαλονίκης τα τελευταία 40 χρόνια
Από την αθέατη παραγωγή και εργασία στην ορατή κατανάλωση και διασκέδαση - Γράφει ο Κωστής Χατζημιχάλης
Λέξεις: Κωστής Χατζημιχάλης
Πόσες και πόσοι από τους θαμώνες της Βαλαωρίτου, της Ίωνος Δραγούμη, της Δωδεκανήσου, πιο πάνω της Ολύμπου μέχρι τους 12 Αποστόλους, που πίνουν φρέντο με μαύρη, ψαγμένες μπύρες και μοχίτο, γνωρίζουν το πρόσφατο παρελθόν αυτών των χώρων; Αδιάφορη ίσως πληροφορία γιατί ελάχιστοι/ες ενδιαφέρονται για το παρελθόν της πόλης πέρα από τα μνημεία, σε ένα κέντρο-μαγνήτη διασκέδασης για όλη την κεντρική Μακεδονία και τους Βαλκάνιους γείτονες.
Κι’ όμως. Σ’ αυτές τις μεγάλες αίθουσες, στους στενούς δρόμους που σήμερα ως πεζόδρομοι ξεχειλίζουν τα βράδια από νέους, τραπεζοκαθίσματα και δυνατές μουσικές, λίγες δεκαετίες πριν ακούγονταν σταθεροί βιομηχανικοί βόμβοι. Μηχανάκια και βανάκια ξεφόρτωναν αδιάκοπα κουτιά, τόπια από υφάσματα και κλωστές σε πολυώροφα κτίρια, με τα τζάμια βαμμένα άσπρα στα ισόγεια και στα ημι-υπόγεια να μπαίνει το φως αλλά να μην φαίνεται τι είναι μέσα. Γιατί εκεί δούλευε μια παραγωγική Θεσσαλονίκη, ένα πραγματικό garment district, όχι πάντα νόμιμα αλλά σίγουρα άτυπα, όπου δεκάδες επιχειρήσεις ετοίμου ενδύματος, πλεκτών, παπουτσιών, γουναρικών κ.α., απασχολούσαν χιλιάδες ραφτούδες που δούλευαν «με το κομμάτι» φασόν. Τροφοδοτούσαν όλη την Ευρώπη με προϊόντα, κάποια επώνυμα τα περισσότερα για τις προσφορές και τα καλάθια των πολυκαταστημάτων όπως των Galeries Lafayette, του Kaufhof, του Karstadt και του Hertie.
Αυτή η μικροεπιχειρηματικότητα αργοπέθανε από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, κάτω από το βάρος του διεθνούς ανταγωνισμού και της μεταλλαγής της πόλης από τις εκμαυλιστικές πιέσεις της gentrification, το πλασάρισμά της στον τουρισμό και στις καταναλωτικές επιθυμίες της διασκέδασης. Όπως ο «Θάνατος του εμποράκου» 40 χρόνια μετά, που σχολίασε στις 22/10/24 εδώ στην Paralaxi, ο Γιώργος Τούλας, περιγράφοντας το κλείσιμο ενός χαρτοπωλείου στο κέντρο της πόλης και την μετακόμιση του στον Λαγκαδά. Η περίπτωση του χαρτοπωλείου στην Άθωνος σήμερα και οι παλιότερες μεταλλαγές από τις παραγωγικές δραστηριότητες σε αυτές του τουρισμού και της διασκέδασης, είναι αντιπροσωπευτικές αυτού που συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες σε όλη την πόλη, ιδιαίτερα στο κέντρο, όπου οι αξίες της γης έχουν εκτοξευθεί. Μια εξέλιξη η οποία συνομιλεί με αντίστοιχες στα κέντρα της Αθήνας, της Ερμούπολης και του Ναυπλίου και ακόμη μακρύτερα με αυτά της Φλωρεντίας, του Πράτο, της Βαρκελώνης ή του Σαν Σεμπαστιάν, ομόλογα θύματα των αναδιαρθρώσεων του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, της υφαρπαγής του δημόσιου χώρου, του υπερτουρισμού, του Airbnb και της διασκέδασης.
Έζησα από κοντά αυτές τις αργόσυρτες μεταλλαγές ζώντας στο κέντρο και εργαζόμενος στο πανεπιστήμιο. Έτσι προέκυψαν και τα ερωτήματα: ενώ άλλοι ασχολούνταν με τις μεγάλες βιομηχανίες εκτός πόλης και τα επίσημα στατιστικά της ΕΣΥΕ ακολουθώντας τις κυρίαρχες θεωρίες, εμείς ¹ ψάξαμε αυτό που δεν φαινόταν γιατί θεωρούσαμε ότι, χωρίς την άτυπη παραγωγή, οι επίσημες εκτιμήσεις ήταν λανθασμένες. Ακόμη, και ίσως το σημαντικότερο, μας ενδιέφερε η συνάρθρωση της παραγωγής που δεν φαίνεται με την ανάπτυξη της πόλης, με την πολεοδομική της οργάνωση και την καθημερινότητα, με άλλα λόγια πώς η αθέατη παραγωγή και εργασία συνδιαλέγονται και συμβάλουν στην παραγωγή του χώρου της πόλης.
Την παρουσία χιλιάδων μικρών μεταποιητικών επιχειρήσεων στον ιστό της πόλης ονομάσαμε το 1989 «διάχυτη εκβιομηχάνιση», επηρεασμένοι από τις αντίστοιχες ιταλικές εμπειρίες. Ήταν το γνωστό φασόν, οι υπεργολαβίες που ανέθεταν μεγαλύτερες επιχειρήσεις σε μικρές μονάδες ή ακόμη και σε ατομικά εργαζόμενες στα σπίτια, δημιουργώντας στις δεκαετίες του 1980 και 1990 ένα δυναμικό τοπικό παραγωγικό οικοσύστημα. Mια αθέατη, για τις επίσημες καταγραφές, παραγωγή ωστόσο υπαρκτή, η οποία περιλάμβανε μεταξύ άλλων, ρούχα μπλουζάκια και πλεκτά (μεγάλη συγκέντρωση στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου ειδικά στον Βαρδάρη), παντόφλες και φόντια παπουτσιών (στις Συκιές και στον Αγ. Παύλο), επεξεργασία και συσκευασία τροφίμων (στην Καλαμαριά και στην Άνω Τούμπα), μέχρι κατασκευή εξαρτημάτων για τα αυτοκίνητα της ΕΛΒΟ (στις Δυτικές Συνοικίες), συναρμολογήσεις ηλεκτρικών συσκευών (Χαριλάου, Μπότσαρη και Καλαμαριά), αντικείμενα από χυτοσίδηρο (γύρω από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό και στην Νεάπολη), παιγνίδια και είδη δώρων (στο κέντρο και στην Καλαμαριά), δερμάτινα είδη και γούνες (στο κέντρο) και πολλά άλλα. Το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης και ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων Φασόν Βορείου Ελλάδος, υπολόγιζαν ότι το 1989 δίπλα στις/στους 23.000 «επίσημα» εργαζόμενες/ους στο έτοιμο ένδυμα και στο πλεκτό στη Θεσσαλονίκη, εργάζονταν και άλλοι/ες 20-30.000 «άτυπα» στα σπίτια και σε μικρά εργαστήρια.
Η πόλη δεν ήταν τότε μόνη σ’ αυτή την παραγωγική παράδοση. Όλη η ενδοχώρα της και η Βόρεια Ελλάδα γενικότερα τη δεκαετία του 1980 ήταν σε παραγωγική άνοδο, βιομηχανική και γεωργική, συμμετέχοντας σε μια ευρύτερη αναδιάρθρωση, με πληθυσμιακή και οικονομική ανάκαμψη, με ειδίκευση σε καταναλωτικά προϊόντα, αξιοποιώντας τις δημόσιες επενδύσεις και τη νομοθεσία κινήτρων για αποκέντρωση.
Όμως αυτός ο περιφερειακός και τοπικός δυναμισμός ήταν ιδιαίτερα εύθραυστος γιατί βασίζονταν σε ειδικεύσεις που είχαν και άλλοι, στη φτηνή εργασία, στη χαμηλή παραγωγικότητα, στην αδιαφορία/αδυναμία των «επιχειρηματιών» για καινοτομίες και σε ένα κακώς εννοούμενο κρατικό προστατευτισμό, δεδομένα ευάλωτα στον διεθνή ανταγωνισμό και στους περιορισμούς της ΕΕ. Τα προβλήματα δεν άργησαν να φανούν και από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και κυρίως μετά το 2000, όταν ο «εκσυγχρονισμός» και η ΟΝΕ χτύπησαν την Αχίλλειο πτέρνα του τοπικού παραγωγικού συστήματος. Οι αλλαγές στον παγκόσμιο ανταγωνισμό κατέστρεψαν τον εύθραυστο δυναμισμό και οι μικρές βιομηχανικές μονάδες που βασίζονταν στο χαμηλό κόστος εργασίας και στην αμοιβή με το κομμάτι, έκλεισαν η μια μετά την άλλη εκτοξεύοντας την ανεργία και την ανασφάλεια για χιλιάδες γυναίκες και άνδρες. Κάποιες πιο σύγχρονες αναζήτησαν ευνοϊκότερες συνθήκες στα γειτονικά Βαλκάνια ή και μακρύτερα στην Τουρκία και στην Κίνα.
Το κλείσιμο και η φυγή των μονάδων άφησε πίσω του δεκάδες κενά κελύφη στο κέντρο και στην υπόλοιπη πόλη. Ήταν μια πολύτιμη παρακαταθήκη που προσφέρθηκε φτηνά στους επόμενους κερδοσκόπους της γαιοπροσόδου, οι οποίοι μετέτρεψαν τους ορόφους σε γραφεία, boutique ξενοδοχεία τύπου Airbnb, εργαστήρια «δημιουργικών» επιχειρήσεων, θεατρικά εργαστήρια ενώ στα ισόγεια κυριάρχησε η διασκέδαση και τα ακριβά μαγαζιά. Στα λιγοστά κενά οικόπεδα ή έπειτα από επιλεκτικές κατεδαφίσεις, ξεφύτρωσαν καινούργιες πολυκατοικίες με διαμερίσματα πολυτελείας. Μεταλλαγές που βιώσαν όλες σχεδόν οι πόλεις της Ευρώπης, ακολουθώντας την αποβιομηχάνιση και την χρηματιστικοποίηση των οικονομιών, εναποθέτοντας το μέλλον τους στην κατανάλωση και στον τουρισμό.
Παρά την έντονη αντίθεση μου στη μετατροπή του κέντρου στα πρότυπα ενός κλισέ life style, δεν έχω νοσταλγία γι’ αυτό που χάθηκε. Γιατί η ζωντάνια της παραγωγής μέσα στον αστικό ιστό, συνοδευόταν από την κοντόφθαλμη λογική των επιχειρηματιών που αναζητούσαν το κέρδος στις άθλιες συνθήκες εργασίας, στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος, στην αστάθεια της απασχόλησης των εργαζομένων και στις χαμηλές αμοιβές. Συνθήκες που οδηγούσαν σε χαμηλά εισοδήματα και υπερ- εκμετάλλευση κυρίως των γυναικών και σε μια καθημερινότητα που συχνά επιστράτευε όλη την οικογένεια σε περιόδους αιχμής, για «να βγει η σαιζόν», βάζοντας τις ραπτομηχανές ακόμη και στην κουζίνα. Η «αμοιβή με το κομμάτι» είχε επαναφέρει τους εκβιασμούς του προ-βιομηχανικού καπιταλισμού, ένας άμεσος τρόπος αυτο-εκμετάλλευσης της εργαζόμενης, αφού για να βγάλει το μεροκάματο δούλευε 12 και 14 ώρες την ημέρα. Μιλά η Βασιλική, 48 χρονών, Άνω Τούμπα, 1989:
«….Άρχισα να δουλεύω προσωρινά φασόν και ακόμα τώρα που με βλέπεις, έπειτα από 15 χρόνια, δουλεύω ακόμα. Δεν βγαίνει αλλιώς…Ούτε ο βιοτέχνης μού γυρεύει απόδειξη, ούτε σε μένα συμφέρει να του δίνω…Όμως κάθε τόσο το κομμάτι το πληρώνoμαι λιγότερο και, όταν διαμαρτύρομαι, μου λέει «αν θες, αλλιώς θα πάω σε άλλες». Ο άντρας μου δουλεύει στο Δήμο και έτσι έχουμε ασφάλιση και σε λίγα χρόνια μια μικρή σύνταξη…Όταν μεγαλώσουν όμως τα εγγόνια, θα γυρίσουμε στο χωριό» (από το βιβλίο Ντ. Βαΐου, Κ. Χατζημιχάλης (1997-2003) με τη ραπτομηχανή στην κουζίνα και τους Πολωνούς στους αγρούς. Πόλεις, περιφέρειες και άτυπη εργασία, Αθήνα, Εξάντας, σελ.137)
Με την κρίση στην παραγωγή φασόν για εξαγωγές, η πόλη και μαζί της η Βόρεια Ελλάδα, έχασε όχι μόνο οικονομικά δημιουργώντας χιλιάδες άνεργες και ανέργους: έχασε και την ευκαιρία να αξιοποιήσει την τεχνογνωσία της ευελιξίας και των δικτυώσεων των μικρών επιχειρήσεων και τις πολλαπλές ικανότητες του εργατικού δυναμικού, για να μετατρέψει αυτό που λειτουργούσε άτυπα σε ένα σύγχρονο και καινοτόμο παραγωγικό σύστημα, όπου το κέρδος δεν θα βασίζεται στη φτηνή εργασία αλλά στον σχεδιασμό και στην ποιότητα των προϊόντων. Πολιτικές που υλοποίησαν προοδευτικές τοπικές κυβερνήσεις στην Ιταλία και στην Ισπανία, οι οποίες επιδότησαν την μετεγκατάσταση των μικρών επιχειρήσεων σε οργανωμένα βιοτεχνικά πάρκα εκτός του κέντρου της πόλης, βοηθώντας την μικροεπιχειρηματικότητα με θεσμούς και υπηρεσίες εκεί που υπήρχε ανάγκη. Στην Θεσσαλονίκη, παρά τις σχετικές προτάσεις, δεν έγινε κάτι αντίστοιχο.
Οι λόγοι ήταν πολλοί, από την αδιαφορία ή το καθυστερημένο ενδιαφέρον των τοπικών αρχών και της κεντρικής κυβέρνησης, την έλλειψη επιχειρηματικής διορατικότητας, μέχρι τις αλλαγές στην Ευρώπη και στη διεθνή σκηνή οι οποίες ξεπέρασαν το κρίσιμο timing των αποφάσεων για τις απαραίτητες τοπικές παρεμβάσεις. Και μετά ήρθε το ακριβό ευρώ που χτύπησε τις εξαγωγές και έφερε φτηνές εισαγωγές από την Κίνα, η καταστροφική νέα «Μεγάλη Ιδέα» της Ολυμπιάδας και η συνολικότερη αναδιάρθρωση της οικονομίας προς τις παρασιτικές χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες, τον τουρισμό και το real estate, ένας συνδυασμός εχθρικός για τη βιομηχανία και ειδικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Τι έχει μείνει σήμερα στον ιστό της πόλης από την παλιά παραγωγική Θεσσαλονίκη και πως διαμορφώνονται οι σύγχρονες επισφαλείς εργασιακές σχέσεις; Ερευνητικά ερωτήματα για νέους και νέες συναδέλφους και ανοιχτόμυαλους δημοσιογράφους. Στην Αθήνα πάντως στον Αγ. Δημήτριο, στη Ν.Ιωνία και στο Μπουρνάζι κάποιες βιοτεχνίες έχουν επιζήσει της κρίσης και σήμερα χρησιμοποιούν αποκλειστικά Πακιστανούς και Μπαγλαντέζους άνδρες, σπανιότερα γυναίκες, που δουλεύουν όλη τη μέρα πάνω στις γαζομηχανές για 2.50-5.50 ευρώ την ημέρα. Οι εργοδότες τους κρατούν τα διαβατήρια και για ύπνο στριμώχνονται σε κάποιες αποθήκες στους ίδιους χώρους. Φαινόμενο γνωστό από άλλες πόλεις της Νότιας Ευρώπης με την ίδια παραγωγική παράδοση, όπως στην ταινία του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ιναρίτου «Biutiful» (σκόπιμα ανορθόγραφο) για την Βαρκελώνη, στην οποία ο Χαβιέ Μπαρδέμ υποδύεται έναν άρρωστο και αντιφατικό χαρακτήρα του υποκόσμου, εκμεταλλευτή μεταναστών χωρίς χαρτιά. Μέχρι που τους βρίσκει νεκρούς στο υπόγειο από αναθυμιάσεις υγραερίου για τις θερμάστρες.
Οι πόλεις επιτυγχάνουν ή αποτυγχάνουν οικονομικά, πολιτισμικά και ως προς την ευημερία των πολιτών τους, ακολουθώντας -όχι όμως πάντα – τη γενικότερη κατάσταση της χώρας που ανήκουν. Οι μεγάλες πόλεις στην Ελλάδα, μαζί και η Θεσσαλονίκη, βιώνουν τα τραύματα της γενικευμένης νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης, της τοπικής κακοδιοίκησης, της υφαρπαγής του δημόσιου χώρου, της επέλασης των μέγα-projects, υποκύπτοντας στο marketing των τουριστικών προορισμών, αδιαφορώντας για τις τοπικές παραγωγικές δυνατότητες. Τα δεκάδες σχέδια πολεοδομικής και στρατηγικής ανάπτυξης που έχουν εκπονηθεί, παραμένουν στα αρχεία, χρήσιμα μόνο για τους ιστορικούς της πόλης. Η Θεσσαλονίκη πορεύεται με επεμβάσεις Ad Hoc, όπως εύστοχα έχει ονομαστεί το ειδικό αφιέρωμα για την πόλη στο περιοδικό Γεωγραφίες ².
Κατά τα άλλα, η πόλη παραμένει με τις γνωστές σταθερές της. Τη μεγάλη πυκνότητα, την έλλειψη πρασίνου, την ασφυκτική παρουσία του αυτοκινήτου, τις χαμένες ευκαιρίες με τα στρατόπεδα, τα μεγάλα κλειστά βιομηχανικά συγκροτήματα της ΑΓΝΟ και της Αλατίνη. Παράλληλα οι λίγοι μεγάλοι δημόσιοι χώροι της πόλης βανδαλίζονται: με άχρηστους διαγωνισμούς όπως η πλατεία και ο άξονας της Αριστοτέλους, η Δυτική Είσοδος, με ιδιωτικοποιήσεις όπως το φαραωνικό project της ΔΕΘ, για να χάσει το κέντρο τη μόνη δυνατότητα να αποκτήσει πράσινο. Το κυριότερο: με την αδυναμία εκλογής μιας προοδευτικής και διορατικής δημοτικής αρχής, πέρα από την αντιφατική περίοδο Μπουτάρη.
Το ερευνητικό ενδιαφέρον για την αθέατη για τους πολλούς παραγωγή και εργασία στον ιστό της πόλης, διαβάζεται/ακούγεται σήμερα σαν κάτι παρωχημένο μιας και αυτό που μελετήσαμε στη δεκαετία του 1980 δεν υπάρχει πια. Όμως η προσέγγιση μας δεν αφορούσε μόνο τη διάχυτη εκβιομηχάνιση που έχει εκλείψει. Ήταν και μια κριτική πρόταση για να δούμε την πόλη διαφορετικά, να καταλάβουμε πως παράγεται ο χώρος της και η καθημερινή της ζωή από την σκοπιά του κόσμου της εργασίας. Πιστεύαμε τότε, όπως και σήμερα ³ , ότι οι γειτονιές της πόλης δεν συγκροτούνται μόνο από την υλικότητα των κτιρίων, των δρόμων και των φανταχτερών παρεμβάσεων, αλλά και από τις άυλες ανθρώπινες σχέσεις, όπου η εργασία, ορατή, αόρατη, αμειβόμενη ή όχι, αποτελεί μια προνομιακή είσοδο ανάλυσης του αστικού χώρου. Μια προσέγγιση κριτική στις ιλουστρασιόν προτάσεις ανάπλασης αλλά και προς τις περισσότερο παραδοσιακές προσεγγίσεις των πολεοδομικών σχεδίων, των θεσμών και των μεγάλων έργων, οι οποίες αγνοούν την καθημερινότητα αυτών για τους/τις οποίους/ες σχεδιάζονται.
Οι παλιές φωτογραφίες είναι από το βιβλίο «Θεσσαλονίκης εμπόριον, 1870-1970. Εισαγωγή στην εμπορική ιστορία και γεωγραφία της πόλης», έκδοση ΠΙΟΠ
¹ Βλ. την εκτεταμένη έρευνα «Διάχυτη εκβιομηχάνιση στο Π.Σ.Θ και στην Ε.Π.Θ. Επιπτώσεις στην ανάπτυξη της πόλης» (3 τόμοι) που είχε αναθέσει ο Οργανισμός Θεσσαλονίκης στους Ντίνα Βαΐου, Λόη Λαμπριανίδη, Ζώγια Χρονάκη και στον γράφοντα ως επιστημονικά υπεύθυνο. Βλ. επίσης το βιβλίο των Ντίνα Βαΐου, Κωστή Χατζημιχάλη (1997, 2003 β έκδοση) Με τη ραπτομηχανή στην κουζίνα και τους Πολωνούς στους αγρούς. Πόλεις, περιφέρειες και άτυπη εργασία, Αθήνα, Εξάντας.
² Βλ. Επιμέλεια Εύη Αθανασίου, «Θεσσαλονίκη Ad Hoc: Ουρανοξύστες, Ενυδρεία και Σχεδιασμός «Κατ’ εξαίρεση» Γεωγραφίες, νο 43, 2023, σελ. 20-110.
³ Βλ. το βιβλίο της Ντίνας Βαΐου (2021) Η αθέατη εργασία των γυναικών στη συγκρότηση της πόλης. Όψεις της Αθήνα μετά τη μεταπολίτευση, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, και Κωστής Χατζημιχάλης (2023) Ματιές στην καθημερινότητα των πόλεων, Αθήνα, νήσος
*Ο Κωστής Χατζημιχάλης είναι Ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου. Υπήρξε Πανεπιστημιακός στο ΑΠΘ, στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Τομέας Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, από το 1980 έως το 1998.
**το άρθρο του δημοσιεύτηκε στο επετειακό τεύχος της parallaxi για τα 35 χρόνια