Ολο το κόκκινο ήταν αίμα
Στην πορεία της Τετάρτης επέλεξα μετά από πολλά – πολλά χρόνια το μπλοκ του ΠΑΜΕ. Είχα, βέβαια, λάβει το mail της Ε.Σ.Η.Ε.Μ. – Θ. που με καλούσε στο Εργατικό Κέντρο αλλά είπα για πρώτη φορά να διαφοροποιηθώ από τους συναδέλφους δημοσιογράφους γιατί θύμωσα με την αυτιστική και πάλι επιλογή των Ενώσεων να απεργήσουν ανήμερα της […]
Στην πορεία της Τετάρτης επέλεξα μετά από πολλά – πολλά χρόνια το μπλοκ του ΠΑΜΕ. Είχα, βέβαια, λάβει το mail της Ε.Σ.Η.Ε.Μ. – Θ. που με καλούσε στο Εργατικό Κέντρο αλλά είπα για πρώτη φορά να διαφοροποιηθώ από τους συναδέλφους δημοσιογράφους γιατί θύμωσα με την αυτιστική και πάλι επιλογή των Ενώσεων να απεργήσουν ανήμερα της καθολικής απεργίας, στερώντας από το κοινό την ενημέρωση για τον όγκο και τον παλμό των αντιδράσεων. Είχα όμως κι έναν ακόμη λόγο να πάω με το ΚΚΕ: Ως απογοητευμένος ψηφοφόρος του κόμματος που μας κυβερνά μου φάνηκε τουλάχιστον παράλογο να βρεθώ δίπλα – δίπλα με στελέχη του ΠΑΣΟΚ, με επώνυμους συνδικαλιστές και με παρατρεχάμενους βουλευτικών γραφείων. Είναι και φίλοι μου κάποιοι απ’ αυτούς, δε ρίσκαρα να μου ξεφύγει καμιά χοντράδα για την όψιμη κοινωνική τους ευαισθησία…
Μέχρι την ώρα που πήρα τον καφέ μου από το κυλικείο της Αριστοτέλους δεν είχα καμιά πληροφόρηση, ούτε για το σπάσιμο της απεργίας εξαιτίας του ραντεβού Παπούλια – Παπανδρέου, ούτε για τα σενάρια συγκυβέρνησης. Οι εξελίξεις στη διάρκεια της πορείας απλά επιβεβαίωσαν την απόφασή μου να ταχθώ με το μέρος των «περιχαρακωμένων αθώων» και των «ξεροκέφαλων αριστερών». Μην βιαστείτε να βγάλετε το συμπέρασμα πως έγινα ΚΚΕ, ούτε ότι αποφάσισα να το αβαντάρω. Είμαι πολύ προβληματισμένος για το τι θα ψηφίσω στην μετά ΠΑΣΟΚ πολιτική μου δράση, απλά διαπίστωσα ότι τα πιο οικεία πρόσωπα και η πιο αθώα αυταπάτη είναι εκεί: Στο άγαλμα του Βενιζέλου, μαζί με μια αντίδραση που έχει συνηθίσει να προσκρούει σε τοίχο και μετά να συνεχίζει ακόμη πιο δυνατή.
Είχε αρκετό κόσμο η πορεία. Νεαρά πρόσωπα ξενυχτισμένα από ποτά και εξετάσεις κι άλλα πάλι κουρασμένα από τη δουλειά και την οργάνωση της κινητοποίησης. Άνθρωποι κανονικοί, όπως οι αγανακτισμένοι του Λευκού Πύργου και οι εκπρόσωποι των σωματείων του ΕΚΘ. Κάναμε μια μεγάλη και ωραία πορεία μέχρι το Διοικητήριο, φάγαμε τρεις φορές δυνατή βροχή, φωνάξαμε πέντε συνθήματα και αποχωρήσαμε την ώρα της μεγάλης καταιγίδας. Απέναντι από την Αρχαία Αγορά αναγκάστηκα να σταματήσω στο μπουγατσατζίδικο της κυρίας Λουτμίλα για να γλιτώσω από το νερό. Πήρα ένα κακάο και μια πίτα με φασόλια. – «Ήσουν στην πορεία;» – «Ναι», απάντησα στη γηραιά κυρία. – «Καλύτερα να έμενα στη Ρωσία», μονολόγησε. «Τόση ανεργία και τόση απογοήτευση είχα να δω από την εποχή του Γέλτσιν…». Έφυγα αφήνοντας στο μαγαζί μαμάδες με παιδιά και άνεργους σαραντάρηδες. Όλοι τους ομογενείς από τα πρώην κομμουνιστικά κράτη. Μετά τα δάνεια και τις χαριστικές ρυθμίσεις, ήρθε η ώρα να μοιραστούμε και την κρίση. Όσο τη μοιραστούμε δηλαδή γιατί πολλούς απ’ αυτούς τους βλέπω να γυρίζουν στην πρώτη τους πατρίδα, που ναι μεν έχει την ίδια ανεργία με την Ελλάδα, ωστόσο τα πάντα κοστίζουν λιγότερο και οι καταναλωτικοί πειρασμοί είναι κατά πολύ μικρότεροι.
Γύρισα στο σπίτι το μεσημέρι κι έφαγα μαζί με τα παιδιά μου. Η τηλεόραση μετέδιδε με τον γνώριμο ακαταλαβίστικο ρυθμό του στυλ «οι εξελίξεις είναι ραγδαίες» ένα κοκτέιλ πληροφοριών: Παπανδρέου, Σαμαράς, Καρατζαφέρης στο ίδιο… μπολ, ανακατεμένοι με σενάρια νέων μέτρων, ενδεχόμενα πρόωρων εκλογών και ολίγο από φόβο να χάσουμε την επόμενη δόση του δανείου. Κάποιοι κουκουλοφόροι κάνουν επεισόδια, ένας δημοσιογράφος αναφέρει τα πρώτα ονόματα που διεκδικούν την πρωθυπουργία σε περίπτωση οικουμενικής κυβέρνησης. Ο Λιάνης (ο ποιος;) σηκώνει μπαϊράκι και δεκάδες βουλευτές μπορεί να τον ακολουθήσουν, ο Σαμαράς ζυγιάζει τα υπέρ και τα κατά της άρνησης συνεργασίας, ο Τάσος Τέλλογλου βρίσκεται άσχημα χτυπημένος στο νοσοκομείο κι όταν ακούω το όνομα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη… λυγίζω και κλείνω την τηλεόραση. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, ποιο είναι το πραγματικό όφελος από την ενημέρωση της σημερινής μέρας; Είναι δυνατόν η Ομοσπονδία των δημοσιογράφων να μην αποφασίζει σπάσιμο μιας απεργίας με σκοπό της προβολή των αντιδράσεων και να το αποφασίζει για να δώσει βήμα στους πολιτικούς να μας προετοιμάσουν σχετικά με την επόμενη μέρα διαχείρισης της χρεοκοπίας μας; Κι όμως, οι τηλεοράσεις, τα ραδιόφωνα και οι εφημερίδες θα αφιερώσουν ένα απίστευτα μικρό μέρος για να περιγράψουν την αντίδραση του κόσμου σε όσα του ετοιμάζει η κυβέρνηση και ένα παράλογα μεγάλο μέρος της ύλης και του χρόνου τους για να μάθουμε ονόματα που μέχρι χτες ήταν ανύπαρκτα στην πολιτική και σενάρια συγκυβερνήσεων που μόνο σκοπό έχουν τη διαχείριση της ελεύθερης οικονομικής μας πτώσης και τη νομιμοποίηση νέων μέτρων που θα στείλουν τις εργασιακές σχέσεις 150 χρόνια πίσω.
Για όλα αυτά, βέβαια, λίγο φταίνε οι δημοσιογράφοι. Ίσως μάλιστα το σημερινό περιστατικό να τους κάνει να καταλάβουν ότι δεν νοείται γενική πανελλαδική απεργία χωρίς ενημέρωση. Το χρωστάμε αυτό στο κοινό, σε όσους αγωνίζονται στους δρόμους αλλά και στο ίδιο μας το λειτούργημα που πλήττεται βάναυσα τα τελευταία χρόνια απ’ όσους αρέσκονται σε σενάρια πολιτικών συνωμοσιών. Αυτοί που μου φταίνε περισσότερο και με θυμώνουν είναι οι πολιτικοί μας. Ο Παπανδρέου που ψάχνει συνέταιρους στην αποτυχημένη επιχείρησή του. Ο Σαμαράς που θα αποφασίσει τι θα κάνει όταν μάθει τι θέλουν οι ψηφοφόροι του. Ο Καρατζαφέρης που δεν κοιμάται τα βράδια από την αδημονία συγκυβέρνησης και ο Μητσοτάκης που με κυνισμό θα ζητήσει σύμπνοια και σύνεση για να «βγει η χώρα από την κρίση». Τους βαρέθηκα, φίλοι μου, όλους. Για μένα μοναδική κρίση είναι η προσπάθεια των πολιτικών να βγούμε απ’ αυτήν. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι την αντίδραση στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ την προκάλεσε ο Γιώργος Λιάνης, ένας πολιτικός που στον μικρό νομό Φλώρινας υπήρξε για περισσότερα από 20 χρόνια συνώνυμο της συνθηκολόγησης με τους τοπικούς πολιτικούς του αντιπάλους. Δεν μπορεί να χωρέσει το μυαλό μου ότι ο άνθρωπος που με διαβεβαίωσε ότι υπάρχουν λεφτά κι εγώ του έδωσα την εντολή να κυβερνήσει για τέσσερα χρόνια με εκβιάζει με εκλογές γιατί αντιδρώ στα άδικα μέτρα που μου επιβάλλει και σαν εναλλακτική λύση προτείνει συγκυβέρνηση με όσους πολέμησε λυσσαλέα για να τους αντικαταστήσει.
Δεν ξέρω τι θα γίνει τις επόμενες ώρες. Αυτή η στροφή της Ιστορίας είναι τόσο απότομη που αδυνατώ να εκτιμήσω αν είναι άτυχοι αυτοί που φεύγουν απ’ το τρένο ή αυτοί παραμένουν πάνω του στην ξέφρενη πορεία. Το να πάρω στα χέρια μου μια κόκκινη σημαία είναι μια κίνηση που κάνω σχεδόν ενστικτωδώς. Δεν ξέρω αν θα είναι το κόκκινο του ΚΚΕ. Θα είναι όμως σίγουρα το κόκκινο της αλληλεγγύης προς τον διπλανό. Το κόκκινο του πάθους για κάθε τι καλύτερο από τη μιζέρια του σήμερα. Το κόκκινο της οργής για την κατάντια του πολιτικού έργου και λόγου.
Είναι περασμένες 11 το βράδυ της Τετάρτης, 15 Ιουνίου. Η Αλίκη μόλις έβαλε μια τάξη στην ατίθαση νεολαία του σπιτιού μας. Πριν από ακριβώς εννιά χρόνια μια τέτοια μέρα μπήκαμε για πρώτη φορά σ’ αυτό το χώρο παντρεμένοι. Ήταν αδύνατο να το γιορτάσουμε μετά τα σημερινά, της υποσχέθηκα όμως να βρω έναν τρόπο να μεγεθύνω τη μνήμη εκείνης της στιγμής και τελικά κατέληξα (πάλι) σ’ αυτό το μπλογκ. Μέσα σ’ αυτά τα εννιά χρόνια υπήρξαν στιγμές που είχαμε περισσότερα λεφτά και λιγότερο άγχος. Υπήρξαν στιγμές που ένιωθα ψηλότερα και είχα μεγαλύτερη αισιοδοξία. Δεν ήμουνα πιο ευτυχισμένος ούτε είχαν μεγαλύτερη αξία οι άνθρωποι και τα γεγονότα. Αυτό και μόνο με κάνει να χαμογελώ. Ψάχνω στα παλιά μου CD εκείνην την εκπληκτική δουλειά του Χρήστου Λεοντή σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου (εγώ πάντα προτιμούσα τον Λειβαδίτη, είν’ αλήθεια…) για να βρω ξανά το κόκκινο που χόρτασα στην σημερινή πορεία. Μια κρητική λύρα δίνει τον τόνο στη φωνή του Νίκου Ξυλούρη κι ο ποιητής διαβάζει τα δικά του λόγια: «Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να ‘ναι κι από αίμα. Όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα, μπορεί να ‘ναι κι απ’ το λιόγερμα, που χτυπάει στον απέναντι τοίχο». Ασυναίσθητα ψάχνω το ποίημα στη βιβλιοθήκη. Το έχω κρατήσει, είμαι σίγουρος. Αφήνω τα βιβλία και ψάχνω στο ίντερνετ. Το βρίσκω όλο σ’ ένα μπλογκ και σας το αφιερώνω:
«Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν και ο θάνατος είναι πιο κοντά. Έξω απ’ τα κάγκελα, είναι οι φωνές των παιδιών, και το σφύριγμα του τρένου. Τότε τα κελιά γίνονται πιο στενά και πρέπει να σκεφτείς το φως σ’ έναν κάμπο με στάχυα, και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα, για να βρεις λίγο χώρο να απλώσεις τα πόδια σου. Κείνες τις ώρες, σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου, γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα, το τσιγάρο κομμένο στη μέση, γυρίζει από στόμα σε στόμα, όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος, βρίσκουμε τη φλέβα που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης, χαμογελάμε».
Θα κλείσω μ’ ένα σημερινό περιστατικό που για μένα σημαίνει πολλά. Μετά την πορεία στο δρόμο προς Ευκαρπία η οδός Λαγκαδά ήταν μποτιλιαρισμένη. Οι αστυνομικοί είχαν κόψει την Αγίου Δημητρίου για να περάσει η δεύτερη πομπή του ΕΚΘ. Ο τροχονόμος που συνήθως ρυθμίζει την κυκλοφορία στο Βαρδάρη μου έκανε νόημα να σταματήσω. Είναι ένας ψηλόλιγνος τύπος που μοιάζει με τον Άβερελ από τους Ντάλτον και σίγουρα τον ξέρετε. Προς στιγμήν νόμιζα ότι ήθελε να με επιπλήξει για κάτι αλλά τελικά κατάλαβα πως ήθελε… να τον πάρω μαζί μου για να διώξει τα διπλοπαρκαρισμένα από τον δρόμο. Με τον ασύρματο στο ένα χέρι και το άλλο στον ώμο μου κάναμε ένα σλάλομ ανάμεσα στους γιωταχήδες. Τους μάλωνε, όπως η μάνα μαλώνει τα παιδιά της. Τους κανάκευε και τους έδιωχνε με το καλό. Τους έδειχνε τα μποτιλιαρισμένα αμάξια και τους υποδείκνυε πού να σταθούν για να μην ενοχλούν. Τότε συνέβη ένα μικρό θαύμα. Σε πέντε λεπτά είχε αναπνεύσει όλη η Λαγκαδά και τα λεωφορεία έφευγαν γεμάτα κόσμο. Ε, λοιπόν, αυτόν τον δημόσιο υπάλληλο εγώ δεν μπορώ να τον κατηγορήσω για το δημόσιο χρέος της χώρας μας. Απ’ αυτόν τον οικογενειάρχη που καθημερινά δίνει και την ψυχή του για να πάω τρία λεπτά πιο γρήγορα στη δουλειά μου αρνούμαι να δεχτώ να του κόψουν έστω και ένα ευρώ. Αυτός ο ψιλόλιγνος «ψυχάκιας» μπάτσος είναι ένα κεφάλαιο ήθους, από το οποίο αξίζει να δανειστούμε όλοι αν θέλουμε να βγούμε από τη κρίση (αξιών) στην οποία έχουμε περιέλθει.