Οι «Σπίρτζιδες» του ΣΥΡΙΖΑ και οι «Δούκες» του ΠΑΣΟΚ
Αυτό που εκπέμπουν τα κόμματα της κεντροαριστεράς είναι ο διακαής πόθος και το αλόγιστο πάθος τους για την «κατάληψη» της εξουσίας.
Στην κεντροαριστερά δεν έχουν καταλάβει ακόμα γιατί έχουν, σχεδόν, χάσει τα πάντα. Η απάντηση είναι απλή: είναι αναξιόπιστοι. Η πλειοψηφία δεν τους εμπιστεύεται και δεν τους παίρνει στα σοβαρά.
Στις ευρωεκλογές του 2024, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ συγκέντρωσαν 1,1 εκατ. ψήφους. Στις εθνικές εκλογές του 2023, σχεδόν 1,9 εκατ. ψήφους και στις εθνικές εκλογές του 2019 είχαν συγκεντρώσει 2,2 εκατ. ψήφους. Δηλαδή από το 2019 αθροιστικά έχασαν περίπου 1 εκατ. ψήφους ενώ η ΝΔ παρά τις απώλειες και την «αποτυχία» της στις πρόσφατες ευρωεκλογές, σταθερά παραμένει πρώτη με σημαντική διαφορά.
Οι ψηφοφόροι δεν είναι ανόητοι, όσο τουλάχιστον φαίνονται ή κάποιοι «έξυπνοι» προσπαθούν να τους παρουσιάσουν. Και δεν μιλάμε για τους «χρήσιμους ηλίθιους» που απέχουν. Όσοι ψηφίζουν, ψηφίζουν για τα συμφέροντα τους, και η πλειοψηφία, αυτή την περίοδο, τα έχει συνδέσει με την πολιτική της ΝΔ και όχι με την πολιτική της κεντροαριστεράς.
Αλήθεια ποια είναι η πολιτική της κεντροαριστεράς; Ποιο είναι το διαφορετικό που προτείνουν σήμερα τα κόμματα της «κεντροαριστεράς», που περισσότερο ταυτίζονται με το φιλελεύθερο κέντρο και όχι με την αριστερά;
Διότι τελικά περί αυτού πρόκειται. Το πρόβλημα είναι πρόβλημα πολιτικής ταυτότητας. Η κεντροαριστερά στην Ελλάδα, και στην Ευρώπη, έχει ενσωματώσει πλήρως την νεοφιλελεύθερη ατζέντα και γι αυτό η δυσαρέσκεια ψάχνει αλλού εκφραστές και μπροστάρηδες ενάντια στη περιοριστική πολιτική που επιβάλει η οικονομική ολιγαρχία, στο πλαίσιο της μεταδημοκρατίας του εταιρικού καπιταλισμού. Ακόμα και η «Νέα Αριστερά», η δήθεν αριστερή διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, πέρα από μία θολή εικόνα «αριστερής» σοσιαλδημοκρατίας, δεν έχει να πει τίποτα καινούργιο, ριζοσπαστικό ή εναλλακτικό να προτάξει έναντι της πολιτικής του κεφαλαίου και των αγορών, που κυριαρχεί στην χώρα μας και παγκοσμίως.
Μπορεί όλα αυτά να ακούγονται ξύλινα και αποκρουστικά, αλλά η ίδια η πραγματικότητα είναι αποκρουστική για τους μη προνομιούχους, τους οποίους πλέον η κεντροαριστερά τους εγκατέλειψε για την «κρυφή» γοητεία της μεσαίας τάξης, αν όχι της μπουρζουαζίας. Δεν τους ταιριάζει πλέον ο κόσμος της μισθωτής εργασίας, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι μικρομεσαίοι παραγωγοί, οι άνεργοι, οι επισφαλείς εργαζόμενοι, το προλεταριάτο και το «πρεκαριάτο». «Μυρίζουν» τα χνώτα τους;
Δεν είναι τυχαίο που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καμία παρουσία σε αυτοδιοίκηση και συνδικάτα, θεσμούς που ελέγχουν το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ και τους έχουν μετατρέψει σε ακίνδυνα προσθετικά στοιχεία του συστήματος πολιτικής και οικονομικής εξουσίας.
Αυτό που εκπέμπουν τα κόμματα της κεντροαριστεράς, είναι ο διακαής πόθος και το αλόγιστο πάθος τους για την «κατάληψη» της εξουσίας. Ο κεντρικός στρατηγικός τους στόχος είναι η διακυβέρνηση. Οι καρέκλες της εξουσίας. Τίποτα άλλο. Τα περί κοινωνικού μετασχηματισμού και κάτι συνθήματα του τύπου «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός», για την κεντροαριστερά και την ανανεωτική αριστερά ή τους σοσιαλιστές, ανήκουν πλέον στην πολιτική μυθοπλασία και στο μακρινό ηρωικό παρελθόν.
Τους βλέπει ο κόσμος και απεχθάνεται την πολιτική
Αυτό που προέχει είναι η διακυβέρνηση, η διοίκηση. Γι αυτό τα «στελέχη» διαγκωνίζονται για τα οφίτσια και τις θέσεις εξουσίας στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ. Γι αυτό «αλυχτούν» στα διάφορα τηλεοπτικά πάνελ και φαγώνονται μεταξύ τους σαν τους σκύλους σε οίστρο. Τους βλέπει ο κόσμος και σιχαίνεται την πολιτική και συνακόλουθα και την κεντροαριστερά.
Και ψηφίζει τη ΝΔ; Ναι ψηφίζει το αυθεντικό και αυτό που τολμά να πει αυτό που πιστεύει. Η ΝΔ δεν έκρυψε ότι θα διαλύσει το ΕΣΥ. Το είπε με χίλιους τρόπους. Η ΝΔ δεν έκρυψε ότι τάσσεται υπέρ των ελαστικών μορφών απασχόλησης. Δεν κρύβει ότι στηρίζει τα καρτέλ της ενέργειας και των βασικών αγαθών. Αυτή είναι η πολιτική της. Ξεκάθαρη και τίμια: η αγορά ρυθμίζει τα πάντα με γνώμονα το κέρδος, όπου κέρδος σημαίνει ανάπτυξη. Τα πάντα στο ιδιωτικό κεφάλαιο και στην αγορά. Το κράτος δεν είναι ρυθμιστής, αλλά αρωγός και συμπαραστάτης της αγοράς. Όλα στο δημόσιο βίο συντονίζονται και λειτουργούν βάσει αυτής της πολιτικής, που αποτελεί ένα ξεκάθαρο πολιτικό πλαίσιο και μία συνεκτική πολιτική θέση.
Τι λένε ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, πέρα από τη μείωση του ΦΠΑ; Αερολογίες. Η διαφορά με τη ΝΔ είναι σε κάτι ποσοστά στη φορολόγηση και στην απορρόφηση του ΕΣΠΑ, σε κάτι «ψιλά» για το κράτος πρόνοιας και στο αίτημα για την καλύτερη και πιο υγιή λειτουργία της αγοράς. Δηλαδή θα βάλουν τους λύκους να αλληλοφαγωθούν, όταν η αγέλη έχει συνεννοηθεί να ρημάξει το κοπάδι; Θα «απορρυθμίσουν» αυτοί τα καρτέλ της αγοράς; Ποιος μπορεί να τους πάρει στα σοβαρά; Χρόνια την ρύθμιζε το ΠΑΣΟΚ και καταχρέωσε τη χώρα και την παρέδωσε σιδηροδέσμια στη μέγγενη του ΔΝΤ. Θα έσκιζε τα μνημόνια ο ΣΥΡΙΖΑ και άφησε 37 δισ. πλεόνασμα, εφαρμόζοντας την πιο σκληρή δημοσιονομική πολιτική.
Οι διαπιστώσεις αυτές έχουν ειπωθεί από στελέχη του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ και δεν είναι αυθαίρετα συμπεράσματα της πολιτικής κριτικής.
Γι αυτό άλλωστε σήμερα τα δύο κόμματα της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, έχουν εγκαταλείψει τα μεγάλα θέματα και έχουν επιλέξει ως στίβο πολιτικής μάχης τον δικαιωματισμό, που ακόμα στην συντηρητική, πατριαρχική, θρησκόληπτη και σε μεγάλο βαθμό «εθνικιστική» Ελλάδα, με την άκρα δεξιά να έχει φτάσει το 20%, φαίνεται ως πρόταγμα ριζοσπαστικό και προοδευτικό. Οι ήττες και οι υποχωρήσεις στα σοβαρά θέματα είναι επαναλαμβανόμενες και όσο πάει και δυναμώνουν.
Ποια εργασιακά και ποια διαφθορά, παραοικονομία, παρακράτος και παραπληροφόρηση. Κανείς δεν τα αγγίζει. Η εξαήμερη εργασία στην Ελλάδα έγινε πρωτοσέλιδο στα ξένα ΜΜΕ αλλά στο ΠΑΣΟΚ μετράνε υποψηφιότητες και στο ΣΥΡΙΖΑ συλλέγουν υπογραφές. Ακρίβεια, χαμηλοί μισθοί, ενέργεια και στεγαστικό έχουν εγκλωβίσει τους μη προνομιούχους στην ανέχεια, αλλά το μείζον πρόβλημα για τα στελέχη της κεντροαριστεράς είναι ποιος θα ηγηθεί των λεγόμενων προοδευτικών δυνάμεων, με στόχο πάντα τις καρέκλες της εξουσίας. Όχι η πολιτική, όχι οι θέσεις, όχι τα προβλήματα στην οικονομία, στην εργασία, στη δικαιοσύνη, στο περιβάλλον. Όλα αυτά, για το πολιτικό προσωπικό της κεντροαριστεράς, είναι δευτερεύοντα ζητήματα.
Οι «Σπίρτζιδες» του ΣΥΡΙΖΑ και οι διάφοροι «Δούκες» του ΠΑΣΟΚ, δίνουν κάθε μέρα ρεσιτάλ στα τηλεοπτικά πάνελ, αναμασώντας ανούσιες πολιτικολογίες για την ανάγκη συνένωσης και ανασύνθεσης της κεντροαριστέρας. Το μόνο θετικό που προσφέρουν είναι ότι γελάει ο κάθε πικραμένος με τους διάφορους «πολιτικούς μεσσίες» και τους «σφουγγοκωλάριους» τους, που «τσιλημπουρδίζουν» μεταξύ τους για τον ηγετικό θώκο της ανασυνταγμένης προοδευτικότητας, που είναι καταδικασμένη να σώσει τον τόπο.
Τον τόπο τον ρώτησαν; Τους λεγόμενους προοδευτικούς πολίτες, εκ των οποίων οι περισσότεροι τους έχουν γυρίσει την πλάτη, τους λογαριάζουν; Δυστυχώς έχει χαθεί κάθε σοβαρότητα. Δεν υπάρχει αναστοχασμός, ούτε αυτοκριτική. Μόνο αλαζονεία, ματαιοδοξία, άμετρη φιλοδοξία και εξουσιομανία και ναρκισσιστική φαιδρότητα. Πρόκειται για μία πολιτική οπερέτα της σειράς, κακοπαιγμένη κι αδιάφορη.
Ασφυκτικά προεδροκεντρικά και αρχηγικά κόμματα
Θα υπήρχε κάποια ελπίδα αν υπήρχε ο συλλογικός διανοούμενος, η δημοκρατία στην πράξη μέσα από συμμετοχικές διαδικασίες στη βάση και στα όργανα των κομμάτων. Όμως τα ίδια τα κόμματα ως πολιτικοί οργανισμοί, επί της ουσίας δεν υπάρχουν. Έχουν διαλυθεί με ευθύνη κυρίως των ηγεσιών και των στελεχών που αποφεύγουν την κριτική, τη λογοδοσία, τον πραγματικό πολιτικό απολογισμό σε πραγματικό πολιτικό χρόνο ενώ ακκίζονται καθημερινά στα παράθυρα της τηλοψίας.
Ασφυκτικά προεδροκεντρικά και αρχηγικά κόμματα, πολιτικές ολιγαρχίες, όπου κουμάντο κάνουν οι νυν και πρώην βουλευτές και υπουργοί και οι μετακλητοί τους, το διορισμένο πολιτικό διευθυντήριο. Ο νεοασταλινισμός στην πράξη. Τα κόμματα της κεντροαριστεράς, κατάντησαν κενές σφραγίδες που λειτουργούν μέσω emails και διαδικτυακά καλέσματα. Το tik tok, να είναι καλά. Ζούμε την εποχή της απόλυτης παραίτησης και ανάθεσης. Το πολιτικό θέαμα στα χειρότερα του.
Και εν τέλει, αυτό που υπάρχει είναι η ανακύκλωση του παλιού, που προσπαθεί να πλασαριστεί ως καινούργιο, και μάλιστα μέσα από ξεπερασμένες και αποτυχημένες διαδικασίες κορυφής που έχουν δοκιμαστεί κι αποτύχει. Συμφωνίες των «από πάνω» που δεν αγγίζουν και δεν ενδιαφέρουν τους «από κάτω».
Όπως άλλωστε έχει ειπωθεί από πολλούς, «ο ορισμός της παράνοιας είναι να κάνεις το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά, περιμένοντας διαφορετικά αποτελέσματα».
Και αυτό γίνεται άμεσα εμφανές κι αντιληπτό, σε δύσκολους καιρούς, σαν κι αυτούς που διανύουμε.
Και αυτός ο ανταγωνισμός, η διαμάχη για της εξουσία δυστυχώς βλάπτει συνολικά τη δημοκρατία και επιβεβαιώνει στην πράξη, αυτό που έλεγε ο Αϊνστάιν, ότι «η δύναμη ελκύει πάντα ανθρώπους με χαμηλή ηθική».