Parallax View

Όταν η φιλοσοφία συναντά το θέατρο

Ο Σάββας Πατσαλίδης γράφει με αφορμή την παράσταση «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», μια ευεργετική συνάντηση σε ένα γεμάτο θέατρο και μια σκηνή άδεια από αντικείμενα, αλλά γεμάτη από ιδέες

Σάββας Πατσαλίδης
όταν-η-φιλοσοφία-συναντά-το-θέατρο-1278180
Σάββας Πατσαλίδης

Οι σχέσεις του θεάτρου με τη φιλοσοφία ήταν εξαρχής σχέσεις αγάπης και μίσους, εμπιστοσύνης και δυσπιστίας. Από τη μια ο Πλάτωνας και από την άλλη οι τραγικοί ποιητές. Από τη μια το θέατρο που αφήνει τον θεατή ελεύθερο να επιλέξει  και από την άλλη η φιλοσοφία που θέλει ντε και καλά να υποδεικνύει και να  καθοδηγεί με τα συμπεράσματά της.

Αυτό που ενώνει το θέατρο και τη φιλοσοφία είναι το σημείο εκκίνησης, η  ίδια ερώτηση/απορία: πώς μιλάμε, πώς απευθυνόμαστε  στους ανθρώπους ώστε να τους βοηθήσουμε να δουν τη ζωή τους διαφορετικά από ό,τι τη βλέπουν; 

Αυτό που χωρίζει τα δύο «στρατόπεδα» είναι η διαχείριση της πορείας προς την απάντηση. Το μεν θέατρο επιλέγει να θέσει, και να διαχειριστεί εν συνεχεία,  το ερώτημα με έμμεσο τρόπο, ήτοι μέσω της πoιητικής της (ανα)παράστασης, η δε φιλοσοφία ευθέως μέσω της διδασκαλίας, πρόσωπο με πρόσωπο: «δάσκαλος-μαθητής». 

Από τη μια η αναζήτηση της αλήθειας με οδηγό τη ψευδαίσθηση της αλήθειας (θέατρο) και από την άλλη η αναζήτηση της αλήθειας μέσω του «Είναι» της αλήθειας (βλ. Νίτσε). Θέσεις και αντιθέσεις που συχνά και απροσδόκητα συντελούν, όπως στην περίπτωση του πρώτου φιλόσοφου-θεατρολόγου, του Πλάτωνα, ο οποίος, από ένθερμος πολέμιος της προσποίησης, του «φαίνεσθαι» του θεάτρου, θα καταλήξει να φιλοσοφεί μέσω των θεατρικών του διαλόγων, ίσως γιατί θα διαπιστώσει στην πορεία πως το θέατρο τρέφεται από παρόμοιες συγκρούσεις και αντιφάσεις όπως και η φιλοσοφία. 

Η ιστορία του θεάτρου έχει δείξει πως η σύγκρουση, είναι ο αναπνευστήρας του θεάτρου, ο ζωοδότης του. Καμιά σύγκρουση ή αντίφαση δεν το φοβίζει. Όπου δεν τη βρίσκει, την προκαλεί. Το θέατρο είναι ένα είδος liminal, υπό την έννοια ότι λειτουργεί και σκέφτεται στο μεταίχμιο, μεταξύ ζωής και θανάτου, επιθυμίας και πολιτικής πραγματικότητας. Είναι είδος που τρέφεται από τη συγκρουσιακή λογική των ορίων της ομοιότητας και ετερότητας, την οποία επικυρώνει και ακυρώνει ταυτόχρονα κάθε βράδυ. Είναι ο «άλλος» χώρος έκθεσης παθών και παθημάτων των «άλλων», η περίτεχνη βύθιση στις  δομές που διαμορφώνουν το ασυνείδητο, η αξιοποίηση της ενέργειας που έρχεται φουριόζα από κάτω, από τα βάθη των ενστίκτων, του άφατου και αόρατου. 

Με δυο λόγια: Θέατρο είναι η ίδια η ζωή. Είναι όλα μαζί: μεταφυσική, λογική, δράση, αισθητική, φιλοσοφία, εμπειρία (φαινομενολογία), ένα καλλιτεχνικό εργαλείο ανα-παράστασης της ουσίας, των μορφών, των πηγών, των δυνατοτήτων, των  αξιών και των περατοτήτων της γνώσης του εξωτερικού κόσμου και του Εγώ. 

Τούτο εξηγεί γιατί οι φιλόσοφοι, παρ’ όλες τις ενίοτε δεύτερες σκέψεις που συντηρούν για το θέατρο, το αντιμετωπίζουν  ως ένα πεδίο συνεχούς και γοητευτικής όπως και προσκλητικής αναταραχής και αναδιάταξης της γνώσης (και της αλήθειας).  Παραπέμπω εν τάχει στον Σαρτρ, τον Καμύ, τον Ζιντ, μεταξύ άλλων. 

Το μυθιστόρημα

Δείγμα γραφής αυτής της ταραχώδους και συνάμα ενδιαφέρουσας συνάντησης που αναφέρουμε πιο πάνω  αποτελεί η δραματοποιημένη εκδοχή του μυθιστορήματος-best seller του Αμερικανού καθηγητή υπαρξιακής ψυχολογίας Ίρβιν Γιάλομ, «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», έργο που για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν το απόλυτο  must-read ανάγνωσμα σε όλη την ελληνική επικράτεια. 

Τη θεατρική επεξεργασία του μυθιστορήματος την υπογράφει  η συγγραφέας και ψυχοθεραπεύτρια Ευαγγελία Ανδριτσάνου, η οποία ομολογουμένως  έκανε μια έξυπνη σταχυολόγηση των βασικών ιδεών που εκτίμησε  ότι μπορούν να συνθέσουν ένα συμπαγές επιτελεστικό γεγονός και το παρέδωσε προς υλοποίηση  στους Ακύλλα Καραζήση και Νίκο Χατζόπουλο, οι οποίοι , μετά από 14 χρόνια (Θέατρο Θησείον 2011),  επιστρέφουν και πάλι, τούτη τη φορά όμως με την ιδιότητα μόνο του σκηνοθέτη  (τότε ήταν παράλληλα και ερμηνευτές, μαζί με τον 26χρονο και πολλά υποσχόμενο Χάρη Φραγκούλη).

Θέατρο ιδεών

Η δραματοποιημένη εκδοχή εκτυλίσσεται γύρω από τις θέσεις, τις αντιθέσεις και γενικά τις πνευματικές ακροβασίες δύο ιστορικών προσώπων,  του φιλόσοφου Φρίντριχ Νίτσε και του ψυχολόγου Γιόζεφ Μπρόϊερ, και ενός νεαρού εκκολαπτόμενου τότε εισηγητή της ψυχανάλυσης, του Ζίγκμουντ Φρόυντ.  

Κάπου ανάμεσα στις εξομολογήσεις και τις εκμυστηρεύσεις κινούνται, ως φαντάσματα, η περίφημη Λου Σαλομέ και η Άννα Ο. η υστερική ασθενής του Μπρόϊερ (Βέρθα Πάπενχαϊμ). Χώρος συνάντησης: η Βιέννη του 19ου. Αντικείμενο συζήτησης και προβληματισμού: η πιθανή θεραπεία της απόγνωσης (του Νίτσε). 

Εάν κάποιος αναζητούσε να στεγάσει κάπου το έργο αυτό θα ταίριαζε ίσως  ο περιγραφικός όρος «Θέατρο ιδεών», το θέατρο εκείνο που περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο το  φέρνει πιο κοντά στη φιλοσοφία, υπό την έννοια ότι εστιάζει αποκλειστικά στη διερεύνηση πνευματικών, υπαρξιακών, πολιτικών, ηθικών ιδεών και θέσεων μέσα από τη δραματική αφήγηση/αντιπαράθεση (για το παράδειγμά μου παραπέμπω στο θέατρο του Μπέρναρντ Σω, λ.χ.).

 Αυτού του είδους το θέατρο θέτει ως υπέρτατη απόλαυση την ενεργοποίηση της κριτικής σκέψης του θεατή, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είναι εύκολη η παρακολούθησή του, εννοώντας ότι δεν προσφέρει εύπεπτες λύσεις. Σε καμιά στιγμή δεν τσαλακώνει τις ιδέες του για να τις πουλήσει πιο εύκολα. Ζητά την προσοχή, την υπομονή και την καλή μας διάθεση, ώστε να γίνουμε οι νοεροί συνομιλητές των όσων δραματοποιεί. Εμπλέκει, δηλαδή, πρωτίστως τον νου και δευτερευόντως την καρδιά και το συναίσθημα. 

Η σκηνοθεσία των ιδεών

Η παράσταση που είδαμε στην κατάμεστη αίθουσα του θεάτρου Αυλαία, ήταν ένα πυκνό γαϊτανάκι αφηγήσεων παθών, αδυναμιών,  ανεκπλήρωτων ερώτων και επιθυμιών. Ένα σύνθετο πλέγμα λέξεων. Παντού λέξεις και μόνο λέξεις. Εν τη απουσία εξωτερικής δράσης και συγκροτημένης ιστορίας (με αρχή, μέση και τέλος), οι λέξεις μετατρέπονται στον απόλυτο πρωταγωνιστή, επιφορτισμένες να κουβαλούν όλο το φορτίο της θεατρικής εμπειρίας. Να δημιουργούν τις χωρικότητες και χρονικότητες της δράσης. Λέξεις που προδίδουν. Λέξεις που αποκαλύπτουν, απογοητεύουν, πληγώνουν, εκνευρίζουν. Λέξεις των οποίων η μουσικότητά τους καθορίζει τον ρυθμό, τις κλιμακώσεις και αποκλιμακώσεις. Με δυο λόγια, λέξεις που συνθέτουν (και αποσυνθέτουν) την επιτελεστική παρτιτούρα του όλου. Λέξεις  που ζητούν από μας στην πλατεία να τις αφουγκραστούμε, να αφεθούμε στη γοητεία τους ώστε να μας παρασύρουν. 

Σε τούτο το «λογο-παίγνιο» τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη. Όλα μετράνε. Η εκφορά των λέξεων, τα ηχοχρώματά τους,  το τάιμινγκ τους, οι παύσεις τους, οι διασκελισμοί τους, τα χάσματά τους, η φυσικότητα αλλά και το στυλιζάρισμά τους. Γι’ αυτό και οι δύο έμπειροι σκηνοθέτες/ηθοποιοί κινήθηκαν με προσοχή ανάμεσα στη σελίδα του διασκευασμένου μυθιστορήματος (τη «σιωπή» της τυπωμένης λέξης «εκεί και τότε») και στον μιλημένο λόγο, τη δυναμική της προφορικής παροντικότητας (εδώ και τώρα) του σανιδιού, με στόχο να πετύχουν την ευεργετική συνομιλία/συντέλεση ανάμεσα στη φιλοσοφία ζωής τριών εγκεφαλικών και εσωστρεφών  προσωπικοτήτων και την εξωστρέφεια της σκηνικής πράξης. Και ομολογώ πως πέτυχαν να μας εμπλέξουν πνευματικά (και όχι μόνο) σε ένα δύσκολο παιχνίδι, αν και οφείλω να πω ότι στην αρχή, δεν το κρύβω, κάπως βαρέθηκα. 

Η απόλυτα τακτοποιημένη, μαθηματικά ρυθμισμένη «προβολή» όλων αυτών των αποφθεγμάτων και συμπερασμάτων από τους δύο ομιλητές, ο στατικός τους χαρακτήρας μπροστά στην αυλαία, δίκην μίνι διαλέξεων και σε ρυθμούς μονότονου πινγκ πονγκ,  δεν ήταν και η ζωηρότερη  εκκίνηση που θα περίμενε κανείς. Ως θεατής στην πλατεία εισέπραττα  μια ανταλλαγή θέσεων και αντιθέσεων με ενδιαφέρον μεν, χωρίς όμως την απρόβλεπτη δυναμική που κρύβει το σανίδι. Αισθανόμουν ότι πιο πολύ κυριαρχούσε η λογική της ανάγνωσης (της νεκρής σελίδας) και όχι η επιτέλεσή της. Ευτυχώς όμως, όχι για πολύ. Γιατί οι διάλογοι και οι αντιπαραθέσεις κάποια στιγμή άρχισαν να απελευθερώνονται από τα όρια ενός αναλογίου και να ανεβάζουν ρυθμούς, να αποκτούν χρώμα και μυρωδιά ζωντανής επιτελεστικής εμπειρίας.  Οι εμπλουτισμένες «τεατράλε» επιλογές των δύο σκηνοθετών άρχισαν να εμβολιάζουν τα σκηνικά δρώμενα και τις αφηγήσεις με ενέργεια και ένα πιο ζωηρό και παιγνιώδες ύφος, που έκανε πιο αποκαλυπτική και απολαυστική την υποδοχή τους  στην πλατεία. Π.χ. οι από το πουθενά σκηνικές εμφανίσεις της κούκλας-Λου Σαλομέ ήταν μια τέτοια «άτακτη» επιλογή, μια (κουκλο)θεατρική σφήνα εμπλουτισμού της θεατρικής σύμβασης, η οποία πιστεύω πως θα γοήτευε ακόμη περισσότερο εάν την παρουσία της αξιοποιούσε  η επιτελεστική δεξιοτεχνία ενός επαγγελματία κουκλοπαίκτη. Κάπως έτσι υποθέτω πως θα ήταν μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα και ουσιαστική προσθήκη, με ευδιάκριτο αποτύπωμα στα δρώμενα. Όπως μας δόθηκε πιο πολύ φάνταζε ως απλή «εισβολή» στη δράση, χωρίς ιδιαίτερο επιτελεστικό στίγμα (που το δικαιούνταν, αν σκεφτεί κανείς το βιβλίο).

Πέραν τούτου, πρέπει να αναγνωριστεί στη σκηνοθεσία ότι εστίασε αυστηρά και χωρίς περιττά υποστηρικτικά συμπληρώματα στο μπρα ντε φερ των δύο στοχαστών/φιλοσόφων της ζωής  και με εξαίρεση, όπως είπα, τη στατική και κάπως επίπεδη εκκίνηση, πέτυχε να κρατήσει το όλον σε μια καλοκουρδισμένη και χυμώδη τροχιά έως στο τέλος, μια τροχιά που ίσως θα μπορούσε να περιοριστεί λιγάκι ως προς την έκτασή της, γιατί η συνεχής συσσώρευση πνευματικής ύλης και μάλιστα μετά από τόση ώρα προσεκτικής θέασης, συνήθως δεν βοηθά. Απειλεί να χαλάσει τις εντυπώσεις. 

Ερμηνείες

Οι τρεις ηθοποιοί που κλήθηκαν να φέρουν εις πέρας αυτό το πολύ απαιτητικό, λογοκεντρικό κείμενο έπαιξαν με τις λέξεις και μας ταξίδεψαν με τις λέξεις. Έφτιαξαν κόσμους ανάμεσα στο «Είναι» και το «Φαίνεσθαι», βυθίστηκαν στα σκοτεινά διαμερίσματα της ψυχής, του νου, του μυαλού και, άλλοτε συμφωνώντας και άλλοτε διαφωνώντας μεταξύ τους, διέσχισαν μαζί και με καλό βηματισμό μονοπάτια σκοτεινά και δύσβατα, τα οποία τα φώτιζαν σε τακτά χρονικά διαστήματα, αλιεύοντας σοφές ρήσεις από τον κόσμο των χαρακτήρων τους, του Νίτσε, του Μπρόϊερ και του νεαρού Φρόυντ.

Οι τρεις ηθοποιοί σε απόλυτο συντονισμό, σαν επιδέξιοι σκιέρ έκαναν σλάλομ ακριβείας ανάμεσα στις λέξεις και τις σκέψεις, το πρόσωπο και το προσωπείο, την αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο και τον διάλογο σε πρώτο πρόσωπο, δημιουργώντας ωραίες εικόνες συνάντησης ανάμεσα στη φιλοσοφία, τη ψυχοθεραπεία και τη θεατρική πράξη, την αλήθεια και το ψέμα, την πραγματικότητα και τα ομοιώματά της. Και οι τρεις διαρκώς στη θέση τους, ο καθένας με το φορτίο των ιδεών του και των επιχειρημάτων του, κέρδισαν ένα μεγάλο αγώνα.

Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, με την εμπειρία του, τη σκηνική του άνεση, τα δοκιμασμένα υποκριτικά εργαλεία του και τον ωραίο του λόγο, ήταν αυτός που ανέλαβε να μας γνωρίσει τον χαρακτήρα και τα ψυχοσυναισθηματικά σκαμπανεβάσματα του Νίτσε, να μας γνωρίσει  τον ευάλωτο όπως και τον απόλυτο και απορριπτικό του χαρακτήρα, τον οργισμένο μηδενιστή και τον εύθραυστο  άνθρωπο. Τον Νίτσε με τις παθογένειές του, τις εμμονές του, τη θανατολαγνεία του, τον φιλόσοφο που αναζητεί τις αξίες και τις ουσίες της ζωής μακριά από τους ανθρώπους, που φλερτάρει με τον θάνατο και πιστεύει πως ό,τι δεν τον σκοτώνει τον κάνει πιο δυνατό. Η ερμηνεία του Αβαρικιώτη μας παρέδωσε  ένα ευανάγνωστο, σκηνικά υποστηριγμένο και κεντημένο στη λεπτομέρειά του πορτραίτο ανδρός που αλλάζει καθώς συνειδητοποιεί πράγματα που κρύβει μέσα του.

Σε μια ανάλογη διαδρομή αυτογνωσίας και αυτοκριτικής θα κινηθεί   και ο λιγότερο παρορμητικός, ο ορθολογιστής Μπρόϊερ του Γιάννη Κότσιφα. Άλλοτε σε πιο ήπιους, χαμηλούς τόνους και άλλοτε σε πιο φορτισμένους, θα διανύσει με ευμετάβλητο βηματισμό την απόσταση που τον χωρίζει από τον Νίτσε-ασθενή του, με κατάληξη  η αυστηρώς επαγγελματική συνάντησή τους να μετατραπεί σε μια ανθρώπινη και πολύ προσωπική συνάντηση, σε σημείο ο ασκητικός Νίτσε να τον αποκαλέσει «φίλο του». Τότε «έκλαψε» ο Νίτσε, αγκαλιάζοντας τον Άνθρωπο. 

Στη συνάντηση αυτή και οι δύο ηθοποιοί δείχνουν πώς αποδομούνται τα δραματικά τους προσωπεία, πώς εγκαταλείπουν το «φαίνεσθαι» των Εγώ τους και καταδύονται στα εσωτερικά και δυσερμήνευτα τοπία του ψυχισμού τους, πώς έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο με τις αμφιβολίες τους, τα ανεκπλήρωτα όνειρά τους, με τις μύχιες και ανομολόγητες σκέψεις τους, τις καλά κρυμμένες αντιφάσεις τους. Βοηθώντας ο ένας τον άλλο γνωρίζουν καλύτερα τον εαυτό τους και το «θέατρο» της ζωής. Μόνο τότε οι φιλοσοφικοί και ναρκισσευόμενοι μονόλογοί τους εξελίσσονται σε θεατρικό (και δοτικό) διάλογο. Ας το σημειώσουμε αυτό. Γιατί ενώ στην αρχή όλοι μιλούν, δεν συνομιλούν. Πιο πολύ ακούνε τον εαυτό τους να μιλά και να επαναλαμβάνει αυτά που γνωρίζει. Είναι σαν μαγνητοφωνημένες φωνές, που επαναλαμβάνουν με ωραιοπάθεια τα συμπεράσματά τους. Μόνο όταν εγκαταλείψουν τα κλισέ στα οποία έχουν επενδύσει την ύπαρξή τους, μόνο τότε στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλο γυμνοί από προστατευτικά ιμάτια, μόνο τότε αναζητούν νέες λέξεις για να μιλήσουν και να μοιραστούν όλα εκείνα που ήταν θαμμένα στη σιωπή τους.

Το νεαρότερο μέλος της διανομής, ο Μάνος Βαβαδάκης (αντικατέστησε τον Λέκκα της αθηναϊκής παράστασης), σε ένα ρόλο μικρότερο, όμως με σκηνικό ενδιαφέρον, συμμετείχε με άνεση, ετοιμότητα και μεταμορφωτική ευελιξία στα δρώμενα και ως αφηγηματική φωνή και ως γέφυρα ανάμεσα στα πρόσωπα και τα προσωπεία τους, αλλά και ως συμβολική παρουσία αυτού που έρχεται, του Φρόυντ, του κορυφαίου ψυχαναλυτή. Η ερμηνεία του στη σωστή κλίμακα με τη σωστή δοσολογία, ευθυγραμμίστηκε πλήρως με τους ρυθμούς και τα ηχοχρώματα των άλλων δύο συντελεστών, συμπληρώνοντας  ευεργετικά αυτό το ενδιαφέρον και καλά δουλεμένο φιλοσοφικό και επιτελεστικό παζλ.

Συμπέρασμα: Η φιλοσοφία και το θέατρο μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε. Μια ευεργετική συνάντηση σε ένα γεμάτο θέατρο και μια σκηνή άδεια από αντικείμενα, αλλά γεμάτη από ιδέες.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα