Όλος ο κόσμος ένα πατάρι
Του Σάββα Πατσαλίδη Η γυμνή σκηνή ανέκαθεν πυρπολούσε τη φαντασία των καλλιτεχνών. Και ο λόγος απλός: αφήνει τη φαντασία να πετάξει. Κάτι θα ήξερε, υποθέτω, ο μεγάλος Καλδερόν όταν είχε πει ότι το θέατρο είναι δυο σανίδια και ένα πάθος. Όπως κάτι παραπάνω θα ήξερε και ο Γάλλος μοντερνιστής Κοπώ, καθώς και ο Αμερικανός μοντερνιστής […]
Του Σάββα Πατσαλίδη
Η γυμνή σκηνή ανέκαθεν πυρπολούσε τη φαντασία των καλλιτεχνών. Και ο λόγος απλός: αφήνει τη φαντασία να πετάξει. Κάτι θα ήξερε, υποθέτω, ο μεγάλος Καλδερόν όταν είχε πει ότι το θέατρο είναι δυο σανίδια και ένα πάθος. Όπως κάτι παραπάνω θα ήξερε και ο Γάλλος μοντερνιστής Κοπώ, καθώς και ο Αμερικανός μοντερνιστής Θόρντον Γουάϊλντερ, ο Βραζιλιάνος Μπόαλ, όπως και ο τσικάνο Λουί Βαλτέζ, όλοι ένθερμοι θιασώτες της συγκεκριμένης αισθητικής. Προσθέστε τώρα στη γυμνότητα του χώρου και το μέγεθός του, και θα καταλάβετε γιατί το πατάρι προϋποθέτει μιαν εντελώς αλλιώτικη λογική και προσέγγιση.
Η αισθητική του παταριού
Θες δεν θες, το πατάρι οδηγεί τον χρήστη του πίσω στο σώμα. Του μαθαίνει πώς να επικεντρώνεται σ’ αυτό. Από το σώμα αρχίζουν και σε αυτό τελειώνουν πάθη, αναμνήσεις, ιστορίες. Όσο πιο μικρή είναι η χρηστική επιφάνεια δράσης τόσο πιο πολύ ενισχύεται η σημασία του σωματικού όγκου και συνεπώς και του υποχρεωτικού σκηνοθετικού ελέγχου, υπό την έννοια ότι η ελάχιστη παρατυπία φαίνεται, γιατί ακριβώς ο χώρος μεγεθύνει όλα όσα τον κατοικούν.
Όπως η κάμερα στα κοντικά πλάνα μεγεθύνει το σημείο όπου εστιάζει, όπως το μικρόφωνο μεγεθύνει τον όγκο της φωνής, αποσπώντας την από το σώμα που την εκφέρει, έτσι και το πατάρι μεγεθύνει τις λεπτομέρειες της κίνησης, δίνοντας στα πάντα περίεργη αυτονομία μέσα από την ενισχυμένη ορατότητά τους.
Στα όριά του παταριού τίποτα δεν μπορεί να κρυφτεί ή να πασαλειφτεί. Κανείς δεν μπορεί να καλύψει κανέναν. Δεδομένης της πολύ κλειστής γωνίας θέασης, όλοι είναι, τρόπον τινά, εγκλωβισμένοι στο μάτι της «κάμερας» του θεατή, δηλαδή είναι διαρκώς υπό στενή παρακολούθηση. Και αυτή ακριβώς η μορφή θέασης επιβάλλει την ισχυρή παρουσία της φαντασίας. Ζητά ευρηματικότητα, πράγμα που σημαίνει ότι, για να μπορέσουν τα στριμωγμένα σώματα να πουν την ιστορία τους με τρόπο αποτελεσματικό και επικοινωνιακά ευεργετικό, πρέπει να έχουν να προτείνουν ανοίκειους συνδυασμούς και έξυπνα χορογραφημένες λύσεις. Κανείς δεν επιβιώνει σε μια επιφάνεια 1 επί 1.60 χωρίς οργιάζουσα φαντασία και, βεβαίως, χωρίς βαθειά αίσθηση της δυναμικής της σωματικότητας.
Η ομάδα
Τα λέω αυτά με αφορμή την παράσταση της “Οδύσσειας” που έφερε στο Black Box η ομάδα Patari Project, που πρωτογνωρίσαμε πριν από δύο χρόνια (στα «Δημήτρια») με την περφόραμνς «10cm”. Μόνο που φέτος το εγχείρημα ήταν πολύ πιο δύσκολο, αλλά συνάμα και πιο έξυπνο. Δύσκολο, γιατί δεν τιθασσεύεται εύκολα ένα έπος με το εύρος και την επεισοδιακή δομή του συγκεκριμένου. Απαιτεί άπειρες εργατοώρες ώστε να βρεθούν οι βασικοί αρμοί επάνω στους οποίους θα κυλήσουν οι αυτοσχεδιασμοί και οι σωματικές λύσεις. Και έξυπνο, γιατί η ιστορία αφεαυτής είναι γεμάτη κίνηση, εικόνες, ήχους, δηλαδή εμπεριέχει υλικό απόλυτα ταιριαστό για ένα εγχείρημα σαν κι αυτό.
Η περφόρμανς
Η Σοφία Πάσχου, σε συνεργασία με μια ομάδα πέντε πειθαρχημένων ηθοποιών (τους αναφέρω: Γιάννης Γιαννούλης, Μιχάλης Κουμαριανός, Θεοδόσης Κώνστας, Σάντυ Σπυρίδη και Εριφύλη Σεφανίδου) συνέθεσε ένα όλον που είχε κομψότητα, χάρη, και καλές χορογραφημένες λύσεις. Άλλοτε με τονισμένα τα εξωτερικά περιγράμματα της κίνησης, άλλοτε με πιο εσωτερικές διαθέσεις, οι πέντε ηθοποιοί διδάχτηκαν σωστά και μας έδειξαν το δρόμο προς την Ιθάκη, την προσωπική μας «στεριά» (η μόνιμη επωδός σε κάθε εικόνα).
Δεν υπήρχε τίποτε το περιττό σ’ αυτή την παρτιτούρα σωμάτων και ήχων. Όλα λιτά και ρυθμισμένα, τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών. Γιατί, όπως είπα, σε ένα μικρό χώρο όλα φαίνονται και όλα κραυγάζουν τις πιθανές μικροατέλειές τους. Όταν ένα ζευγάρι χέρια, για παράδειγμα, κάνει κουπί πρέπει να μοιάζει με όλα τα άλλα ζευγάρια. Τίποτα δεν πρέπει να διαφέρει. Ακόμη και το πώς η παλάμη σφίγγει το κουπί. Εννοώ ότι η αρμονία είναι ένα must, το απόλυτο ζητούμενο. Και επ’ αυτού νομίζω πως, εάν βάλουμε το μεγεθυντικό φακό επάνω στη δράση, θα δείξει ότι κάποιες μικρολεπτομέρειες ζητούσαν το κάτι παραπάνω, λίγο ραφινάρισμα, ώστε να εξαφανιστούν οι σκόρπιες μουντζούρες που προκαλούσαν μικρά εξογκώματα στην επιφάνεια της εικόνας. Να πω επίσης ότι περίμενα μια κάπως πιο πλούσια ηχητική (και σχολιαστική) παρτιτούρα, πιο κοντά στην ίδια την κίνηση των σωμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, η κατακλείδα είναι ότι το όλον της προσπάθειας κατάφερε και μετέτρεψε μια τοσοδούλα υπερυψωμένη πλατφόρμα (75 εκατοστά πάνω από το έδαφος) σε μια απέραντη θάλασσα (α)πιθανοτήτων, γεμάτη τέρατα και Ποσειδώνες. Σ’ αυτήν τη θάλασσα ο Οδυσσέας δεν είναι ένας. Είναι ο κάθε ένας από μας που ονειρεύεται κάποια Ιθάκη. Γι’ αυτό και δεν ακούστηκε το όνομά του ούτε μία φορά. Γι’ αυτό και κανένας ηθοποιός δεν χρεώθηκε κατ’ αποκλειστικότητα το ρόλο. Στο τέλος εκείνο που παίρνουμε μαζί μας δεν είναι ατομικές επιδόσεις αλλά ένα καλά εξασκημένο συλλογικό σώμα.
Συμπέρασμα: μια περφόρμανς ευφάνταστη, γοητευτική, γεμάτη ήχους και κίνηση. Δείτε την. Θα περάσετε καλά και κάπως αλλιώτικα.
Περισσότερα για την παράσταση εδώ: «Οδύσσεια» στο BlackBox