Όταν φεύγουν οι φίλοι σου
Οι άνθρωποι που φεύγουν, οι φίλοι μας στέκονται πάντα εκεί δίπλα και χαμογελούν συγκαταβατικά όπως τις φορές που ήταν παρόντες.
Στον Νίκο, την Κύα, τη Ρένα
Σήμερα το μεσημέρι, στον καφέ της παρηγοριάς για το χαμό της φίλης μου της Ρένας, κάποια στιγμή που ο μεγάλος πόνος καταλάγιασε για λίγο αρχίσαμε σε ένα τραπέζι να λέμε ιστορίες από μέρες χαράς, από φωτεινές στιγμές που μοιραστήκαμε αντάμα. Και πρέπει να σου πω πως στο τέλος γελάσαμε και δυνατά και ας ήταν τριγύρω όλα τόσο ζόρικα. Και αναλογιστήκαμε τι θα έλεγε η φίλη μας αν μας έβλεπε να μιλάμε για κάτι τόσο δύσκολο. Πως θα μας πείραζε όλους μαζί.
Η πρώτη φορά που έχασα έναν κοντινό μου φίλο, τον πιο κοντινό από τους παιδικούς μου φίλους ήταν το 2004. Έφυγε με ένα μαρτυρικό θάνατο και ανέλαβα να τον μεταφέρω με το αυτοκίνητο από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη, να σβήσει στον τόπο του. Εκείνο το ταξίδι ήταν το πιο δύσκολο ταξίδι της ζωής μου. Ένοιωθα σαν το βαρκάρη της Αχερουσίας. Ατέλειωτα χιλιόμετρα, εικόνες ψυχικού πόνου και αμηχανία μπροστά στο δέος του επερχόμενου και αναπόφευκτου. Δεν ήμουν έτοιμος για ότι μου συνέβαινε και πότε είναι άλλωστε κανείς έτοιμος. Ο Νίκος έφυγε δύσκολα, εμείς το χαμό του τον βιώσαμε σε μια ηλικία που δεν έχεις βάλει στο νου σου την απώλεια των συνομηλίκων, νομίζεις πως η μοιρασιά έχει ακόμα πολλές σελίδες στο ημερολόγιο. Εκείνη η απώλεια με σημάδεψε, νομίζω πως με μεγάλωσε απότομα, μου κλόνισε τις βεβαιότητες. Με ένα μαγικό τρόπο όμως τα χρόνια που ακολούθησαν οι μνήμες έγιναν γιατρός, έγιναν παρηγοριά και φωτεινές δέσμες φωτός. Οι ωραίες μέρες και νύχτες από τα παιδικά μας χρόνια μέχρι τη στιγμή της αναχώρησης επέστρεφαν μεγεθυμένες με έναν ευεργετικό μεγεθυντικό φακό.
Έκτοτε ακολούθησαν απώλειες φίλων αρκετές, άλλες στα ξαφνικά και άλλες με σημάδια που μας προετοίμασαν. Η φετινή χρονιά ξεκίνησε για μένα με μια απώλεια δυσαναπλήρωτη, ένα μήνα πριν έχασα μια αγαπημένη φίλη και συνεργάτη δεκαετιών, την Κύα Τζήμου. Παρότι η στράτα της δικής της ζωής έμοιαζε από καιρό να στενεύει η στιγμή της απώλειας ήταν για μένα αβάσταχτη.
Το μήνα που πέρασε το πνίξιμο στο λαιμό παραφυλούσε στο γραφείο που κάθονταν, στα αντικείμενα που άφησε πίσω, στις μέρες που σήκωσα το τηλέφωνο να σχηματίσω ένα γνώριμο αριθμό που δεν θα απαντούσε πια κανείς. Όμως υπήρξαν στιγμές πολλές που ένα χαμόγελο έσκαγε μύτη και μια συνομιλία σε χρόνο ενεστώτα, σαν να ήταν εδώ, σαν να έλεγε ένα από τα γνωστά αστεία που μας έκαναν πάντα να γελάμε κυριαρχούσαν στη σκοτεινιά.
Το ίδιο ένοιωσα σήμερα το μεσημέρι σε έναν ακόμα αποχαιρετισμό. Οι άνθρωποι που φεύγουν, οι φίλοι μας στέκονται πάντα εκεί δίπλα και χαμογελούν συγκαταβατικά όπως τις φορές που ήταν παρόντες. Παρόντες-απόντες σε αυτή την παράξενη συνθήκη παραμένουν οι φίλοι μας που μια αόρατη κλωστή συνδέει τις ζωές μας για πάντα. Έτσι ο πόνος γίνεται λιγότερο αβάσταχτος, οι μέρες λιγότερο άδειες. Μπορεί να ακούγεται απλά παρηγορητικό είναι όμως το καύσιμο που η ίδια η ζωή σου προμηθεύει για να προχωράς και να διαχειρίζεσαι το πένθος.