Οι πόλεις μας. Η μοίρα μας.
Περπατώντας στην Τουλούζη αναγκαστικά συγκρίνεις και κυρίως αποδίδεις ευθύνες στους έλληνες δημάρχους...
Περπατώ δυο μέρες τώρα στην Τουλούζη. Μια πόλη 500 χιλιάδων κατοίκων με ωραία αρχιτεκτονική κληρονομιά. Αν κάτι με εκπλήσει στα πρώτα βήματα της βόλτας είναι μια ασυνήθιστη σαγηνευτική ησυχία. Λες και κάποια μυστηριώδης ενέργεια εξαφάνισε τους αστικούς θορύβους. Ελάχιστα αυτοκίνητα διασχίζουν την πόλη, κανένας ενοχλητικός ήχος κόρνας, μουσικής παραφωνίας από ηχεία αυτοκινήτων, εξατμίσεις μηχανών, φορτηγών που ξεφορτώνουν, δεν ακούγεται.
Ο περίπατος στο ιστορικό κέντρο, στα μεγάλα και ελεύθερα από εμπόδια πεζοδρόμια, κάτω από θεόρατα πλατάνια, λεύκες είναι ανακουφιστικός. Λειτουργεί για το μυαλό σαν αποσυμπιεστής.
Στην καρδιά του ιστορικού κέντρου ο ποταμός Garone καταπράσινος δεσπόζει στη ζωή της πόλης. Μιας πόλης, της τέταρτης σε πληθυσμό στη Γαλλία, που άλλαξε ριζικά τη μοίρα της, χάρη σε έναν εμπνευσμένο άνθρωπο: τον Ντομινίκ Μπωντί (Dominique Baudis). Δήμαρχος για 18 ολόκληρα χρόνια από το 1983 έως το 2001.
Πρώην δημοσιογράφος, πολεμικός ανταποκριτής στον Λίβανο, συγγραφέας μεσαιωνικών βιογραφιών, διαδέχθηκε στη δημαρχία της Τουλούζης σε ηλικία 36 ετών τον πατέρα του Πιέρ Μπωντί (Pierre Baudis), γόνος μιας πανίσχυρης οικογένειας της πόλης το 19ου αιώνα.
Ο νεαρός Μπωντί έβαλε σκοπό της ζωής του να αλλάξει την πόλη του. Και τα κατάφερε. Στα χρόνια του αναστηλώθηκαν όλα τα μεσαιωνικά μνημεία και αποκαταστάθηκε πλήρως η ιστορική φυσιογνωμία της πόλης που παρήκμαζε, χτίστηκαν υπέροχα νέα θέατρα, απίστευτα μουσεία, ενισχύθηκε σε όλη την πόλη το πράσινο με υπέροχα πάρκα, κατασκεύασε δυο γραμμές μετρό που διέρχονται όλη την πόλη και δημιούργησε στο βασικό πολεοδομικό κορμό μεγάλα υπόγεια πάρκινγκ εξαφανίζοντας στην κυριολεξία τα αυτοκίνητα και ενισχύοντας ταυτόχρονα τις λεωφορειακές γραμμές.
Ενίσχυσε την πανεπιστημιακή εκπαίδευση κάνοντας το πανεπιστήμιο της πόλης ένα από τα κορυφαία και τη φοιτητική ζωή της αξιοζήλευτη. Εκμηδένισε τα χρέη της πόλης την εποχή που το μέσο χρέος στην Ευρώπη μιας πόλης με τον πληθυσμό της Τουλούζης ήταν γύρω στα 1.200 ευρώ ανά κάτοικο, μηδενίζοντας ταυτόχρονα τα δημοτικά τέλη για τους πολίτες αφού τα έσοδα του δήμου ήρθαν από αλλού.
Η μαγική του όμως μπαγκέτα ακούμπησε το δημόσιο χώρο και κει το αποτύπωμα ήταν συγκλονιστικό. Με κέντρο τον ποταμό που διασχίζει την πόλη και τις όχθες του που ήταν ένα απέραντο πάρκινγκ αυτοκινήτων, δημιούργησε απέραντους δημόσιους χώρους συνάθροισης που αποκατέστησαν τη σχέση των κατοίκων με το χώρο που τους περιβάλλει.
Την πολιτική του συνέχισαν οι επόμενοι δήμαρχοι ενισχύοντας τις αναπλάσεις και επενδύοντας σε ποιότητα ζωής δημιουργώντας ιδανικές συνθήκες διαβίωσης που θα ζήλευαν οι κάτοικοι πολλών αστικών κέντρων.
Περπατάω σε ένα γαλήνιο αστικό τοπίο και θαυμάζω τον τρόπο που άνθρωποι απολαμβάνουν την καλοκαιρινή βραδιά κάνοντας πικ-νικ στα πλατώματα των κοιτών, ξαπλώνουν στη λιακάδα, παίζουν παιχνίδια σε αστικά ανοίγματα, γεύονται τους ήχους από δεκάδες υπαίθριες συναυλίες και αυτοσχέδιες παραστάσεις.
Παρατηρώ με απέραντη έκπληξη πώς τα κινητά τους τηλέφωνα δεν είναι προτεραιότητα, απουσιάζουν από τα χέρια. Παρέες συνομιλούν χαλαρές και παιδιά ξέγνοιαστα παίζουν σε δεκάδες πάρκα.
Ένας κανονικός παράδεισος από αυτούς που όφειλε να ζει κάθε πολίτης.
Περπατάω και αναρωτιέμαι όλοι οι υπεύθυνοι των δικών μας ζωών, πολιτικοί, δήμαρχοι, περιφερειάρχες, αντιδήμαρχοι, προύχοντες, που ταξιδεύουν αμέριμνοι στο εξωτερικό, συνήθως με δικά μας χρήματα αναρωτιούνται ποτέ πώς μια πόλη καταφέρνει να μεταμορφωθεί;,
Αισθάνονται την παραμικρή όχληση όταν επιστρέφουν πίσω και συγκρίνουν; Νιώθουν την παραμικρή ντροπή όταν τελειώνουν οι καριέρες τους και παραδίδουν πόλεις χειρότερες από αυτές που ανέλαβαν;
Βυθίζομαι στη σιγαλιά ενός γιαπωνέζικου κήπου που κατασκευάστηκε ευφυώς στην καρδιά ενός τεράστιου πάρκου. Άνθρωποι απολαμβάνουν την ζεν αρχιτεκτονική του, ζευγάρια που μόλις παντρεύτηκαν φωτογραφίζονται ξέγνοιαστα, πάπιες κολυμπούν παντού σαν ένα αρμονικό μπαλέτο.
Στη δική μου πόλη συζητάμε ακόμα αν θα κάνουμε Μητροπολιτικό πάρκο και προσπαθούμε να διασχίσουμε τα πεζοδρόμια από τα τραπεζοκαθίσματα και τις κατασκευές. Κάνουμε σλάλομ ανάμεσα σε μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα σε κεντρικούς δρόμους, αναζητούμε στις γειτονιές λίγη δροσιά το καλοκαίρι, φρίτουμε με τις αυλές των σχολείων που μοιάζουν με τσιμεντένια έρημο, κοιτάζουμε με θλίψη τα μεσοπολεμικά κτίρια να ρημάζουν, το ΑΠΘ νάναι ένας μη-τόπος ασύνδετος με την πόλη, τη θάλασσα μας νεκρή.
Τελικά ναι, η μοίρα των δικών μας πόλεων είναι και δική μας μοίρα…