Οι συντάκτες της Parallaxi θυμούνται την αγαπημένη τους Πρωτοχρονιά
Ξεχωρίσαμε τις δικές μας πρωτοχρονιές!
Τελευταία ημέρα του χρόνου, ημέρα απολογισμού, προσωπικές ήττες, νίκες, χαμόγελα, έρωτες, απογοητεύσεις, φιλίες που χάθηκαν, άγχη, ζόρια, πίεση, κακές ημέρες στην δουλειά, μοναξιά, ευγνωμοσύνη, αγάπη. Το 2023 ήταν μία χρονιά δύσκολη, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους, οι ειδήσεις που έτρεξαν και εκτιλύχθηκαν στα μάτια μας, βαριές, προσπαθήσαμε να πιαστούμε από μικρές στιγμές για να μην βουλιάξουμε στις δυσκολίες και τέλος τα καταφέραμε. Η χρονιά που κλείνει, μας άλλαξε, μπήκαμε στα μυαλά σας και είδαμε πως διαβάζετε τα κείμενα μας, μοιραστήκαμε ιστορίες ανθρώπων που ήταν αθέατοι, ανακαλύψαμε μέρη που αγαπήσατε μαζί μας, γράψαμε την οργή σας, υπερασπιστήκαμε τα δικαιώματα μας, σας απογοητεύσαμε, σας ξανακερδίσαμε, άλλη μία χρονιά που μείνατε κοντά μας και ωριμάσαμε μαζί σας. Μας κρατήσατε συντροφιά και σας ευχαριστούμε.
Καλή χρονιά από όλη την συντακτική ομάδα της Parallaxi, το 2024 σας ευχόμαστε να αγαπηθείτε, να αγαπήσετε, να ονειρευτείτε, να ταξιδέψετε, να γελάσετε και να ξεπεράσετε όλα εκείνα που στιγμιαία θα σας φανούν βουνά.
Ξεχωρίσαμε τις δικές μας πρωτοχρονιές.
Στο παραθυράκι του νόμου 2021 – Αλέξανδρος Λιτσαρδάκης
Τις τελευταίες μέρες του 2021 βρίσκομαι στην Αθήνα και σκοπεύω να αλλάξω χρόνο εκεί. Ο covid έχει κάνει την πρωτεύουσα μια μικρή Λομβαρδία. Στις 29 Δεκεμβρίου ο Σωτήρης Τσιόδρας ανακοινώνει πως η λειτουργία των καταστημάτων εστίασης και διασκέδασης θα πραγματοποιείται έως τις 12:00 τα μεσάνυχτα και χωρίς μουσική. Η χρονιά αλλάζει και ο κόσμος κάθεται σπίτι του. Όχι όμως και η Νατάσα Θεοδωρίδου, που ίσως να είχε μιλήσει πρώτα με κάποια χαρτορίχτρα. Τα θέατρα δε συγκαταλέγονται στα καταστήματα εστίασης και διασκέδασης, και η Νατάσα Θεοδωρίδου έχει το εορταστικό της πρόγραμμα στο Θέατρο Παλλάς. Βρεθήκαμε εκεί, στο παραθυράκι του νόμου… Η πρωτοχρονιά του 2022 – Μυρτώ Τούλα
Το 2021 ήταν η πιο κακή χρονιά για εμένα. Ήμουν 22 χρονών, πέρασαν δύο ατελείωτες καραντίνες, ένα μεταπτυχιακό εξ’ αποστάσεως, εξόδους με περιορισμούς, εσωστρέφεια, χάσμα επικοινωνίας, ήταν μία χρονιά που ευχόμουν να φύγει και το θυμάμαι από τα δάκρυα ανακούφισης που κύλησαν στο 3,2,1.
Ήταν η πρώτη χρονιά που δεν πήγα στα Βομβίδια με την παρέα μου, η πρώτη χρονιά που τα μαγαζιά δεν είχαν μουσική, η πρώτη χρονιά που δεν χωρούσαμε 5 άτομα σε ένα τραπέζι, συνθήκες και καταστάσεις που ήταν εντελώς συνηθισμένες για 2.5 χρόνια. Θυμάμαι όμως, ότι την παραμονή ήρθαν οι κολλητές μου και με πήρανε το μεσημέρι από το σπίτι και ενώ ήθελα να τις αγκαλιάσω γιατί ανταμώσαμε μετά από μήνες καθώς έμεναν στο εξωτερικό δεν μπορούσα. Μέσα στο αμάξι φορούσαμε μάσκες και κάναμε αγκαλιές εξ αποστάσεως. Πήγαμε στα Τζάμπο, και πήραμε καραόκε, κάναμε στάση για κρασιά εκεί κοντά, κατεβάσαμε θυμάμαι 4 μπουκάλια 3 άτομα, μιλούσαμε ακατάπαυστα 4 ώρες, υπό την σκιά του φόβου μην τυχόν είχαμε κολλήσει covid καθώς όλοι οι φίλοι μας ήταν κρεβατωμένοι.
Η ώρα πήγε 8, το μαγαζί μάζευε και έκλεινε. Πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, στο αμάξι είπαμε πως μόλις αλλάξει ο χρόνος τα κορίτσια θα έρθουν σπίτι μου, είχαμε σαστίσει, επιζητούσαμε την επαφή, την χαρά. Έφτασα στο σπίτι, με κεφάλι, η πρώτη φορά που με είδαν έτσι οι γονείς μου, άνοιξα την πόρτα και έπεσα πάνω τους και τους είπα πόσο τους αγαπάω και πόσο χαρούμενη είμαι. Ταυτόχρονα μόλις είχα γνωρίσει ένα αγόρι και ήμουν ακραία ενθουσιασμένη. Έβαλα ένα μαύρο φόρεμα με παγέτες, έκανα μπούκλες και έβαλα κόκκινο κραγιόν, πρόσθεσα κάτι κρυσταλλένια σκουλαρίκια, δώρο της μαμάς για τα Χριστούγεννα. Ένιωθα πιο όμορφη από ποτέ, αισθανόμουν σαν να κλείνει ένας βαρύς και δύσκολος κύκλος.
Στολίσαμε το τραπέζι και ετοιμάσαμε τα πιάτα, περιμέναμε τους θείους μου, μια οικογένεια τριών ατόμων και άλλοι τρεις εμείς (δεν επιτρεπόταν παραπάνω τότε). Ανάψαμε το τζάκι, και βάλαμε τζάζ στην τηλεόραση. Το κουδούνι χτύπησε “έχουμε κάνει όλοι τεστ”, αγκαλιαστήκαμε και πιάσαμε τις θέσεις στο τραπέζι. Γύρω στις 11 σηκωθήκαμε να χορέψουμε, ήταν ο πιο ωραίος χορός της ζωής μου. Ξεκινήσαμε την αντίστροφη μέτρηση, εγώ θυμάμαι μόλις το κοντέρ της νέας χρονιάς ξεκίνησε έβαλα τα κλάματα, από ανακούφιση, ήξερα πως το ’22 θα ήταν κάπως καλύτερα τα πράγματα, όχι μόνο για εμένα, για όλους. Χτύπησαν τα πρώτα τηλέφωνα, οι φίλες μου που είχαν Covid.
“Kαλή χρονιά κορίτσια μου, του χρόνου θα ‘μαστε μαζί Σάρωθρον και δεν θα θυμόμαστε τι ήπιαμε”, δακρυσμένες όλες στην βίντεοκλήση. Βγήκα στο μπαλκόνι, η μία από τις κολλητές μου μένει ακριβώς στην απέναντι πολυκατοικία κι αυτή με Covid, ουρλιάξαμε”καλή χρονιά”. Και βλέπαμε μαζί τα πυροτεχνήματα. Στο σαλόνι παίζανε παντομίμα μπροστά στο τζάκι. Η ώρα πέρασε, ήρθαν τα κορίτσια, με δύο σαμπάνιες, οι οποίες είχαν ξεμείνει από το σπίτι. Τις ανοίξαμε και κάναμε το πάτωμα αγνώριστο, η πρώτη φορά που ήπια σαμπάνια στην ζωή μου και ίσως η μοναδική με νόημα, βάλαμε μουσική και χορεύαμε πάνω στους καναπέδες, κάναμε σχέδια για το ’22. Βγάλαμε τις παγέτες και βάλαμε μπιτζάμες, ήταν το δικό μας New Years Eve, παίξαμε μπιρίμπα και μιλούσαμε για όλα όσα μας στεναχώρησαν το 2021. Ήταν η πιο περίεργη και συνάμα συναισθηματική πρωτοχρονιά της ζωής μου, ήταν η πρωτοχρονιά της γενιάς μου. Ήμουν χαρούμενη, ευγνώμων και δυνατή. Καλή χρονιά αγαπημέν@ πλάσματα, κάντε όνειρα κι εκείνα θα ρθουν!
Το μέτρημα – Γιώργος Σταυρακίδης
Οι δικές μου πρωτοχρονιές δεν έχουν ποτέ κάτι αλλιώτικό. Είναι για μένα μία ευκαιρία να βρεθώ με δικούς μου ανθρώπους. Οικογένεια. Να μιλήσουμε, να αγκαλιαστούμε, να δώσουμε φιλιά σαν να μοιράζουμε ο ένας στον άλλον τους καημούς ενός χρόνου που έφυγε ή σαν να μεταφέρουμε όνειρα ο ένας στον άλλον για μία νέα χρονιά που έρχεται ελπίζοντας κάποια από αυτά να πραγματοποιηθούν. Όνειρα, από αυτά τα κρυφά που όλοι κάνουμε όταν σβήνει το φως και ξαπλωμένοι κοιτάμε ένα ταβάνι. Οι δικές μου πρωτοχρονιές κάπως έτσι περνούν χρόνια τώρα. Μετριόμαστε, παίρνουμε «παρουσίες» και σφίγγουμε χέρια για να μη ξεφύγει κάποιος. Οικογένεια. Είναι όμως μία πρωτοχρονιά που δεν την γιορτάσαμε. Δεν θέλαμε ούτε να βρεθούμε. Ούτε να ψιθυρίσουμε όνειρα και καημούς. Γνωρίζαμε καλά πως εκείνη την πρωτοχρονιά το μέτρημα δεν θα έβγαινε ίδιο. Ήμασταν έναν μείον. Και ήταν φρέσκο, όπως το χιόνι που εκείνη τη χρονιά είχε αφήσει τα ίχνη του στο μπαλκόνι μας, παγώνοντας λουλούδια και χαρές. Πολλές φορές σκέφτομαι πλέον αν η απουσία είναι πραγματική για εκείνους που αγαπάμε ή αν είναι μονάχα στο μυαλό μας. Όσο μεγαλώνω αρχίζω να καταλήγω βέβαια περισσότερο στην δεύτερη εκδοχή. Άλλωστε είναι αυτή που με συμφέρει. Εκείνη την πρωτοχρονιά φαινομενικά, θα ήθελα να την ξεχάσω. Να πιστεύω μέσα μου πως δεν υπήρξε ποτέ. Να ξεχάσω την λύπη, να θάψω τα συναισθήματα, να μη θυμηθώ τις κλήσεις και τις ευχές. Ήταν μία δύσκολη κατάσταση που τάραξε την οικογενειακή μας ισορροπία, λίγους μήνες μετά την μεγάλη απώλεια του. Ακριβώς τότε, που θέλαμε να πιστέψουμε πως γεμίζει ο χώρος με εμάς… Δεν γεμίζει όμως έτσι εύκολα και τόσο γρήγορα… Τελικά, δεν καταφέραμε εκείνη τη χρονιά να υποδεχτούμε το νέο έτος. Είναι σαν να το χάσαμε, σαν να μην ήρθε στο σπίτι μας ποτέ τώρα που το σκέφτομαι. Σαν να έδωσε τη σειρά του στην επόμενη, που τα πράγματα θα ήταν καλύτερα. Υπόσχεση. Επιθυμία. Στόχος.
«Να σε περιμένουμε για φαγητό;» στην άλλη άκρη του τηλεφώνου, η φωνή της. «Θα είμαι εκεί».
Οι δικές μου πρωτοχρονιές δεν έχουν ποτέ κάτι αλλιώτικό. Είναι για μένα μία ευκαιρία να βρεθώ με δικούς μου ανθρώπους. Οικογένεια. Όμως είναι όλες ξεχωριστές για μένα. Κι αυτό είναι το σπουδαίο. Με τους λίγους, τους πολλούς, τους σημαντικούς, τους παρόντες και αυτούς που μοιάζουν να λείπουν. Γιατί το όνειρο έχει σημασία, και πόσο μακριά μπορεί να σε περπατήσει…
Η ελευθερία των 18 – Χρυσάνθη Αρχοντίδου
Ως 23χρονη και οδεύοντας στα 24, τα ποτά και τα ξενύχτια έχουν αρχίσει να γίνονται λίγο γραφικά, λίγο συνηθισμένα. Δεν είναι κάτι που τα τελευταία χρόνια της ζωής μου δεν έχω χορτάσει, έστω και με μερικούς περιορισμούς (μία πανδημία, λέω εγώ τώρα…). Η Πρωτοχρονιά δεν ήταν ποτέ κάτι ιδιαίτερο για μένα. Δεν συμβολίζει κάποια ουσιαστική αλλαγή στο χρόνο, στη ζωή μου, στους στόχους μου. Οπότε, τα τελευταία χρόνια είναι ταυτισμένη με ένα ακόμα βράδυ διασκέδασης, που θα ξενυχτήσουμε με την παρέα ως το πρωί. Σίγουρα, με ένα πιο γκράντε ντύσιμο από το καθιερωμένο. Και τα τελευταία χρόνια φυσικά, το περάσαμε λίγο πιο μαζεμένα – λόγω των συνθηκών που μας ανάγκασαν – σε σπίτια, με φίλους, ποτό να ρέει, χαρτιά στην τσόχα, άφθονο γέλιο και αγάπη.
Ωστόσο, η πρώτη ανάσα ελευθερίας, δεν ξεχνιέται εύκολα. Όλο το βράδυ της Παραμονής του 2018, το πέρασα φτιάχνοντας τα μαλλιά μου και προσπαθώντας να πετύχω το μακιγιάζ που θα με έκανε να φαίνομαι γυναίκα (και αποτυγχάνοντας). Ήταν η πρώτη Πρωτοχρονιά που θα περνούσα γυρνώντας όλα τα νυχτερινά μαγαζιά της μικρής μου πόλης, όντας… μονάχα δύο. Ήταν υπεραρκετό για μένα. Μαζευτήκαμε με την μεγάλη κοριτσοπαρέα του λυκείου και στις 12:20 είχαμε ήδη στηθεί έξω από την τεράστια ουρά που είχε σχηματιστεί στα μπουζούκια της πόλης. Φορούσαμε όλες τα ψηλότερα τακούνια, που είχαμε γυρίσει όλα τα μαγαζιά της πόλης για να βρούμε και περιμέναμε καρτερικά, προσποιούμενες ότι “δεν είναι κάτι το σημαντικό, το έχουμε ξανακάνει!”. Αφού ξεφυσήσαμε όταν μπήκαμε, ακούσαμε τα κλαρίνα και τα βαριά λαϊκά στα μπουζούκια, τα οποία καμιά μας δεν ευχαριστιόταν πραγματικά, αλλά χαιρόμασταν και μόνο που ήμασταν εκεί, στρυμωγμένες σαν σαρδέλες. Τα στόρι στο Instagram, που έκαναν τότε το ξεκίνημα τους, ανέβαιναν το ένα μετά το άλλο, για να δείξουμε σε όλους (τους 300 ακόλουθους που είχαμε και είμασταν όλοι κυριολεκτικά στα ίδια δύο μαγαζιά), ότι περνάμε καλά! Αν δεν το ανεβάσεις, έχει όντως συμβεί; Λίγες ώρες μετά, μέσα στον ενθουσιασμό και την τρέλα, με το γέλιο να μην σταματά – ίσως να έφταιγε και λίγο το ποτό – κατευθυνθήκαμε προς το μοναδικό κλαμπ της πόλης για να χορέψουμε μέχρι να ξημερώσει. Και αυτό κάναμε, με αυτήν την αυθόρμητη δηθενιά που έχεις στα 18, αλλά ταυτόχρονα, αυτό το βράδυ αποτελούσε για εμάς μία ανάσα ελευθερίας, σε έναν χρόνο γεμάτο άγχος, πίεση και στρες, περιμένοντας τις Πανελλήνιες.
Βγείτε ή μείνετε σπίτι, πιείτε ή όχι αν δεν θέλετε, πάντως απολαύστε την Πρωτοχρονιά, χωρίς καμία έγνοια και άγχος στο κεφάλι σας, για ένα μονάχα βράδυ. Ας είναι αυτό, το πρώτο του χρόνου.
Στα «τραπέζια των μοναχικών» – Γιώργος Τσιτιρίδης
Η πρωτοχρονιά του 2000 ήταν σημαδιακή για όλους τους γνωστούς λόγους και έφερνε μαζί της μια διάθεση και έναν αέρα αλλαγής. Παρά τις αισιόδοξες φωνές φέραμε βαρύ το φορτίο του στίγματος. Γκέι, λεσβίες και τράνς ζούσαμε μια παράλληλη ζωή αβεβαιότητας, μοναξιάς και περιθωριοποίησης. Γ αυτό πάντα κάποιος θα έστηνε τα «τραπέζια των μοναχικών» όπως τα είχα ονομάσει. Θα φρόντιζε στις γιορτές να οργανώσει τραπέζι στο οποίο θα καλούσε όσους ήξερε πως δεν είχαν πουθενά να πάνε. Αξέχαστες βραδιές με ποτό, ντουμάνια από τσιγάρο, μουσική και φαγητό. Αυτοί που δοκιμάστηκαν σκληρά σήμερα δεν είναι κοντά μας. Άλλοι έφυγαν από ουσίες, άλλοι από κατάθλιψη έβαλαν τέλος στην ζωή τους, κάποιοι απλά εξαφανίστηκαν και χάθηκαν τα ίχνη τους. Εργένης 23 ετών με διαθέσιμο σπίτι ήμουν εγώ που αποφάσισα να οργανώσω τo Μillennium Ρεβεγιόν. Τίποτα σπουδαίο και ευφάνταστο σε μια εποχή που ζούσαμε στην απ έξω. Καλεσμένοι ήταν κάθε λογής φίλοι και γνωστοί. Μούντζες που τα χάλασαν με τους δικούς τους και περνούσαν την θλίψη του χωρισμού εν μέσω εορτών, γκέι ζευγάρια που είχαν την άνεση να εκδηλωθούν ελεύθερα, ο Νίκος που έπινε ακατάπαυστα και τον θυμάμαι να ξερνάει, κάτι γνωστοί χωρίς άνθρωπο που να νοιάζεται αν ζουν η έχουν πεθάνει, οι λεσβίες φίλες μου, η Τέρυ σε χορευτικές φιγούρες Μαντόνα και «Υποφέρω» της Βανδή και αυτοί που ήταν περαστικοί και είχαν μόλις φύγει από τα καθώς πρέπει τραπέζια. Δεν λέγαμε όχι σε κανέναν η πόρτα έμενε ανοιχτή.
– Τι θα κάνεις το βράδυ; την ρώτησα.
– Τίποτα μου απάντησε με απλότητα. Οι γιορτές δεν σημαίνουν τίποτα για εμένα. Θα κάτσω να δω τηλεόραση.
Η επιμονή μου ήταν μεγάλη και έτσι αποφάσισε να πει το ναι.
Τα οικονομικά της πενιχρά αλλά ποτέ δεν πήγαινε καλεσμένη σε σπίτι με άδεια χέρια. Και όποιος δεν έχει φάει τον σιμιγδαλένιο χαλβά της Νανάς δεν ξέρει τι θα πει γλυκό. Η διάθεση ανεβασμένη, αρχίσαμε να τραγουδάμε και να χορεύουμε. Η Νανά στεκόταν σιωπηλή και χάζευε.
– Έχεις κάτι ; την ρώτησα
– Όχι μου απάντησε. Δεν ξέρεις τι χαρά μου δίνει να βλέπω τα νέα παιδιά να διασκεδάζουν. Αυτή την στιγμή είναι σαν να χορεύω και εγώ μαζί σας.
Στα μέσα της βραδιάς χόρεψε το αγαπημένο της «Μου φαγες όλα τα δαχτυλίδια»,με ένα τσιγάρο στο χέρι σιγοντάροντας το cd player γιατί αυτό ήταν το τραγούδι που ερμήνευε καλύτερα από όλα τα άλλα στην «Σεχραζάτ» και στο «Paradise» την εποχή που μεσουρανούσαν σε εκείνον τον «διαφορετικό Βαρδάρη». Άλλαζε πάντα το στίχο και τα δαχτυλίδια τα έκανε τζοβαΐρια. Πάντα με έναν αναστεναγμό, με μια κρυμμένη θλίψη στα μάτια.
Ως επίτιμη καλεσμένη έκοψε την βασιλόπιτα. Δεν θυμάμαι τον τυχερό που απέκτησε το φλουρί και λίγη σημασία έχει. Όλοι εμείς οι επιβιώσαντες εκείνης της γενιάς θεωρούμαστε έτσι και αλλιώς τυχεροί.
Θα θυμάμαι για πάντα αυτή την πρωτοχρονιά όχι απλά γιατί έμπαινε το 2000 αλλά γιατί ήταν από τα τελευταία «τραπέζια των μοναχικών» όπως τα είχα ονομάσει. Σιγά σιγά συν τω χρόνω, άλλος έφυγε από την πόλη άλλος από την ζωή, άλλος νοικοκυρεύτηκε, βρήκε συντροφιά η συμφιλιώθηκε με την οικογένεια άλλος απλά χανόταν για πάντα σαν να μην υπήρξε ποτέ. Για λίγο κράτησαν οι μαζώξεις και μετά ο καθένας βρήκε έναν άλλο τρόπο να βολέψει την αμήχανη μοναξιά των εορτών που είναι πιο δύσκολη απο εκείνη μιας άλλης οποιασδήποτε συνηθισμένης ημέρας.