Όταν η επικίνδυνη υποκουλτούρα γίνεται mainstream
Οι νέοι, μένουν οικειοθελώς εγκλωβισμένοι στο ελάχιστο των εν δυνάμει επιλογών τους - Γράφει ο Χ. Χεϊζάνογλου
Λέξεις: Χάρης Χεϊζάνογλου
Το πρόβλημα δεν είναι ποτέ η τέχνη, δεν είναι ποτέ η μουσική, δεν είναι καν ο κακός στίχος, ακόμα και ο “κακοποιητικός” ή κακοποιητικός στίχος. Αυτά υπήρχαν πάντα στο σύμπαν της τέχνης, της υψηλής, της μεσαίας και της χαμηλής, της λαϊκής και της λόγιας, με διαφορετικούς τρόπους και διαφορετικές εκφορές, άλλοτε ακραία εμφανείς, άλλοτε συγκαλυμμένες, ακριβώς όπως υπήρχαν και υπάρχουν και στη ζωή.
Το πρόβλημα δεν είναι δηλαδή ότι υπάρχουν τέτοιου είδους προϊόντα ή υποπροϊόντα μέσα στον χώρο της τέχνης, όσο το ότι έχουν καταλήξει σήμερα να γίνεται mainstream. Δεν αφορούν δηλαδή μια μικρή μάζα που επιθυμεί να καταναλώσει σεξιστικό και μισανθρωπικό στίχο, για όπλα, λεφτά, πουτάνες και ναρκωτικά, με χαμηλής ποιότητας μουσική, αλλά αφορούν μεγάλες μάζες και ένα τεράστιο μέρος του νεανικού κοινού, το οποίο μάλιστα δεν έχει τέτοια βιώματα.
Εδώ να κάνω μια παρένθεση και να πω ότι την κουβέντα περί “προτύπων” που περνούν από την τέχνη και τη μουσική στην ανθρώπινη συνείδηση και ωθούν τα παιδιά μας στη βία, τα ναρκωτικά και δεν ξέρω τί άλλο τη βρίσκω λίγο επιφανειακή, ίσως και πολύ…
Αν όμως κάποιος πραγματικά πιστεύει ότι σε μια κοινωνία η οποία είναι η ίδια ακραία κακοποιητική, σε μια χώρα που η παιδεία είναι κακοποιητική, η δικαιοσύνη είναι κακοποιητική, η δημοσιογραφία και ο τύπος λειτουργούν κακοποιητικά, που η εξουσία του τόπου είναι κακοποιητική, οι εξουσίες συνολικά είναι κακοποιητικές, πολεμοχαρείς και απάνθρωπες, αυτό που απειλεί τους νέους είναι η μουσική, τα βίντεο γκέιμς και η τέχνη, μπορεί να το πιστεύει…
Απλά εγώ δεν είναι αυτός ο κάποιος και θέλω να ξεκαθαρίσω ότι δεν έχω πρόβλημα με την μουσική κανενός είδους όσο έχω πρόβλημα όταν κάτι επικρατεί, ή πιο σωστά κυριαρχεί, ως mass cult.
Και ο λόγος που έχω πρόβλημα, δεν είναι γιατί περιμένω από την μουσική ή την τέχνη να λειτουργεί στρετευμένα ή θετικά, να αποτελεί “εκπαιδευτικό” ή “ριζοσπαστικό” πυλώνα, να αποτελεί πολιτική ή επαναστατική πράξη. Αυτό μπορεί να το θέλω για τη δική μου τέχνη, αλλά ταυτόχρονα αναγνωρίζω ότι δεν είναι αυτός ο σκοπός της τέχνης σε όλες τις περιπτώσεις και σε όλες τις μορφές της. Πολύ περισσότερο δεν αποτελεί από μόνη της πολιτική ή επαναστατική πράξη, αλλά μέσα σε ένα σύνολο από πολιτικά υποκείμενα.
Το πρόβλημα το έχω με το γεγονός, ότι η mass cult είναι ένας μηχανισμός κομφορμισμού, ένας μηχανισμός ανατροφοδότησης μιας μαζικής αισθητικής, που κάνει τον κόσμο μια ομοιόμορφη βαρετή μάζα, με κοινότοπα μαζικά κλισέ, που όχι μόνο ακούει αλλά κυρίως λέει, τα ίδια βαρετά πράγματα, που ακόμα κι όταν δεν ενημερώνονται από έναν βλακώδη μισανθρωπικό στίχο, ενημερώνονται από κάτι άλλο, συνήθως εξίσου βλακώδες, εύπεπτο, ή προκλητικό… Από οτιδήποτε που τέλος πάντων εκκινεί από και στοχεύει σε αυτό που λέμε “εντύπωση”.
Και αυτό, δεν είναι σημερινό. Πάντα το ίδιο συνέβαινε με την mass cult. Η βασική διαφορά όμως ήταν το πώς δούλευε η μηχανική της “εντύπωσης”, μέσα από ποιες διαδικασίες παραγωγής της τέχνης και διανομής της, αλλά κυρίως (και αντίστοιχα) μέσα από ποιον μηχανισμό και ποια μηχανική αναγνώρισής της δημοφιλίας της.
Και αυτά όλα τα τελευταία χρόνια έχουν αλλάξει εντελώς, προφανώς σε κάποιο βαθμό με πολύ θετικό τρόπο, γιατί ο καλλιτέχνης κατάφερε να απεξαρτηθεί από τις εταιρίες και να είναι ο ίδιος πιο αυτόνομος, παραγωγός του εαυτού του, αλλά ταυτόχρονα αυτό αφαίρεσε εντελώς και οποιοδήποτε φίλτρο, οποιοδήποτε μηχανισμό αξιολόγησης, ποιοτικού ελέγχου κλπ. Και αυτό παίζει έναν ρόλο, ακόμα κι αν θεωρούμε ότι αυτοί οι μηχανισμοί λειτουργούσαν προβληματικά. Παίζει έναν ρόλο στο πώς γινόταν η κατανομή, η κατάταξη και η κατηγοριοποίηση κάθε δουλειάς. Αυτό που κάποτε ήταν κατηγοριοποιημένο ως εύπεπτο, οριακά αποδεκτό ή απευθυνόταν σε ένα μικρό κοινό, μπόρεσε πιο εύκολα να βρει τα κανάλια, όχι μόνο για να απευθυνθεί σε ένα κοινό, αλλά για να το κατασκευάσει.
Και φυσικά, αυτό μπορεί να έδωσε περισσότερες ευκαιρίες σε δημιουργούς που δεν θα τις είχαν αλλιώς, αλλά ταυτόχρονα αυτό άνοιξε μεγαλύτερες διόδους για την άνοδο της μετριότητας, ή και τις κακογουστιάς. Και αυτό, για να είμαι ακριβής, δεν είναι μια παθογένεια αποκλειστικά της μουσικής, αλλά μια συνθήκη που αφορά γενικότερα την τέχνη μέσα στο πλαίσιο της μαζικής κουλτούρας. Απλά στην μουσική είναι πιο ορατό, γιατί η μουσική είναι η πιο μαζική από τις μαζικές τέχνες, είναι αυτή που περισσότερο από άλλες παράγεται και κρίνεται με όρους μόδας, και είναι αυτή που ενδεχομένως, και σε σχέση με το εύρος της απεύθυνσής της, παράγεται πιο εύκολα. Και δεν εννοώ ότι είναι γενικά εύκολο να γράψεις μουσική, λέω ότι αν θες να γράψεις ένα κομμάτι και να το διανείμεις μαζικά στο κοινό, είναι μάλλον πιο εύκολο και πιο φθηνό από το να κάνεις μια ταινία και να την διανείμεις, ή να κάνεις ζωγραφική και να έχεις κοινό κλπ κλπ κλπ…
Αν τώρα σε αυτό το πλαίσιο, που είναι περισσότερο ελεύθερο από ότι πριν μια δεκαπενταετία, κάποιος επενδύσει στην “θεαματικότητα” με βάση την πρόκληση, ή την καφρίλα, δεν είναι καθόλου απίθανο να έχει likes και views, τα οποία σήμερα μεταφράζονται κάπως αυθαίρετα σε “δημοφιλία”. Βεβαίως η δημοφιλία είναι κάτι εντελώς άλλο από απλά κλικς που μετράει μια ιστοσελίδα ή το Youtube και το Tik Tok. Είναι η συνειδητή αναγνώριση της αξίας και της ποιότητας ενός πράγματος, ενός ανθρώπου κλπ, κάτι το οποίο χάνεται όμως σε ένα σύμπαν που λειτουργεί με βάση ποσοτικά δεδομένα και όχι με ποιοτικά κριτήρια. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι όσοι αναδύονται σήμερα και με αυτούς τους τρόπους δεν έχουν ποιότητα η αξία, ούτε ότι πριν από αυτό οι δημοφιλείς δημιουργοί ήταν όλοι ποιοτικοί και άξιοι.
Σημαίνει όμως ότι σήμερα, τον δρόμο για την δημοφιλία κανείς μπορεί πιο εύκολα να τον ανοίξει με πιο marginal τρόπους, επενδύοντας στην περιέργεια, στην ακρότητα, στην τοξικότητα, στον σεξισμό, στον ρατσισμό στους κάθε είδους κοινωνικούς αυτοματισμούς.
Αυτό νομίζω ότι είναι το πλαίσιο, και σε αυτό το πλαίσιο όπως λέω και πιο πάνω κυρίαρχο πρόβλημα είναι ο κομφορμισμός, η ανάγκη της μάζας να έχει τη συνείδηση της μάζας και να μην θέλει να διαφοροποιηθεί από τη μάζα για να μην ταυτοποιηθεί ως ετερότητα.
Και αυτό είναι τραγικό σήμερα, πιο τραγικό από ότι ήταν πριν από είκοσι χρόνια που είχαμε ένα γουόκμαν και πέντε κασέτες τις οποίες ανταλλάζαμε, χωρίς να μπορούμε να ξεφύγουμε εύκολα από αυτά που άκουγαν οι φίλοι μας. Είναι τραγικό γιατί η πρόσβαση στη μουσική, στα ερεθίσματα, στο σύνολο των προϊόντων της τέχνης, είναι σχετικά ελεύθερη και πανεύκολη!
Κι όμως, σήμερα οι άνθρωποι μοιάζουν πολύ πιο εγκλωβισμένοι σε κλειστά συστήματα επιλογών, και όχι μόνο μουσικών, που καταναλώνονται μαζικά. Και από αυτή την άποψη θεωρώ ότι σήμερα οι άνθρωποι που το κάνουν αυτό είναι ασυγχώρητοι. Και όχι γιατί είναι αναγκαστικά κακή η επικρατούσα μαζική κουλτούρα (που είναι), αλλά γιατί υπάρχει ένα τεράστιο σύμπαν από ερεθίσματα εκεί έξω. Όχι απαραίτητα “σωστά” ερεθίσματα, όχι απαραίτητα “σωστές” επιλογές. Δεν ξέρω τί είναι “σωστό” ούτε τί είναι “ποιοτικό” και δεν θα το ορίσω εγώ.
Εγώ λέω ότι υπάρχουν επιλογές για τον καθένα, για να δει κινηματογράφο, τέχνη, να ακούσει μουσική, να διαβάσει, να παράγει ο ίδιος τέχνη, ιδέες, γνώσεις. Και παρόλα αυτά, παρόλο που οι μεγάλοι πόλοι ελέγχου και διανομής της πληροφορίας έχουν διασπαστεί, οι άνθρωποι, και κυρίως οι νέοι, μένουν οικειοθελώς εγκλωβισμένοι στο ελάχιστο των εν δυνάμει επιλογών τους….
Εγκλωβισμένοι στην βαρεμάρα που με μαθηματική ακρίβεια τους οδηγούν τα περισσότερα από αυτά που παράγονται με στόχο να καταναλωθούν μαζικά.
*Ο Χάρης Χεϊζάνογλου είναι αρχιτέκτονας