Οι ζωές μας μετράνε;
Σκέψεις, προβληματισμοί και (αντι)ηγεμονικοί λόγοι για τη συγκυρία των νέων στην Ελλάδα
Στις αρχές Απριλίου πραγματοποιήθηκε στο ΠΑΜΑΚ η ημερίδα με τίτλο “Φταίει η κακιά η (χ)ώρα”: βιοπολιτικές, περιφράξεις, ανατροπές στη ζωή των νέων, πριν και μετά την οικονομική κρίση στη Ελλάδα.
Μία ημερίδα αφιερωμένη στη μνήμη της φοιτήτριας του ΒΣΑΣ (Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών & Ανατολικών Σπουδών) Φραντζέσκας Μπέζα και όλων των θυμάτων του τραγικού δυστυχήματος στα Τέμπη.
Η parallaxi παρουσιάζει την τοποθέτηση της Σοφίας Ρόζου, φοιτήτριας του Τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών-ΠΑ.ΜΑΚ, στην τοποθέτησή της, με τίτλο:
«Οι ζωές μας μετράνε; Σκέψεις, προβληματισμοί και (αντι)ηγεμονικοί λόγοι για τη συγκυρία των νέων στην Ελλάδα».
Κλήθηκα να μιλήσω για την εμπειρία μου ως νέα και φοιτήτρια στην Ελλάδα της κρίσης και στην παρούσα συγκυρία. Οι πρώτες λέξεις που μου ήρθαν στο μυαλό ήταν οι λέξεις βία, ματαίωση, απελπισία, αδιέξοδο, ασφυξία και άγχος. Η εμπειρία μου από το 2008 έως σήμερα είναι μάλλον κοινότυπη. Όπως οι περισσότεροι νέοι της γενιάς μου, κατέβηκα στους δρόμους τον Δεκέμβρη του 2008 όταν δολοφονήθηκε ο 15χρονος Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος από χέρι ειδικού φρουρού. Αργότερα ματαιώθηκα από την αυξανόμενη αστυνομική βία και αυθαιρεσία, την συστηματική ατιμωρησία και συγκάλυψη και εν τέλει την απελευθέρωση του Κορκονέα. Πήγα στις πλατείες και τις πορείες το 2012 και 2015 και εν τέλει ματαιώθηκα από τα μέτρα λιτότητας των μνημονιακών κυβερνήσεων που καθήλωσαν ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, το οποίο μέχρι πρότινος ζούσε αξιοπρεπώς, σε συνθήκες συνεχούςεπισφάλειας και ανασφάλειας.
Πριν αποφασίσω να φοιτήσω στο πανεπιστήμιο Μακεδονίας δούλεψα κατά τις καλοκαιρινές σεζόν στον τουριστικό τομέα δωδεκάωρα, χωρίς ρεπό και χωρίς ένσημα, μένοντας σε ένα μικρό δωμάτιο στο υπόγειο που μοιραζόμουν με άλλους. Με εργοδότες που ακόμα και σήμερα διατείνονται πως οι νέοι δεν θέλουν να δουλέψουν και είναι τεμπέληδες (απόψεις που δημοσίως ενστερνίζεται η σημερινή κυβέρνηση). Μου έγινε σαφές πως δεν θέλω να ξανά εργαστώ στην λεγόμενη “βαριά βιομηχανία” της χώρας. Όσο μαινόταν η βαθιά κρίση των αυξανόμενων αυτοκτονιών και μεταναστεύσεων αναζητούσα δουλειά σε γραφεία και καταστήματα, ενώ οι δικοί μου πολλές φορές απορούσαν που δεν μπορούσανα βρω δουλειά, δίγλωσση και με κατάρτιση. Μετά από φαινομενικά επιτυχημένες συνεντεύξεις που έμειναν αναπάντητες για μήνες, και μετά από την εξουθενωτική ορθοστασία σε δουλειές στον επισιτιστικό τομέα, αποφάσισα να δώσω ξανά πανελλήνιες γιανα αλλάξω πλήρως το αντικείμενο μου, ως μία ύστατη διεκδίκηση μου από αυτήν την χώρα πριν αναγκαστώ να φύγω και εγώ.
Επέλεξα το ΒΣΑΣ για την οικονομική του κατεύθυνση σε μία υποσυνείδητη προσπάθεια αυτοδιόρθωσης μου, ώστε να μην εγκλωβιστώ στις θεωρητικές επιστήμες όπου η εύρεση εργασίας είναι πιο δύσκολη. Μέσα από την επαφή μου με το πανεπιστήμιο, μου κατέστη σαφές πως θέλω να ακολουθήσω την πολιτική κατεύθυνση της σχολής μας παρά τις συμβουλές κάποιων πως έπρεπε να γίνω θελκτική και χρήσιμη για την αγορά εργασίας. Ούτως ή άλλως θεωρούσα αναπόδραστα δύσβατη όποια πορεία και να ακολουθούσα εάν έμενα στην χώρα.
Η φοιτητική μου εμπειρία δεν απέχει πολύ από αυτήν των περισσότερων φοιτητών. Αν και γνώριζα ότι ο συνδυασμός εργασίας και φοίτησης είναι απαιτητικός και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και ασύμβατος, δεν μπορούσα παρά να εργάζομαι. Τα πρώτα χρόνια των σπουδών μου η παρακολούθηση ήταν κυρίως αποσπασματική. Επιπλέον, λόγω της εργασίας μου ως φωτογράφος, οι περίοδοι με μεγάλο φόρτο εργασίας συνέπιπταν με τις περιόδους εξεταστικής με αποτέλεσμα να μένω πίσω. Πολλές φορές ένιωθα τύψεις που εργαζόμουν αντί να διαβάζωκαι όσες φορές αρνήθηκανα αναλάβω δουλειές ένιωθα τύψεις που διάβαζα αντί να εργάζομαι.
Βρίσκομαι εδώ για να μεταφέρω την δική μου εμπειρία, αλλά ή δική μου εμπειρία μπορεί να χαρακτηριστεί συγκυριακή και αμελητέα και γι’αυτό θα ήθελα να αναφερθώ σε παραδείγματα γνωστών, συμφοιτητών και φίλων μου. Κατά την διάρκεια της βαθιάς κρίσης αλλά και κατά την τελευταία τετραετία, φίλοι και γνωστοί μου αυτοεξορίζονταν σε άλλες χώρες, ολοένα και πιο συχνά, έως ότου έφτασα να μετράω 30-40 άτομα που γνώριζα προσωπικά. Κάποιοι από αυτούς έχουν αρχίσει να αναπολούν την Ελλάδα, αλλά δεν μπορούν να επιστρέψουν σε αυτές τις συνθήκες διαβίωσης. Άλλοι μιλούν για ένα βιοτικό επίπεδο που ποτέ δεν θα εγκατέλειπαν για να επιστρέψουν στον ήλιο και την οικογένεια τους. Μία φίλη μου αναγκάστηκε να επιστρέψει στο χωριό της, παρά το πτυχίο φαρμακευτικής, καθώς δεν μπορούσε πλέον να αντεπεξέλθει στις οικονομικές απαιτήσεις ενός σπιτιού με αποτέλεσμα να χάσει τα μαλλιά της από το άγχος και την στεναχώρια. Μία συμφοιτήτρια μας δούλευε ως καθαρίστρια όσο σπούδαζε και έχει ζήσει με κομμένο ρεύμα μετά τους τελευταίους λογαριασμούς. Τώρα δουλεύει ως τηλεφωνήτρια σε γνωστή πολυεθνική εταιρεία IT που απέκτησε έδρα στην Ελλάδα εν μέσω κρίσης, όταν η χώρα προσπαθούσε να προσελκύσει τις πολυπόθητες ξένες επενδύσεις, και αμείβεται σημαντικά λιγότερο για την ίδια θέση από τους «ψηφιακούς νομάδες» της ίδιας εταιρείας. Δεν είναι η μοναδική που γνωρίζω να μένει χωρίς ρεύμα για κάποιους μήνες. Άλλοι παράτησαν το διδακτορικό τους λόγω παρενόχλησης από τον επιβλέποντα καθηγητή ή λόγω οικονομικών δυσκολιών.
Το γεγονός πως πολλοί από αυτούς βρίσκονται πάνω από τον δείκτη που ορίζει την φτώχεια δεν αναιρεί το ότι στην πραγματικότητα δεν έχουν τις ίδιες ευκαιρίες πρόσβασης στη γνώση, στις υπηρεσίες, στο κράτος, στην ασφάλεια και στην οικονομική ανάπτυξη. Η ελπίδα και η φιλοδοξία που θα έπρεπε να χαρακτηρίζει τα σχέδια μας έχει αντικατασταθεί από το άγχος για την υλοποίηση τους και την αβεβαιότητα.
Δεν έχω κανέναν φίλο που να μην έχει πάθει κρίσεις άγχους ή πανικού λόγω των συσσωρευμένων πιέσεων της οικονομικής κρίσης, λόγω της εξάντλησης χάριν παραγωγικότητας στη δουλειά και παράλληλα στην εξεταστική, ώστε να κατακτήσουμε αυτό που υπόσχεται το νεοφιλελεύθερο αφήγημα της προσωπικής ανάπτυξης και της ατομικής ευθύνης. Άλλοι εξαιτίας της εργασίας στα μεγάλα τουριστικά συγκροτήματα που, παρά τις εκκλήσεις των εργαζομένων, παρέμειναν ανοιχτά ακόμα και όταν ο ουρανός ήταν κόκκινος και έβρεχε στάχτες κατά την διάρκεια των πυρκαγιών στην Εύβοια, μη τυχόν και διαταράξουν την πλασματική πραγματικότητα των all inclusive ανέμελων διακοπών του καλοκαιρινού state of mind.
Μας αποκάλεσαν τη γενιά των κλεμμένων ονείρων, τη γενιά των 400€ που έπειτα έγιναν 700€ τη στιγμή που τα ενοίκια κοστίζουν τα ¾ αυτού, τη γενιά του καναπέ και τη γενιά του brain drain. Παρόλα αυτά, δεν πιστεύω πως μπορεί να υπάρξουν αφηγήσεις που να αντιπροσωπεύουν μία ολόκληρη γενιά,ούτε είμαι σε θέση να αφηγηθώ ολιστικά το δικό μου τραύμα, πόσο μάλλον της γενιάς μου και της επόμενης που τώρα ενηλικιώνεται και μετράει και αυτή τους νεκρούς της. Αν, όμως, απλώς αφηγηθούμε το τραύμα χωρίς να το ενσωματώσουμε στο ιστορικό του πλαίσιο, διατρέχουμε τον κίνδυνο να συσκοτιστούν όλες εκείνες οι δομικές συνθήκες που οδήγησαν σε αυτό, αλλάκαι να αποσιωπηθούν οι τρόποι με τους οποίους ο πόνος μπορεί να φωτίσει τις δομές και τους λόγους που τον δημιουργούν.
Η κανονικότητα στην οποία ακούμε συνεχώς πως πρέπει να επιστρέψουμε γεννά επισφάλεια, ανασφάλεια και ματαιότητα για το μέλλον που προδιαγράφεται αβέβαιο μεν, σίγουρα δυστοπικό δε. Η ψυχολογική πίεση που βιώνουμε ως νέοι στην Ελλάδα έχει ενταθεί κατά την τελευταία τετραετία κατ’ αναλογία με την αύξηση της αστυνομικής βίας και καταστολής, την απροκάλυπτη αναδιανομή πλούτου προς τα πάνω, την ανεύθυνη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, την ιδεολογικά κατευθυνόμενη επίθεση στο κοινωνικό κράτος και το δημόσιο Πανεπιστήμιο, τις συνταγματικές εκτροπές στο όνομα της ανάγκης και της ωφέλειας, την άνευ προηγουμένου κυβερνητική απαξίωση της τέχνης και του πολιτισμού και την ανερυθρίαστη επικοινωνιακή πολιτική εν είδει gashlighting. Η “ασφάλεια” των αρίστων είναι ο νόμος για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια, η επιείκεια της δικαστικής εξουσίας σε καταδικασμένους βιαστές και μαστροπούς που κυκλοφορούν ελεύθεροι και εξαπολύουν επιθέσεις στα θύματα τους, τα βίαια pushbacks, οι έφοδοι της αστυνομίας σε σινεμά και κλαμπ, η αστυνομική βαρβαρότητα στη Νέα Σμύρνη, η βίαιη καταστολή αντιφασιστικών συγκεντρώσεων και η παράλληλη προστασία (ή έστω αδιαφορία) για τις συγκεντρώσεις νεοφασιστών που επιτίθενται σε σχολεία ανενόχλητοι, η βίαιη καταστολή φεμινιστικών διαδηλώσεων κατά των βιασμών, διαδηλώσεων για την προστασία του περιβάλλοντος, ακόμα και διαδηλώσεων για το έγκλημα στα Τέμπη.
Η επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης επιχειρεί να νομιμοποιήσει και να κανονικοποιήσει την απαξίωση απέναντι στους νέους και σε όσους αντιπολιτεύονται τις υπάρχουσες πολιτικές, ώστε η άμεση και δομική βία που τους ασκείται να φαίνεται φυσική, δικαιολογημένη ή τουλάχιστον αποδεκτή. Οι νέοι χαρακτηρίστηκαν ως οι βασικοί υπαίτιοι της εξάπλωσης του Covid σε πορείες και πλατείες, ως αναρχικά στοιχεία και κουκουλοφόροι μπαχαλάκηδες, ως αιώνιοι φοιτητές και τεμπέληδες διδακτορικοί, ως μη ικανοί να συντάξουν ένα καλό βιογραφικό, ως “καλομαθημένοι στα επιδόματα”. Χαρακτηριστήκαμε μίζεροι, οικονομικά αναλφάβητοι, επικίνδυνοι, τεμπέληδες, γκρινιάρηδες, “τρωκτικά και κατσαρίδες”. Αυτά διατείνεται η σχεδόν μανιχαϊστική ρητορική περί αριστείας που διαχωρίζει τους πολίτες σε εκλεκτούς και μη, και μέσω αυτής κανονικοποιεί την βία, τους αποκλεισμούς και τις περιφράξεις. Μια αριστεία «ελέω θεού», και όχι πραγματικών ικανοτήτων. Αριστεία είναι ο συμφοιτητής μας που πάσχει από επιληψία βαριάς μορφής και έχει αναπηρία σε ποσοστό 84% (κατάσταση που επιβαρύνει τις αντοχές του στο διάβασμα και τη συγκέντρωση) αλλά λόγω του πενιχρού επιδόματος αναπηρίας των 313€ αναγκάζεται να δουλεύει σε χειρωνακτικές εργασίες υπό επισφαλείς συνθήκες για να χρηματοδοτήσει την φοίτηση του και παρόλα αυτά καταφέρνει να συγκεντρώνει μέσο όρο άνω του οκτώ.
Δυστυχώς, οι ρητορικές και πολιτικές της τελευταίας τετραετίας δεν είναι καινοφανείς αλλά εκφράζουν την ουσιοκρατία του νεοφιλελευθερισμού και του νεοσυντηρητισμού. Αυτό που η Wendy Brown έχει ονομάσει νεοφιλελεύθερη λογική (rationality) διαμορφώνει μία συνείδηση ορθολογικής συμπεριφοράς που, πρωτίστως, εξυπηρετεί την επιδίωξη του κέρδους. Αυτή η λογική δεν είναι απλώς η νομιμοποιητική συνθήκη λειτουργίας του κράτους το οποίο αξιολογείται και το ίδιο ανάλογα με τις επιδόσεις του, όπως για παράδειγμα ο τομέας των ιδιωτικοποιήσεων. Επεκτείνεται σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής και ορίζει το κανονιστικό πλαίσιο για την συμπεριφορά των ατόμων, τα οποία οφείλουν να αυτοεπιτηρούνται και να αυτοδιορθώνονται. Εντός αυτού του πλαισίου αξιολογούμαστε βάσει της χρησιμότητας μας σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς. Η λογική αυτή δεν είναι απλώς οντολογικής προέλευσης αλλά προβάλλεται κανονιστικά και έχει εμπεδωθεί από ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Οι κανονιστικές συνδηλώσεις μας υπαγορεύουν ότι για την δυστυχία μας ευθυνόμαστε μόνο εμείς και όχι οι δομικές συνθήκες. Η ασφάλεια και η αριστεία που ευαγγελίζονται δεν αφορά σε εμάς και στις ζωές μας αλλά την πολιτική τάξη που υπηρετούν. Εμείς είμαστε αναλώσιμοι. Δεν διστάζουν να αναφέρονται στον εαυτό τους ως «δυνάμεις του εκσυγχρονισμού και της προόδου» ενώ όσοι υπερασπίζονται το σύνταγμα, την δημόσια εκπαίδευση, την δημόσια υγεία και την προστασία του περιβάλλοντος στοχοποιούνται ως «θιασώτες του παρελθόντος» και εχθροί του ορθολογισμού και της προόδου. Το αποκορύφωμα αυτής της ρητορικής ήρθε μετά την φρίκη του δυστυχήματος στα Τέμπη. Τόσο από κυρίαρχα ΜΜΕ όσο και από αμετροεπή κυβερνητικά χείλη ειπώθηκε ότι οι νεκροί συμφοιτητές και συμφοιτήτριες μας, οι φίλες και οι φίλοι μας, οι σύντροφοι μας, οι αδερφοί και οι αδερφές μας θα αποτελέσουν «θυσία» για τον εκσυγχρονισμό του σιδηροδρομικού δικτύου. Οι λόγοι περί προόδου, φιλελευθερισμού και 4ηςβιομηχανικής επανάστασης συνυπάρχουν σε πλήρη αντίθεση και παραδοξότητα με τον προ-νεωτερικό λόγο και πρακτική της ανθρωποθυσίας. Ο «Διαφωτισμός επιστρέφει στον μύθο», όπως είχαν ισχυριστεί οι Αντόρνο και Χόρκχαϊμερ, για να εξορθολογήσει τον πόνο που προκαλεί.
Είναι τρομακτικό να νιώθεις εκτεθειμένος στις συνθήκες χωρίς να μπορείς να σχεδιάσεις το μέλλον σου ακόμα και στα πιο απλά πράγματα, όπως το να συνεχίσεις τις σπουδές σου. Χωρίς να ξέρεις αν θα μπορέσεις να συνεχίσεις να επιπλέεις ή αν θα πνιγείς. Παρόλα αυτά, τα πιο χρήσιμα πράγματα για εμένα κατά τη διάρκεια της φοίτησης μου ήταν τα μη- χρήσιμα. Αυτά που δεν έχουν ως αυτοσκοπό τις βεβαιώσεις παρακολούθησης και την προσληψιμότητα, όπως η ανοικτή σειρά διαλέξεων για τη διεθνή πολιτική θεωρία των Politics First, αλλά αργότερα και το Εργαστήριο Μελέτης του Πολιτισμού, των Συνόρων και του Κοινωνικού Φύλου.
Δεν μπορώ να πιστέψω στο αφήγημα που περιγράφει την Ελλάδα ως παράδεισο, όπως επίσης δεν πιστεύω στον μετά θάνατον παράδεισο. Πιστεύω όμως στην μνήμη και στην ιδέα του ανθρώπου που ξεπερνάει την φυσική του υπόσταση. Το σώμα φεύγει, αλλά οι άνθρωποι παραμένουν μαζί μας, με κάποιους τρόπους, σαν αερικά μέσα από τις μνήμες και τα βιώματα όσων αγαπήθηκαν και όσων συγκλόνισαν. Τα θύματα του τραγικού τρένου, την μοιραία αυτή νύχτα της ζωής τους αποσπάστηκαν βίαια από τον τωρινό χρόνο αλλά η απώλεια τους θα παραμείνει απείρως τωρινή ως αναπόσπαστο κομμάτι της δικής μας συλλογικής μνήμης, αλλά και του συλλογικού μας τραύματος. Οφείλουμε να τιμήσουμε αυτήν την μνήμη και να την μετατρέψουμε σε βαθύ αναστοχασμό για τις εγκληματικές πολιτικές που οδήγησαν σε αυτή την μοιραία νύχτα, σε διεκδίκηση για μία ουσιαστικότερη δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη, χωρίς κοινωνικούς αυτοματισμούς, αποκλεισμούς και βαρβαρότητα.
Οι ζωές μας μετράνε, αλλά όχι μόνο όταν πεθαίνουμε. Δεν ήταν η κακιά η ώρα !
Η Σοφία Ρόζου είναι τελειόφοιτη του Τμήματος ΒΣΑΣ-Πα.ΜΑΚ