Όταν τα αδύνατα γίνονται δυνατά

Είναι μέρες που η καθημερινότητα είναι αβάσταχτη. Που παλεύεις με τον εαυτό σου να μην σταματήσεις να ελπίζεις, αλλά είναι πολύ δύσκολο. Που νομίζεις ότι τίποτα δεν μπορεί πλέον να αλλάξει, πως είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε αυτόν τον εφιάλτη, χωρίς καμία δυνατότητα να γεννηθεί κάτι φρέσκο, όμορφο, κάτι που θα σε κάνει να πιστέψεις. Η […]

Κωστής Κοτσώνης
όταν-τα-αδύνατα-γίνονται-δυνατά-9079
Κωστής Κοτσώνης
1.jpg

Είναι μέρες που η καθημερινότητα είναι αβάσταχτη. Που παλεύεις με τον εαυτό σου να μην σταματήσεις να ελπίζεις, αλλά είναι πολύ δύσκολο. Που νομίζεις ότι τίποτα δεν μπορεί πλέον να αλλάξει, πως είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε αυτόν τον εφιάλτη, χωρίς καμία δυνατότητα να γεννηθεί κάτι φρέσκο, όμορφο, κάτι που θα σε κάνει να πιστέψεις.

Η κατήφεια δεν θα μπορούσε, βέβαια, να μην συμπαρασύρει και τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε και βιώνουμε αυτή την πόλη. Είναι βέβαια και τα βουνά, από σκουπίδια, προβλήματα και ευχολόγια, που το γιγαντώνουν αυτό.

Και έρχεται μία ομάδα, ένα περιοδικό και μία χούφτα άνθρωποι, που τους είχες ακούσει στο παρελθόν να μιλάνε για μία Θεσσαλονίκη… Αλλιώς, διοργανώνοντας δράσεις στις οποίες ποτέ δεν είχες πάει, ελλείψει χρόνου αλλά περισσότερο, λόγω δισταγμού.

Και μετά, ακολουθεί ένα διαδικτυακό φόρουμ, που, με πρωτεργάτη ένα νέο με φρέσκιες ιδέες, σε προσκαλεί, μαζί με άλλους, να οραματιστείς τη Θεσσαλονίκη όπως της αξίζει.

Συμμετέχεις, συζητάς, προτείνεις, μία σπίθα ανάβει μέσα σου. Αλίμονο, όμως, πολλές πόρτες εξακολουθούν να παραμένουν ερμητικά κλειστές και η καχυποψία περισσεύει, πνίγοντας κάθετι καλό. Αμφισβητείσαι, αποκαλείσαι αναρχικός(!) επειδή απλά ενδιαφέρεσαι για την πόλη σου και πολλοί σου λένε ότι αυτό που κάνεις είναι χάσιμο χρόνου.

Μέχρι που έρχεται μία μέρα όπου όλα αλλάζουν και τα αδύνατα γίνονται δυνατά.

Όταν βλέπεις δεκάδες, αγνώστους μεταξύ τους ανθρώπους, νέους και ηλικιωμένους, να θυσιάζουν τη σαββατιάτική τους ραστώνη για να συνεργαστούν και να κάνουν τη μικρή τους γωνιά καλύτερη.

Όταν αντικρύζεις μπουλούκια από παιδάκια, ανεξαρτήτως εθνικότητας, να παίζουν, να δημιουργούν, να χαμογελούν.

Όταν οι δάσκαλοι αυτών των παιδιών συμμετέχουν ενεργά στη γιορτή, από αγνό προσωπικό ενδιαφέρον.

Όταν δύο άχρηστα ποδήλατα ”ζωντανεύουν” και ομορφαίνουν το χώρο.

Όταν οι απλοί κάτοικοι μιας περιοχής μετατρέπονται σε ενεργούς πολίτες και όταν τυχαίοι περαστικοί σταματούν, κοιτούν με ενδιαφέρον και μπαίνουν στο παιχνίδι.

Τότε, όχι μόνο οι φόβοι σου δεν επαληθευόνται, αλλά, αντίθετα, επιβραβεύεται η επιμονή σου να ονειρεύεσαι. Διαπιστώνεις ότι δεν είσαι μόνος και αποφασίζεις να αφήσεις για λίγο πίσω σου τη μεταπολιτευτική Ελλάδα, μαζί με τις συνέπειές της, που σε σφίγγουν σαν μέγγενη.

Και συνειδητοποιείς πως οι κόποι, το τρέξιμο, οι συναντήσεις, τα ξενύχτια, ακόμα και οι πίκρες που γεύτηκες αξίζουν, κάθε φορά που βλέπεις την κυρία Θωμαή να σερβίρει ακούραστα καφέ στους εθελοντές, τη χορωδία να τραγουδά ή τους δύο Άγγλους τουρίστες να φωτογραφίζουν το ”φυτεμένο” ποδήλατο.

Τέτοια μέρα ήταν το περασμένο Σάββατο.

Δεν ξέρω αν θα καταφέρουμε ποτέ να κάνουμε πράξη τα αυτονόητα, να μετατραπούμε από απλοί θεατές σε διαμορφωτές του αστικού μας μέλλοντος και να κερδίσουμε το χαμένο έδαφος, το Σαββάτο εκείνο όμως μου λέει πως αξίζει να προσπαθήσουμε.

Το χρωστάμε σε αυτή την πόλη, που τόσο υποτιμήσαμε, ο καθένας με τον τρόπο του, στην Ελλάδα την παλιά, εκείνη του lifestyle, των Cayenne και των πλαστών ονείρων. Πριν τέσσερα χρόνια, οι σκηνές που περιέγραψα θεωρούνταν το λιγότερο γραφικές. Όχι όμως τώρα πια.

Ήδη κάναμε το πρώτο ρήγμα στο εθνικό μας τείχος. Έχουμε όμως πολλή δουλειά ακόμα για να το καταρρίψουμε. Θα τα καταφέρουμε; Στο χέρι μας είναι…

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα