Parallax View

Όταν ο άνθρωπος μαθαίνει για το τέλος και η ιατρική στιγμή μεταμορφώνεται σε τελετουργία

Η αλήθεια δεν είναι ποτέ μονόλογος, είναι πάντοτε συνομιλία

Parallaxi
όταν-ο-άνθρωπος-μαθαίνει-για-το-τέλος-κ-1389417
Parallaxi

Λέξεις: Μάνος Λαμπράκης

Η στιγμή κατά την οποία ο άνθρωπος πληροφορείται το τέλος, δεν είναι μόνο βιολογική ή διαγνωστική στιγμή. Είναι μια αναμέτρηση με το ίδιο το νόημα της ύπαρξης, μια βραχεία επιφάνεια όπου η γλώσσα συναντά την άβυσσο του άρρητου. Ο γιατρός —ή όποιος φέρει την είδηση— γίνεται ο διαμεσολαβητής ενός μεταφυσικού γεγονότος: της μετάβασης από τη λήθη της θνητότητας στην επίγνωσή της.

Αν η αλήθεια είναι πράξη, τότε η ανακοίνωσή της είναι λειτουργία. Δεν μεταδίδεται απλώς μια πληροφορία, τελείται μια πράξη κοινωνίας. Διότι η αλήθεια, όταν προφέρεται, εγγράφεται στο σώμα του άλλου, το διαρρηγνύει, το πληγώνει, το φωτίζει. Είναι η ίδια βία που περιέχει κάθε αποκάλυψη —βία που δεν πρέπει να εξουδετερωθεί, αλλά να μεταμορφωθεί σε σχέση. Στην ιατρική της τρυφερότητας, ο γιατρός δεν ομιλεί για να μεταδώσει ένα δεδομένο, αλλά για να επιτρέψει στον άλλον να υποδεχθεί το ασύλληπτο χωρίς να καταρρεύσει. Η λέξη πρέπει να κρατά μέσα της την παρηγορία του σώματος που την προφέρει, πρέπει να έχει ήδη περάσει μέσα από την ενσυναίσθηση, να έχει πονοφορηθεί.

Η σύγχρονη εποχή έχει αποστερήσει την αλήθεια από το τραγικό της βάθος. Όλα λέγονται χωρίς ρίσκο, όλα εκτίθενται χωρίς δέος. Κι όμως, η αλήθεια που αφορά την ασθένεια είναι από τα ελάχιστα πράγματα που ακόμη αντιστέκονται στην ευκολία του λέγειν, είναι τόπος όπου η γλώσσα επανευρίσκει τη βαρύτητά της. Εδώ, κάθε λέξη κοστίζει και κάθε σιωπή, φίλες και φίλοι, μετρά. Δεν υπάρχει «σωστή» φράση. Υπάρχει μόνο ο τρόπος, το βλέμμα, το άγγιγμα, η αναπνοή του λέγοντος που προδίδει αν έχει ήδη κατανοήσει ότι ο άλλος δεν χρειάζεται πληροφορία, αλλά συνοδοιπορία.

Η ανακοίνωση μιας δυσάρεστης διάγνωσης δεν είναι ποτέ πράξη αντικειμενικής ειλικρίνειας, είναι πράξη συνύπαρξης. Η ωμή ειλικρίνεια είναι μορφή βίας, όπως η ψευδαίσθηση είναι μορφή εγκατάλειψης. Ανάμεσά τους υπάρχει ένας στενός, φωτεινός διάδρομος —η περιοχή της μετοχής. Να λέγεται η αλήθεια όχι για να ειπωθεί, αλλά για να μοιραστεί.

Η αλήθεια δεν αποκαλύπτεται χωρίς στήριγμα, πρέπει να υπάρξει συμβολικός τόπος που θα την υποδεχθεί, αλλιώς καταρρέει πάνω στο Εγώ. Ο Λακάν θα έλεγε ότι η αλήθεια δεν είναι ό,τι λέγεται, αλλά ό,τι συμβαίνει όταν το ανείπωτο βρίσκει φωνή.

Έτσι, η ιατρική στιγμή μεταμορφώνεται σε τελετουργία. Το σώμα που φέρει την είδηση —το σώμα του γιατρού— εισέρχεται στο πεδίο του άλλου σαν ιερέας που κοινωνεί τη θνητότητα. Δεν μπορεί να μείνει απέξω. Η αλήθεια που μεταφέρει επιστρέφει πάνω του. Ο γιατρός, αν δεν ποθήσει τον ασθενή ως πρόσωπο, αν δεν τον κοιτάξει με εκείνη τη σιωπηλή γνώση του ανθρώπου που ξέρει πως το σώμα είναι κοινό μέτρο όλων, τότε η ανακοίνωση γίνεται τεχνική, μια απογυμνωμένη διαδικασία χωρίς έλεος και χωρίς χάρη.

Η θεολογία του σώματος μάς υπενθυμίζει ότι το ανθρώπινο σώμα δεν είναι μόνο τόπος πόνου αλλά και τόπος θείας μετοχής. Η ασθένεια δεν είναι τιμωρία, αλλά συμμετοχή στην κοινή μοίρα της σάρκας. «Ὁ Θεός ἡμῶν ἐν σαρκοῖ κατεσκήνωσεν», και άρα κάθε άρρωστο σώμα είναι τόπος κατοίκησης του Θεού. Όταν ο γιατρός προφέρει τη διάγνωση, αγγίζει —χωρίς να το γνωρίζει— αυτό το ιερό σημείο όπου η ανθρώπινη φθορά συναντά τη θεία συμπάθεια. Το βλέμμα του, ο τόνος της φωνής του, η επιείκεια της λέξης του είναι τρόποι λειτουργίας, είναι μικρές χειρονομίες σωτηρίας μέσα στον κόσμο της βιοϊατρικής απόγνωσης.

Η στιγμή της ανακοίνωσης είναι, θα λέγαμε, μια «θεοφάνεια της αλήθειας». Διότι τότε αποκαλύπτεται ότι η ζωή είναι εύθραυστη, ότι ο χρόνος είναι δώρο, ότι η γνώση δεν σώζει. Μπορεί να είναι η μόνη στιγμή στη ζωή του ανθρώπου όπου η ψευδαίσθηση της αυτονομίας καταρρέει οριστικά. Και είναι καθήκον του γιατρού να σταθεί εκεί, να μην αποστρέψει το βλέμμα. Να κοιτάξει το πρόσωπο που δακρύζει όχι ως «περίπτωση», αλλά ως εαυτό. Η αλήθεια γίνεται τότε ευαγγέλιο· όχι γιατί φέρνει χαρά, αλλά γιατί εγκαθιστά το άτομο μέσα στην αλήθεια της κοινότητας.

Η ψυχαναλυτική παράδοση μιλά για τη μεταβίβαση ενώ η θεολογική μιλά για την κοινωνία. Και οι δύο ορίζουν την ίδια πράξη: να δεχθείς μέσα σου κάτι του άλλου, να γίνεις υποδοχέας του φόβου του, να τον βαστάξεις χωρίς να τον ακυρώσεις.

Η αλήθεια δεν είναι ποτέ μονόλογος. Είναι πάντοτε συνομιλία.

Ο λόγος που αποκαλύπτει χωρίς να πληγώνει είναι ο λόγος που έχει ήδη διαβεί από την έρημο της σιωπής.

Η σύγχρονη ιατρική, εγκλωβισμένη στην παραγωγικότητα και στη λογική των πρωτοκόλλων, συχνά λησμονεί ότι κάθε ανακοίνωση είναι πράξη ψυχοσωματικής συνοδίας. Ο γιατρός, όταν λέει την αλήθεια, πρέπει να έχει ήδη πονέσει μαζί με εκείνον που την ακούει. Μόνον τότε η φράση δεν γίνεται στιλέτο αλλά χέρι. Ο τρόπος, λοιπόν, που λέγεται η αλήθεια καθορίζει την ίδια την ανθρωπικότητα του κόσμου. Μια κοινωνία που δεν ξέρει να προφέρει την αλήθεια με τρυφερότητα, καταδικάζει την ίδια τη γλώσσα της σε βαρβαρότητα.

Στην καρδιά της πράξης αυτής υπάρχει πάντοτε μια θεολογία του πένθους. Ο άνθρωπος που πληροφορείται το τέλος του, δεν είναι απλώς ασθενής, είναι πρόσωπο που μυείται στην αλήθεια της ύπαρξης. Ο γιατρός, ως μάρτυρας, γίνεται εν αγνοία του διάκονος μιας μικρής Ανάστασης: δεν μπορεί να χαρίσει τη ζωή, αλλά μπορεί να χαρίσει νόημα στον χρόνο που απομένει. Αυτό είναι το μυστήριο της αληθινής ιατρικής —όχι η παράταση της διάρκειας, αλλά η μεταμόρφωση της διάρκειας σε παρουσία.

Η ανακοίνωση της αλήθειας, λοιπόν, είναι η στιγμή όπου ο κόσμος παύει να είναι απλός μηχανισμός και γίνεται σχέση. Ο άρρωστος, κοιτάζοντας τον γιατρό, αναζητά όχι την πληροφορία, αλλά το βλέμμα που θα του επιβεβαιώσει ότι εξακολουθεί να ανήκει στους ζωντανούς. Ότι δεν έχει ακόμη αποκοπεί από το κοινό σώμα της ανθρωπότητας. Εκεί γεννιέται η πραγματική παρηγορία: όχι στην υπόσχεση της θεραπείας, αλλά στην υπόσχεση της συντροφιάς.

Αυτό ίσως να είναι το πιο βαθύ νόημα της αλήθειας: να ειπωθεί με τρόπο που να μην καταργεί την αγάπη, αλλά να την αναγεννά. Να ειπωθεί σαν προσευχή, όχι σαν κρίση. Σαν μυστήριο, όχι σαν δεδομένο.

Η αλήθεια που σώζει δεν είναι εκείνη που αποκαλύπτει τα πάντα, αλλά εκείνη που ανοίγει μια χαραμάδα φωτός μέσα στο σκοτάδι του φόβου. Γιατί μόνο μέσα από αυτή τη χαραμάδα μπορεί να περάσει η Χάρις.

*Ο Μάνος Λαμπράκης είναι θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και μεταφραστής. 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα