Όταν τα media προάγουν τον αντιτσιγγανισμό

Μερικές σκέψεις με αφορμή δύο εκπομπές για τους τσιγγάνους στην ελληνική τηλεόραση

Γιώργος Τσιτιρίδης
όταν-τα-media-προάγουν-τον-αντιτσιγγανισμ-935923
Γιώργος Τσιτιρίδης

Πρώτο πλάνο χαμηλά σπίτια, ξυπόλητα παιδάκια, ένα φορτηγό. Μια ακόμα εκπομπή για τους τσιγγάνους γεμάτη στερεότυπα και προκαταλήψεις ξεκινά.

Οι τσιγγάνοι μη έχοντας την δυνατότητα να ακουστεί η φωνή τους για ζητήματα που τους απασχολούν αδράχνουν την ευκαιρία όταν τους δοθεί και παράλληλα νιώθουν υπερήφανοι για τον εαυτό τους απολαμβάνοντας τα δέκα λεπτά δημοσιότητας που ο καθένας μας δικαιούται όπως έλεγε ο Άντι Γουόρχωλ. Συνήθως οι δημοσιογράφοι ειδικά μεγάλων μέσων κυνηγώντας ακροαματικότητες και επιτυχία προσπαθούν να προκαλέσουν το ενδιαφέρον του κοινού.

Δεν έχουν ως προτεραιότητα την προστασία του εκάστοτε καλεσμένου αλλά την επιτυχία της εκπομπής τους η οποία μπορεί να συνοδεύεται από αποκλειστικότητες, γεγονότα που εντυπωσιάζουν, σκάνδαλα στο πλαίσιο μιας συνθήκης την οποία το κοινό θέλει να παρακολουθήσει εθισμένο σε εικόνες και αντιλήψεις που του είναι οικείες. Στην περίπτωση των Ρομά εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων οι περισσότεροι βολεύονται σε μια στερεοτυπική εικόνα στην οποία ο τσιγγάνος ζει σε παραπήγματα, είναι παραβατικός, έχει διαφορετικά ήθη και έθιμα, διαφορετικές συνήθειες.

Στόχος είναι να παρουσιαστεί ως ο διαφορετικός, ο ξένος. Από την άλλη πλευρά στους τσιγγάνους παρατηρούνται πολλές φορές συμπεριφορές που οι ίδιοι υιοθετούν από μικρή ηλικία και ακολουθούν σε όλη τους τη ζωή, τέτοιες που θα περίμενε κανείς από αυτούς να προβάλλουν. Επιλέγουν να γίνουν όχι αυτό που μπορεί πραγματικά να είναι ή που θα ήθελαν να είναι, αλλά αυτό που η κοινωνία περιμένει από αυτούς να είναι. Συμπεριφέρονται με τρόπο που κατά την γνώμη τους θα τους κάνει περισσότερο αποδεκτούς, δίνοντας προς τα έξω μια οικεία εικόνα στο κοινωνικό σύνολο, δημιουργώντας μια πλαστή «τσιγγανότητα». Σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και η επιθετικότητα, η διαιώνιση ενός μύθου περί επικινδύνων ανθρώπων, παραβατικών, είναι μια ασπίδα προστασίας πλάι στο μύθο που τους θέλει να είναι καλοί μουσικοί, χορευτές που στήνουν εντυπωσιακά γλέντια.

Συνήθως οι χαρακτηρισμοί που δίνουν οι μη Ρομά για τους Ρομά είναι αποτέλεσμα της φτώχειας και της περιθωριοποίησης και όχι στοιχεία της κουλτούρας και του πολιτισμού τους. Παρατηρείται λοιπόν συχνά μια ταύτιση της έννοιας έθιμο, συνήθεια και συγκυρία, που ωστόσο είναι διαφορετικές μεταξύ τους. Το έθιμο είναι μια συγκεκριμένη ενέργεια που επαναλαμβάνει κάποιος σε ειδικές περιστάσεις και έχει καθιερωθεί από την παράδοση ενός λαού. Η συνήθεια είναι μια επαναλαμβανόμενη πράξη που έχει καθιερωθεί και πλέον ασυνείδητα εξυπηρετεί κάποιους σκοπούς, ενώ η συγκυρία είναι η συμπεριφορά ως αποτέλεσμα γεγονότων που δεν μπορούν να είναι διαφορετικά, μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

Τα έθιμα των Τσιγγάνων είναι στις μέρες μας πλήρως ενταγμένα σε θρησκευτικές γιορτές και ορθόδοξες τελετές, δεδομένου ότι η πλειοψηφία αυτών ασπάστηκε τον Χριστιανισμό. Ο λαός των Τσιγγάνων υιοθέτησε πολλές από αυτές τις συνήθειες και τα έθιμα που συναντούσε και τα ενστερνιζόταν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρούνται αποκλειστικά τσιγγάνικα, που οι μη Ρομά δεν τα ασπάζονται, ξεχνώντας την προέλευση τους.

Ο αναλφαβητισμός, το τσαντίρι, οι πρόωροι γάμοι δεν αποτελούν έθιμο, ούτε είναι, όπως εσφαλμένα ακούγεται, εγγεγραμμένα στο DNA. Κάτω από τις ίδιες συνθήκες, λόγω συγκυριών, έζησαν οι βλάχοι, οι νομάδες, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες και ζουν οι σημερινοί πρόσφυγες ανά τον κόσμο.

Η Αυτοψία σε μια περιοχή όπου ζουν Ρομά αποτυπώνει συνθήκες και συγκυρίες μιας μόνο περιοχής. Σε καμία περίπτωση οι συνθήκες δεν είναι ίδιες σε κάθε σημείο της Ελλάδος και δεν αποτελούν έθιμα που ακολουθούν τους ανθρώπους στην πορεία της ζωής τους.

Καθαριστές, λαϊκά δικαστήρια, πρόωροι ανήλικοι γάμοι με προξενιά όλα αυτά που είδαμε στην πρόσφατη εκπομπή «Αυτοψία» από την συχνότητα του Alpha δεν ανταποκρίνονται στην καθημερινότητα των τσιγγάνων όλης της Ελλάδος. Μπορεί να αποτελούν εν μέρη συνήθειες λόγο συγκυριών σε κάποιες περιοχές στην Ελλάδα αλλά είναι λάθος να ταυτίζονται συγκεκριμένες συμπεριφορές με το σύνολο των τσιγγάνων που κάνουν υπεράνθρωπες προσπάθειες προς την αλλαγή και να βαφτίζονται έθιμα. Επιπρόσθετα όλα αυτά που τα media προσπαθούν να «φορτώσουν» στους τσιγγάνους ως δικές τους περίεργες συμπεριφορές δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ουσιαστικά τα αφομοίωσαν στην δική τους καθημερινότητα από τους μη ρομά Έλληνες. Στην πλειοψηφία των τσιγγάνικων οικισμών δεν ισχύουν πλέον αυτές οι αναχρονιστικές συμπεριφορές. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε πως πριν από χρόνια αποτελούσαν συχνό φαινόμενο σε όλη τη χώρα. Ας αναρωτηθούμε πόσες θείες, γιαγιάδες έχουμε που παντρεύτηκαν στα 15 με προξενιό προβάλλοντας την παρθενιά τους ως ένα πλεονέκτημα που της έκανε καλές νύφες.

Το ποια εικόνα θα προβληθεί είναι θέμα επιλογής και μεγάλο μερίδιο ευθύνης σε αυτό την έχει ο δημοσιογράφος. Φταίνε οι τσιγγάνοι για την εικόνα που προβάλλουν προς τα έξω; Στις περισσότερες περιπτώσεις όχι. Είναι και οι ίδιοι θύματα της αδυναμίας τους να υπερασπιστούν τον τρόπο ζωής τους. Ο δημοσιογράφος είναι αυτός που μπορεί να τον προστατέψει γιατί γνωρίζει πολύ καλά πως λειτουργούν τα media.

Οι άνθρωποι δεν είναι μόνο μια ταυτότητα. Είναι μια ποικιλία συμπεριφορών, σκέψεων και ταυτοτήτων. Και σε κάθε περίπτωση θα προσπαθήσουν να φανούν ευγενικοί και πρόθυμοι να αφηγηθούν αυτό που θέλει ο ακροατής να ακούσει. Οι εκπομπές που παρουσιάζουν γραφικά τους Ρομά είναι οι ίδιες που ειδικά την δεκαετία του 1990 αλλά μέχρι και σήμερα αρέσκονται να παρουσιάζουν στερεοτυπικά την σεξεργασία, τους ΛΟΑΤΚΙ του πρόσφυγες και τους μετανάστες με μια συγκεκριμένη εικόνα πολύ οικεία στο κοινό τους.

Στον αντίποδα αυτής της εκπομπής το Vice μέσα από την συχνότητα του Anti1 απέδειξε πως αν θέλεις να δείξεις την άλλη πλευρά μπορείς να το κάνεις. Με δυο ημέρες διαφορά παρουσίασε το ντοκιμαντέρ «Ρομά: Σπάζοντας τα στερεότυπα».

Πέντε τσιγγάνοι αφηγούνται πως κατάφεραν να σπάσουν τις προκαταλήψεις και να κάνουν το όνειρο τους πραγματικότητα. Ο Λευτέρης Κωνσταντινίδης κατάφερε να πετύχει το όνειρο της ζωής του και να σπουδάσει δικηγόρος. Ο Γιάννης Γεωργίου είναι κοινωνιολόγος, ο αγαπημένος καθηγητής της κοινότητας που μελετάει τα τελευταία χρόνια σε βάθος την ιστορία των τσιγγάνων στην Ελλάδα. Η Ειρήνη Θεοδωροπούλου εργάζεται ως διαμεσολαβήτρια και η Μαρία-Παλόμα Ελευθεριάδου Μπότη ονειρεύεται να γίνει αστυνομικός. Τέλος ο γνώριμος σε εμάς Σταύρος Ραφαήλ Γιουβάνης από την Θεσσαλονίκη μιλάει για τη διαδρομή του από το Καλλιτεχνικό σχολείο έως τα έδρανα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας ως φοιτητής του οικονομικού τμήματος.

Μια εκπομπή που δείχνει πως σε μια ιστορία υπάρχει πάντα και μια άλλη πλευρά. Δική μας είναι η επιλογή ποια ιστορία θα επιλέξουμε να αναδείξουμε και πόσο πρόθυμοι είμαστε να γίνουμε κομμάτι της λύσης και όχι του προβλήματος.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα