Old Navy

του Γιώργου Τελτζίδη Τον τελευταίο καιρό δεν τηλεφωνούσε και τόσο συχνά, συνήθισε  και ο ένας και ο άλλος να ζουν χώρια, αυτή ίσως λιγότερο αλλά το πάλευε. Η θλίψη μπορεί να ριζώσει βαθιά  όταν βρίσκεσαι με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο. Ώρες ώρες σκεφτόταν πως άμα πέθαινε  θα ήταν πιο εύκολο να την  ξεχάσει, τουλάχιστον […]

Γιώργος Τελτζίδης
old-navy-11464
Γιώργος Τελτζίδης
girl_smoking_outside_a_cafe.jpg

του Γιώργου Τελτζίδη

Τον τελευταίο καιρό δεν τηλεφωνούσε και τόσο συχνά, συνήθισε  και ο ένας και ο άλλος να ζουν χώρια, αυτή ίσως λιγότερο αλλά το πάλευε. Η θλίψη μπορεί να ριζώσει βαθιά  όταν βρίσκεσαι με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο. Ώρες ώρες σκεφτόταν πως άμα πέθαινε  θα ήταν πιο εύκολο να την  ξεχάσει, τουλάχιστον θα ήξερε πως δεν υπάρχει η πιθανότητα να αναπνέει για κάποιον άλλο.

Του  είχαν λείψει πολύ οι βόλτες που κάνανε  από Σταυρούπολη, Kαλαμαριά και από εκεί περιφερειακός και πάλι πίσω. Εκείνης της άρεσε γιατί μπορούσε να βλέπει την Θεσσαλονίκη από ψηλά και κάθε φορά έλεγε πόσο όμορφη είναι η πόλη που ζούμε και εκείνος πάντα γκρίνιαζε για την πόλη που ζούμε και πάντα έλεγε πως αυτή η πόλη τον πνίγει και πως θέλει να φύγει.

Τα δυο πακέτα την μέρα είχαν γίνει πια μια συνήθεια, του άρεσε να βουλιάζει αλλά πάντα στο δεύτερο μπουκάλι σταματούσε, ακόμα και ο Μπουκόφσκι είχε όρια  σκεφτόταν και μετά γελούσε μόνος του.  Τις  άσχημες μέρες  τα λόγια του γερομεθύστακα του έδιναν μια σπρωξιά να μαζέψει  τα κομμάτια  του και  να κατεβάσει ακόμα ένα ποτήρι.

Εκείνη κάπνιζε old navy του φαινότανε περίεργο που μια  τόσο όμορφη και εύθραυστη κοπελίτσα κάπνιζε αυτά τα παλιοτσίγαρα, θυμόταν την εποχή που της έκανε μεγάλους καβγάδες, για το πόσο αντιερωτικό είναι όταν μια γυναίκα καπνίζει σαν λιμενεργάτης, για το σπίτι που μύριζε τσιγαρίλα, για την τρύπα που του είχε κάνει κατά λάθος όταν η καύτρα είχε πέσει στο μπροστινό κάθισμα του vw polo. Όλα αυτά του φαινόντουσαν αστεία αν σκεφτείτε πως το σπίτι ήταν πια γεμάτο στάχτες, και τασάκια με αποτσίγαρα, όσο για την μπόχα, οι γόπες, το μαύρο και η στοίβα από άπλυτα πιάτα είχαν κάνει την δουλεία τους σωστά.

Καμία φορά έβρισκε παλιούς φίλους αλλά εκείνοι του έλεγαν πως αν  είσαι στεναχωρημένος αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να σηκώνεις βάρη, γιατί αν κάνεις βάρη φτιάχνεις σώμα και μετά μπορείς να πάρεις κάμπριο  και μετά μπορείς να γαμάς  γκόμενες και μετά τα ξανάλεγαν  από την αρχή βάρη, κάμπριο και να γαμάει γκόμενες.

Το σπίτι έμοιαζε με περίπτερο του Ikea, το κάθε αντικείμενο ήταν αγορασμένο από την σουηδική πολυεθνική με τα φτηνά έπιπλα χαμηλής ποιότητας, όταν κάνα βράδυ έφερνε καμία γκομενίτσα που είχε πατήσει τα 26 και ζούσε ακόμα με τους γονείς της εντυπωσιάζονταν πολύ από το σπίτι, σε καμία δεν έλεγε ότι “εκείνη”  είχε αναλάβει την διακόσμηση, απλά σχημάτιζε ένα χαμόγελο και ανάλυε τον τρόπο που έχει μπει το κρεβάτι, ο καναπές και πόσο αρμονικά έδενε η χέστρα με την μπανιέρα.

Οι περισσότερες ήταν τόσο ηλίθιες που δεν μπορούσες να κάνεις ούτε μια σοβαρή συζήτηση για τον καιρό. Άλλη ήθελε να γίνει κομμώτρια, άλλη ηθοποιός, άλλη να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, όση ώρα αυτές ήταν γυμνές και ξαπλωμένες στο κρεβάτι αυτός  δεν έδινε καθόλου σημασία σε αυτά που έλεγαν, κουνούσε το κεφάλι σαν να είχε Πάρκινσον, τους έγνεφε καταφατικά και σκεφτόταν πως κάποια μέρα κάποιος άτυχος ερωτευμένος μαλάκας θα τις φορτωθεί για πάντα..

Πάντα λίγο πριν βγει οριστικά από την πόλη  και χαθεί μια για πάντα  στην εθνική οδό, έκανε αναστροφή και γύριζε πίσω σαν να υπήρχε ένας αόρατος μανδύας που δεν μπορούσε να περάσει. «Μια από αυτές τι μέρες, θα το κάνω, θα εξαφανιστώ…» έλεγε και ξανάλεγε χτυπώντας δυνατά το ξεφτισμένο δερμάτινο τιμόνι της παλιάς κόκκινης BMW του.

Είχε ήδη πατήσει τα 30, πέντε χρόνια μετά ήταν ακόμα εδώ.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα