«Όταν χτυπήσεις δυο φορές»
«Σκότωσαν τον Παναγούλη! Να!». Μπήκα στο καφενείο παραπατώντας απ’ την σύγχυση και
δείχνοντας το εξώφυλλο της «Μακεδονίας» στον κυρ-Αντρέα, το βαρκάρη στο λιμάνι της
Μηχανιώνας, το μοναδικό μας πελάτη εκείνη την ώρα.
Παλιός Ελασίτης, το γιο του τον Σάκη τον είχα συμμαθητή, «εσύ, αγόρι μου, κουβαλάς
πολλές αμαρτίες», του την είχε πει όταν περνούσαμε «περιοδεύων» ένας αξιωματικός,
«ασυγχώρετες».
Ο συγχωριανός μου κοίταξε τις δύο ασπρόμαυρες φωτογραφίες ψηλά, τη μία με τον
Αλέξανδρο ζωντανό στις ομορφιές του, από την βράβευσή του σε ποιητικό διαγωνισμό στην
Ιταλία, και τη διπλανή με το αμάξι του στραπατσαρισμένο, κυριολεκτικά σμπαράλια.
–Δε γράφει πως τον σκότωσαν. Αλλά εσύ το είπες καλά, παιδί μου. Τον έφαγαν!
Πρωτομαγιά του ’76 ήταν να γίνει το κακό, ήμουνα στο πτυχίο, είχα ξυπνήσει αρκετά στα
πολιτικά, δεν είχα κλείσει τα εικοσιτρία, ούτε κι εκείνος τα τριάντα επτά. Ένιωθα πως
έχασα τον μεγαλύτερο αδερφό που ποθούσα πάντοτε να έχω, στα μάτια μου τον ιδανικό.
Βούιξαν όλα τα μέσα, τα τρία δηλαδή τα βασικά, ραδιόφωνο, τηλεόραση, εφημερίδες. Ο
τύπος ήταν ακόμη στα ντουζένια του, η πολιτικοποίηση του λαού έντονη, εμμονές
φανατικές, άγρια κομματικοποίηση, πολώσεις, καβγάδες, γκρούπες, έξαρση της
στράτευσης στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά.
Μεγάλος ανταγωνισμός των δημοκρατικών και των αριστερών εφημερίδων, βαρβάτες
διενέξεις με τις δεξιές. Έσπευσα να προμηθευτώ και τις άλλες, βάλθηκα να ρουφάω τα
ρεπορτάζ.Ταραχή στην πολιτική σκηνή, δηλώσεις της Μελίνας με κλάματα, η κυρία Αθηνά
αγαλμάτινη και σπαραγμένη, έχανε το δεύτερο απ’ τα τρία παλικάρια της, -θυμήθηκα ένα
χαρακτηρισμό απ’ το δημοτικό τραγούδι «του κόσμου διωματάρης» για τον Αλέξανδρο-,
απ’ την Φαλάτσι, την αγαπημένη, σύντομες δηλώσειςαπό τη Ρώμη, με υπονοούμενα για
σχέδιο εκτέλεσης και όχι ένα ατυχές συμβάν.
Ήμουνα παιδί του καφενείου και της ταβέρνας, ζυμωμένος με την εφημερίδα πριν να
πάω καν στο Δημοτικό. Καθημερινή μας ανάγκη η «Μακεδονία», κεντρώα και συγκαλυμμένα
κάπως αριστερή, διπλωμένη την έδινε ο περιπτεράς, αγορασμένη απ’ τα χαράματα για την
πελατεία μα και για μας. Υπήρχε και η ανταγωνιστική της, ο «Ελληνικός Βορράς»,
απροκάλυπτα δεξιά, αυτήν δεν την δίπλωναν, τι ανάγκη τη δεκαετία του ’60! Θυμάμαι ένα
νεαρό ρασοφόρο, Κυριακή πρωί, μετά τη λειτουργία στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, να
κρατάει περιχαρής στο δεξί, σηκωμένες ψηλά σαν λάβαρα νίκης τον «Βορρά» και την
«Εστία», «γεια σου, πάτερ, η χαρά σου δε σ’ αφήνει να κρυφτείς, ε;», τον είχα περιπαίξει.
Τα τρία μέσα, -που λέγαμε πριν-, τα είχα κατατάξει από πιτσιρίκος με μια αξιολογική
σειρά ως προς το ενδιαφέρον που παρουσίαζαν για μένα, με κριτήρια τη διαβάθμιση της
ποιότητας του λόγου που χρησιμοποιούσαν και την ευρύτητα του πεδίου υποδοχής της
άγουρης αλλά πεισματικής μου φιλομάθειας : στον πάτο η τηλεόραση, στη μέση το
ραδιόφωνο και στην κορφή ο τύπος. Η γνώμη μου από τότε δεν άλλαξε, τώρα μάλιστα που
η τηλεοπτική μας «δεύτερη ζωή» συνοδεύεται από το ιδεώδες σακάτεμα της γλώσσας μας,
από τις ειδήσεις μέχρι και τις μεταφράσεις ξένων ταινιών! Και βέβαια, πιστός οπαδός του
τύπου, εξωθούσα ως εκπαιδευτικός τους μαθητές μου καθημερινά, «διαβάστε μια
εφημερίδα, να ξυπνήσετε, να μάθετε τον κόσμο», δεν έλεγα ποια, μα εδώ δε διάβαζαν οι
συνάδελφοι καθηγητές, οι περισσότεροι τουλάχιστον, έκανα συχνά το πείραμα, άφηνα την
εφημερίδα στο γραφείο και παρακολουθούσα την βιαστική λαθραναγωστική τους ματιά, οι
γυναίκες την ξεφύλλιζαν κοιτώντας τίτλους και λίγο τα κοινωνικά και οι άντρες μόνο τις
σελίδες με τα αθλητικά. Πέντε λεπτά εκείνες, τρία λεπτά εκείνοι!
Συνέχισα την ανάγνωση του τύπου της ημέρας. Τα βιογραφικά του ξανά και ξανά, η
καταγωγή, τα πρώτα χρόνια, οι σπουδές, η φιλία με τον Παζολίνι και με άλλους
διανοούμενους και καλλιτέχνες, οι οργανώσεις του εξωτερικού, η αντιστασιακή δράση, οι
φυλακίσεις και τα βασανιστήρια, οι άφταστες παλικαριές του. Ήταν για μένα ο αυθεντικός
λαϊκός ήρωας, που διέθετε τη σπάνια, τη γνήσια τόλμη αλλά και την ιδεολογία έχοντας
θέση και τη μόρφωσή του στην υπηρεσία της.
Πάντοτε διάβαζα την ειδησεογραφία του τύπου κρατώντας πισινή, ξαναδιάβαζα τις ειδήσεις
με διπλά και τριπλά μάτια. Είχαμε και τους παλιούς που μας έλεγαν «μην πιστεύεις τα
χαρτιά, ψέματα γράφουν». Όμως σ’ αυτή την περίπτωση, όλες οι εφημερίδες, ακόμη και η
πιο σοβαρή απ’ τις λεγόμενες συντηρητικές, η «Καθημερινή» (απ’ την οποία αντλούσα
συχνά και «προοδευτικά» λαβράκια), με μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό πειστικότητας στην
υποστήριξη της απόψης, είχαν επιτρέψει να φανεί ότι «κάτι» κρυβόταν πίσω απ’ το θλιβερό
συμβάν. Διάβασα εκτενώς όλα τα ρεπορτάζ γύρω απ’ το δυστύχημα. Η ποικιλία των
εκδοχών και η αποκαλυπτική διεισδυτικότητα κάποιων αρθρογράφων, -και διαθέταμε τότε
πολλούς άσους-, γύρω απ’ το συγκλονιστικό γεγονός με είχαν βοηθήσει να ασκήσω την
κρίση μου και να διευρύνω την γκάμα των κριτηρίων μου. «Ήταν άτυχος ο πρώτος
αντιστασιακός και παρ’ ολίγον δολοφόνος του δικτάτορα», «ύποπτη η σύγκρουση που
προκάλεσε το μοιραίο δυστύχημα», «μην ξεχνάμε τις πρόσφατες συγκρούσεις του με τον
Αβέρωφ», «είχε ήδη αποκαλύψει μέρος από τα αρχεία της ΕΣΑ», «γνώριζε σημαίνουσες
προσωπικότητες της σύγχρονης πολιτικής σκηνής που συνεργάζονταν με τη χούντα», «είχε
προειδοποιήσει ότι θα αποκαλύψει πολιτικούς για τον ύποπτο ρόλο τους στην υπόθεση της
Κυπριακής τραγωδίας».
Ανάμεσα στα άλλα «δεν του έφερε γούρι το Fiat Mirafiori που του χάρισε η
αρραβωνιαστικιά, -από τότε που την είχε πάει σ ένα κέντρο όπου τραγουδούσε η Πόλυ
Πάνου στην πλατεία Βάθη η Φαλάτσι το είχε πάρει δώρο το αμάξι, να έρχονται στην
Ελλάδα για να την ακούει.
Τις επόμενες μέρες ο θόρυβος πήρε να κοπάζει και τα περί μελετημένου ή μισοσχεδιασμένου
εγκλήματος άρχισαν να ατονούν στον τύπο της χώρας. Οι εφημερίδες κάνουν τη δουλειά
τους κι εμείς τη δική μας. Το πορίσματα βγήκαν. Η υπόθεση έκλεισε. Αλλά δε νιώθουμε να
μάθαμε τίποτε καθαρά. Πάντως οι πιο υποψιασμένοι και πιο δύσπιστοι δεν πιστέψαμε ποτέ
μέχρι τώρα ότι το φινάλε του λατρεμένου αγωνιστή ήταν αποτέλεσμα μιας κακιάς στιγμής.
Ο Παναγούλης, μπορεί να πολιτεύτηκε με το κέντρο, αλλά η ζωή και η δράση του τον
κάνουν πιο επαναστάτη απ’ όλους τους κάθε λογής αναρχικούς και κομμουνιστές. Κι αυτή
η διηνεκής -για όλα τα καθεστώτα- επικινδυνότητα της περίπτωσής του είναι που μας κάνει
να λέμε ακόμη ότι τον Αλέξανδρό μας τον έφαγαν λάχανο.
*Πρωτοδημοσιεύτηκε στην ΕφΣυν