Όταν συνειδητοποιήσαμε την κρίση στην Ελλάδα, η Θεσσαλονίκη ήταν ήδη σε κρίση
του Λόη Λαμπριανίδη Να σηµειώσω εκ προοιµίου ότι οι ενδογενείς παράγοντες µιας οικονοµίας δεν αρκούν για να δηµιουργηθεί ανάπτυξη σε µια εποχή όπου ο ανταγωνισµός γίνεται όλο και περισσότερο παγκόσµιος. Η ανάπτυξη µιας πόλης θα πρέπει να κατανοηθεί όχι µόνο µε κριτήριο την παραγωγή αξίας εκεί αλλά και µε τη δυνατότητα της αύξησής της και […]
του Λόη Λαμπριανίδη
Να σηµειώσω εκ προοιµίου ότι οι ενδογενείς παράγοντες µιας οικονοµίας δεν αρκούν για να δηµιουργηθεί ανάπτυξη σε µια εποχή όπου ο ανταγωνισµός γίνεται όλο και περισσότερο παγκόσµιος. Η ανάπτυξη µιας πόλης θα πρέπει να κατανοηθεί όχι µόνο µε κριτήριο την παραγωγή αξίας εκεί αλλά και µε τη δυνατότητα της αύξησής της και βέβαια της συγκράτησής της. Εξάλλου, η κάθε πόλη εξαρτάται σε µεγάλο βαθµό και από τη δυναµική άλλων πόλεων που βρίσκονται στον (εθνικό και ευρύτερο) περίγυρό της και λειτουργούν ανταγωνιστικά. Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης κρίσιµος είναι ο ρόλος της Αθήνας. Βέβαια, σε καµία περίπτωση δεν υποστηρίζω µια λογική «παιγνίου µηδενικού αθροίσµατος».
Η Θεσσαλονίκη µέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90 παρουσιάζει σειρά θετικών δεικτών, και µάλιστα µε υψηλότερους ρυθµούς από της Αθήνας, όπως: πληθυσµιακή αύξηση, αύξηση της εµπορικής κίνησης του λιµανιού, αύξηση των πτήσεων κλπ. Ειδικότερα το ΑΕΠ/κεφαλή την περίοδο 1987-95 είναι ίσο ενώ την περίοδο 1996-03 είναι υψηλότερο τόσο του µ.ό. της χώρας της όσο και της Αθήνας.
Έκτοτε, η οικονοµία της Θεσσαλονίκης διαγράφει πορεία αποδυνάµωσης, τόσο σε απόλυτους αριθµούς όσο κυρίως σε σχέση µε την Αθήνα: το ΑΕΠ/κεφαλή µετά το 2004 είναι χαµηλότερο της Αθήνας και του µ.ό. της χώρας. Παρατηρείται έντονη αποβιοµηχάνιση µια που από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 αρκετές από τις δυναµικές επιχειρήσεις της Θεσσαλονίκης υπολειτουργούν, ή κλείνουν, ή µετεγκαθίστανται στα Βαλκάνια ή τέλος εξαγοράζονται από επιχειρήσεις της Αθήνας. Την ίδια περίοδο βελτιώνεται δραστικά ο ρόλος της Αθήνας αφενός λόγω της πώλησης των επιχειρήσεων του ∆ηµοσίου που εδρεύουν κυρίως στην Αθήνα και αφετέρου λόγω του επαναπατρισµού ελλήνων επενδυτών στον τοµέα της ναυτιλίας σε εταιρείες µε έδρα την Αθήνα.
Η σχετική υποχώρηση της δυναµικής της Θεσσαλονίκης, αφορά και ποιοτικά χαρακτηριστικά της αναπτυξιακής της δυναµικής όπως: α) η υψηλή ανεργία των νέων επιστηµόνων. ∆εν µπορεί να συγκρατήσει τα «ταλέντα» της, ένα µέρος τους φεύγει για την Αθήνα ή το εξωτερικό (brain drain), γιατί η προοπτική επαγγελµατικής απασχόλησης και η ποιότητα ζωής στη Θεσσαλονίκη είναι κατώτερες των προσδοκιών τους. β) συγκεντρώνει µικρό ποσοστό των δυναµικών επιχειρήσεων (10,7% των 100 µεγαλύτερων και 6% των πολυεθνικών, ενώ η Αθήνα 65,3% και 86% αντίστοιχα), ενώ δεν µπορεί να αποτελέσει έδρα ούτε καν για τις επιχειρήσεις που έχουν τα εργοστάσια τους στη Θεσσαλονίκη. γ) Οι αεροπορικές συνδέσεις της Θεσσαλονίκης είναι πολύ υποδεέστερες αυτές των Αθηνών γεγονός που σε µεγάλο βαθµό αντανακλά την υποχώρηση της αναπτυξιακής της δυναµικής.
∆ηλαδή η Θεσσαλονίκη ήταν ήδη σε κρίση πριν συνειδητοποιήσουµε την κρίση στην Ελλάδα.
Αναµφίβολα σήµερα η χώρα µας βρίσκεται στο µέσο µιας δοµικής κρίσης. Η κοινωνία είναι στα όρια της. Υπάρχουν πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας ενώ πολλοί εργαζόµενοι είναι απλήρωτοι για µήνες. Παράλληλα, ακόµη και µέχρι πρόσφατα υγιείς επιχειρήσεις, καταρρέουν. Πώς θα µπορούσε λοιπόν η πόλη µας να µπει σε µια αναπτυξιακή τροχιά κάτω από αυτές τις εξαιρετικά δυσµενείς συγκυρίες; Αναµφίβολα, η αναπτυξιακή πορεία της Θεσσαλονίκης συνδέεται άρρηκτα µε την πορεία της χώρας.
Χρειάζεται ένα όραµα/ ένα στρατηγικό σχέδιο που θα επιτρέψει τη χώρα να βγει από την κρίση. Θα πρέπει να αποµακρυνθούµε από τη σηµερινή λογιστικού τύπου αντιµετώπιση της κρίσης δηλαδή, µε µέτρα για τη µείωση του ελλείµµατος που δηµιουργούν συνεχώς νέα αδιέξοδα. Αυτό που υποστηρίζουµε ότι χρειάζεται είναι αλλαγή αναπτυξιακού µοντέλου τόσο για τη χώρα όσο και για τη Θεσσαλονίκη. Χρειάζεται να αποµακρυνθούµε από το µοντέλο που οδήγησε στη χαµηλή ανταγωνιστικότητα της χώρας και να οδηγηθούµε σε ένα νέο που να στηρίζεται στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέµενης αξίας.
Για να εισέλθει η πόλη σε τροχιά ανάπτυξης προέχει η αξιοποίηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και δυνατοτήτων της πόλης µε σκοπό τη διεύρυνση του ρόλου της στο εθνικό και διεθνές αστικό σύστηµα. Χρειάζονται τολµηρές αποφάσεις για την αξιοποίηση υπαρχόντων πόρων (Παν/µιο, Λιµάνι κλπ) αλλά και δόµηση πλεονεκτηµάτων µε βάση την ιστορία της και το σηµαντικό πολιτιστικό της απόθεµα. Πρέπει να δηµιουργηθούν συνθήκες που θα συγκρατήσουν τα ταλέντα της αλλά και θα έλξουν και άλλα αξιοποιώντας, µεταξύ άλλων, και το ότι αποτελεί το µεγαλύτερο κέντρο τριτοβάθµιας εκπαίδευσης της χώρας. Η πόλη πρέπει να προσφέρει µια ποιότητα ζωής όχι µόνο για να ζούµε καλύτερα αλλά και για να γίνει ελκτική σε τρίτους αλλά και σε επιχειρήσεις που παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέµενης αξίας. Τέλος, η πόλη στη µακρόχρονη ιστορία της µεγαλουργούσε όποτε ήταν «ανοικτή στο άλλο», πρέπει λοιπόν να ξεπεράσει το συντηρητισµό της που την οδήγησε στο πρόσφατο παρελθόν σε µαταιόδοξες και ανώφελες ρητορείες και να επιδιώξει τη φυγή προς τα µπρος µε τη βελτίωση των σχέσεων µε τις γειτονικές της χώρες.
Ο νέος ρόλος της Θεσσαλονίκης δεν µπορεί να προκύψει αυτοµάτως, απαιτεί σχεδιασµό και η έλλειψη του δεν αποτελεί αίτιο, αλλά µάλλον αποτέλεσµα. Το πραγµατικό αίτιο είναι η έλλειψη των κοινωνικο- πολιτικών δεδοµένων αλλά και µιας ισχυρής κοινωνικής-οικονοµικής-πολιτικής και πνευµατικής συµµαχίας που θα είναι σε θέση να συντονίσει τη διαµόρφωση ενός Στρατηγικού Σχεδίου και κυρίως να εγγυηθεί την υλοποίησή του.
*Ο Λόης Λαμπριανίδης είναι οικονομικός γεωγράφος
*Η φωτογραφία είναι της elenipap της Stereosis
*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο #184 τεύχος της Parallaxi