Οι υπουργοί και οι δικηγόροι
Είναι μια χρόνια συζήτηση, πώς ένα Κράτος κατηγορεί τους πολίτες που προσφεύγουν με το παραμικρό στη Δικαιοσύνη και τους δικηγόρους που κάνουν ενστάσεις
Τα νομοθετήματα, οι νόμοι, τα συστήματα δικαιικών κανόνων εν γένει σε ένα πρώτο και πρακτικό επίπεδο σκοπό έχουν την ανεύρεση της αλήθειας σε μια συγκεκριμένη ένδικη διαφορά και την απονομή δικαιοσύνης κάτω από κανόνες δεοντολικών επιταγών με καθολική ισχύ και όχι την προσέλκυση επενδύσεων.
Αυτό δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί, ούτε να επιτυγχάνεται, αν δεν είχε προβλεφθεί η νομική φορεσιά, ο τύπος, με την οποία πρέπει να εμφανίζονται, να προβάλλονται δικαιώματα, αξιώσεις και ενστάσεις που περικλείουν εντός τους ουσιαστικό περιεχόμενο.
Η μηδενιστική απλούστευση και ο απλουστευτικός μηδενισμός του Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και οι λαϊκίστικές, στοχοποιητικές και εξίσου απλουστευτικές υπόνοιες για την ευθύνη των δικηγόρων στην καθυστέρηση της δικαιοσύνης, δείχνουν συμπεριφορά που δεν συνάδει με το ρόλο του πολιτικού προϊσταμένου της Δικαιοσύνης ως εκπροσώπου του Κράτους/Δημοσίου με ό,τι αυτό σημαίνει θεσμικά για τη σχέση Κυβέρνησης και Πολιτείας, αλλά και δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια.
Η δήλωση αυτή αποσκοπεί να βρει το δρόμο της σε αυτιά πολιτών που δεν σχετίζονται με τα νομικά, δεν είναι δικηγόροι και ίσως είναι γενικά καχύποπτοι προς αυτούς, οπότε θεωρητικά στο στόμα τους γίνονται εύκολη τροφή και αποδιοπομπαίοι τράγοι. Σε αυτούς με τη δήλωση του Υπουργού, που υπήρξε επί σειρά ετών κι αυτός δικηγόρος, οι παρουσιάζονται οι δικηγόροι με πρωτοφανή αφέλεια και χωρίς καμία σχέση με την επαγγελματική και δικαστηριακή καθημερινότητα, ως κάποιοι ύπουλοι, πονηροί τύποι που καιροφυλακτούν λίγα δευτερόλεπτα πριν την έκδοση απόφασης και πετάγονται αναφωνώντας «ένσταση, ένσταση» ή «ενίσταμαι, κύριε Πρόεδρε», λες και βλέπουμε ασπρόμαυρη ελληνική ταινία ή αμερικανική σειρά και εξαιτίας αυτού του «τερτιπιού» η Δικαιοσύνη καθυστερεί 1.400 μέρες. Το παραπάνω σκηνικό δεν υφίσταται γενικώς και ειδικά σε πολιτικά δικαστήρια, όπου κυριαρχεί διαδικασία με κατάθεση φακέλου και η συνηθέστερη λέξη σε ακροατήριο είναι «παρίσταται δια». Οι ενστάσεις δεν είναι τερτίπι, αλλά σημαντικός δικονομικός ισχυρισμός με ουσιαστικού δικαίου ρίζες περί θεμελιωδών χαρακτηριστικών της ένδικης διαφοράς και σαφώς εμπλουτίζουν και συνδράμουν στο έργο του Δικαστή, την ανεύρεση δηλαδή της αλήθειας και την απονομή δικαιοσύνης.
Δεν μπορεί ένας Υπουργός, μια (πολιτική) μονάδα, να μιλά με την αλαζονεία του πρώτου ενικού εννοώντας ότι το δικό του ανώτερο μυαλό είναι ικανό να υπερβεί ως προς την αποτελεσματικότητα τον ισχύοντα ΚΠολΔ, που θέλει να πετάξει στα σκουπίδια, ότι είναι τόσο έξυπνος, ώστε να πλάσει μια λειτουργική, συστηματική και μεθοδολογική κατασκευή με δόγμα και βασικές αρχές, καλύτερη από αυτή που μέχρι σήμερα υφίσταται και έχει μελετηθεί ανά τα χρόνια, έχει παραγάγει χιλιάδες αποφάσεις και έχει απονείμει δίκαιο. Και όλα αυτά για να προσελκύσει επενδύσεις λαμβάνοντας τις αξιολογήσεις που πρέπει από ‘’οίκους’’.
Το δεύτερο στοιχείο, που ξέχασε να λάβει υπόψιν ο Υπουργός, προτού κατηγορήσει τους δικηγόρους ως παρελκυστικούς, ύπουλους που επιδίδονται σε τερτίπια και καθυστερούν τη δικαιοσύνη, είναι να κοιτάξει τα του οίκου του και να μας πει για εκείνες τις ολίγες, ελάχιστες αποφάσεις που το Δημόσιο ως διάδικος δεν έχει ασκήσει ένδικο μέσο, υπό το υπερπρονόμιο μάλιστα της «ατέλειας».
Γενικώς είναι μια χρόνια συζήτηση, πώς ένα Κράτος που σε κάθε απόφαση που ηττάται ασκεί κάθε ένδικο μέσο που μπορεί, μεταξύ αυτών και αναιρέσεις στα Ανώτατα Δικαστήρια της χώρας, κάτι που συνεπάγεται υπέρογκα έξοδα για τον αντίδικο και πολλές φορές νικητή της διαφοράς σε δυο βαθμούς, να κατηγορεί τους πολίτες που προσφεύγουν με το παραμικρό στη Δικαιοσύνη, τους δικηγόρους που κάνουν ενστάσεις, όταν ο μεγαλύτερος φιλόδικος και δικομανής είναι το ίδιο το Κράτος με δικονομικά και πραγματικά προνόμια μπροστά στις αποδυναμωμένες από το δικαστικό αγώνα δυνατότητες, όχι μόνον οικονομικές, των πολιτών.
Με όποιον δάσκαλο καθίσεις….
*Στη φωτογραφία ο Κώστας Καρράς και η Νόρα Βαλσάμη από την ταινία του Νίκου Φώσκολου: «Εν ονόματι του νόμου».