Όταν το τραύμα γίνεται καθημερινότητα: Μια σιωπηλή κρίση δημόσιας υγείας

O πυρήνας του προβλήματος δεν βρίσκεται πάντα στα εμφανή τραύματα, αλλά στις αόρατες, ψυχολογικές διεργασίες που διαβρώνουν σταδιακά το υποκείμενο - Γράφει ο Π. Νταϊλάκης

Parallaxi
όταν-το-τραύμα-γίνεται-καθημερινότητ-1407367
Parallaxi

Λέξεις: Παναγιώτης Νταϊλάκης

Η ενδοοικογενειακή βία παραμένει μία από τις σοβαρότερες προκλήσεις της δημόσιας υγείας. Παρότι η κοινωνία συχνά επικεντρώνεται στη σωματική βία, η σύγχρονη επιστήμη μάς δείχνει ότι ο πυρήνας του προβλήματος δεν βρίσκεται πάντα στα εμφανή τραύματα, αλλά στις αόρατες, ψυχολογικές διεργασίες που διαβρώνουν σταδιακά το υποκείμενο. Η «παθητικότητα» του θύματος, η δυσκολία να αντιδράσει, να φύγει ή να προστατευτεί , δεν είναι ένα κοινωνικό στερεότυπο, αλλά ένα βαθιά ψυχιατρικό φαινόμενο, πλέον τεκμηριωμένο από πλήθος μελετών.

Πρώτα από όλα, σήμερα γνωρίζουμε ότι η ψυχολογική βία (ο έλεγχος, η υποτίμηση, η απομόνωση, ο εκφοβισμός) έχει ισχυρή και μετρήσιμη επίδραση στην ψυχική υγεία. Μια από τις πλέον εκτεταμένες μετα-αναλύσεις στο πεδίο, με 194 μελέτες (Dokkedahl et al., 2022), έδειξε ότι η ψυχολογική κακοποίηση συνδέεται σημαντικά με μετατραυματικό στρες, κατάθλιψη και αγχώδεις διαταραχές. Μάλιστα, συγκεκριμένες μορφές ψυχολογικής βίας, όπως ο διαρκής έλεγχος (coercive control), έχουν μεγαλύτερη συσχέτιση με PTSD από ό,τι η σωματική βία. Η βία δηλαδή δεν χρειάζεται να αφήνει μώλωπες για να δημιουργήσει βαθύ τραύμα.

Τα ευρήματα αυτά ενισχύονται και από άλλες συστηματικές ανασκοπήσεις: γυναίκες που υφίστανται ψυχολογική βία ή παρενόχληση παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά PTSD και κατάθλιψη, ακόμη κι όταν δεν αναφέρουν σωματική κακοποίηση (Campbell et al., 2008). Η ψυχολογική βία αποδεικνύεται όχι απλώς «εξίσου επικίνδυνη» με τη σωματική, αλλά συχνά βαθύτερα αποσταθεροποιητική.

Αυτό το αποσταθεροποιητικό αποτέλεσμα συνδέεται άμεσα με την παθητικότητα του υποκειμένου. Ο παλαιότερος, αλλά εξαιρετικά επίκαιρος, όρος της Lenore Walker «μαθημένη αβοηθητότητα» πλέον αποδεικνύεται εμπειρικά σε πληθώρα μελετών. Η συνεχής έκθεση σε απειλή, εκφοβισμό, έλεγχο και κυκλική κακοποίηση δημιουργεί μια ψυχική κατάσταση στην οποία το άτομο χάνει την αίσθηση αποτελεσματικότητας και δυνατότητας διαφυγής. Το θύμα δεν «επιλέγει» την παθητικότητα· υποτάσσεται σε αυτήν επειδή η εμπειρία του το έχει μάθει ότι κάθε αντίσταση οδηγεί σε μεγαλύτερο πόνο.

Ο λεγόμενος «τραυματικός δεσμός», ένα φαινόμενο όπου οι εναλλαγές βίας και ψευδο-τρυφερότητας δημιουργούν συναισθηματική εξάρτηση είναι πλέον πλήρως τεκμηριωμένος. Μελέτες των Dutton & Painter (1993) δείχνουν ότι αυτός ο μηχανισμός παράγει μια συναισθηματική παγίδευση που εξηγεί γιατί τα θύματα παραμένουν σε σχέσεις που, για τους εξωτερικούς παρατηρητές, φαίνονται «ξεκάθαρα επικίνδυνες».

Ταυτόχρονα, η έρευνα αποκαλύπτει μια αμφίδρομη σχέση: άτομα με προϋπάρχουσες ψυχικές διαταραχές, κατάθλιψη, άγχος, PTSD, βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο να υποστούν ενδοοικογενειακή βία (Devries et al., 2014). Δηλαδή, η βία μπορεί να προκαλέσει ψυχική νόσο, αλλά και η ψυχική νόσος μπορεί να αυξήσει την ευαλωτότητα στην κακοποίηση. Αυτό καταρρίπτει το επικίνδυνο επιχείρημα ότι «τα θύματα είναι αδύναμα»: στην πραγματικότητα, τα θύματα είναι συχνά ήδη ψυχικά επιβαρυμένα και κοινωνικά ευάλωτα.

Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι οι ψυχικές συνέπειες της βίας δεν περιορίζονται στο κλασικό PTSD. Νεότερες μετα-αναλύσεις (Hamberger et al., 2023) δείχνουν ότι ο coercive control οδηγεί σε σύνθετο μετατραυματικό στρες (C-PTSD), μια κατάσταση που αφορά βαθιά αλλοίωση της προσωπικότητας, διαταραχή ταυτότητας, μόνιμη υπερδιέγερση και διαρκή αίσθηση απειλής.

Πέρα από τις ψυχολογικές συνέπειες, οι επιπτώσεις της βίας στην υγεία είναι συχνά νευρολογικές. Μελέτες δείχνουν ότι τα θύματα, ειδικά όταν υπάρχουν χτυπήματα στο κεφάλι, παρουσιάζουν γνωσιακή έκπτωση, μνήμη που αποδιοργανώνεται, δυσκολίες στη συγκέντρωση και αυξημένο κίνδυνο μακροχρόνιων νευροψυχολογικών προβλημάτων. Ένα ψυχιατρικό σύμπτωμα λοιπόν, όπως η παθητικότητα, μπορεί να είναι το τελικό στάδιο μιας αλυσίδας που περιλαμβάνει πραγματική βιολογική βλάβη.

Σε αυτό το πλαίσιο, η κοινωνική απαίτηση προς τα θύματα να «φύγουν» ή να «αντιδράσουν» είναι κοινωνικά αφελής και ψυχιατρικά άτοπη.

Η επιστήμη δείχνει πως το θύμα δεν είναι ένα άτομο που «επιλέγει να μείνει», αλλά ένα άτομο του οποίου ο ψυχισμός έχει υποστεί συστηματική αποδόμηση. Η παθητικότητα είναι συμπτωματολογία, όχι συναίνεση.

Αν πραγματικά θέλουμε να αντιμετωπίσουμε την ενδοοικογενειακή βία, οφείλουμε να ενσωματώσουμε αυτές τις γνώσεις στη δημόσια συζήτηση, στην πολιτική προστασίας θυμάτων και στην παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας. Η αναγνώριση της ψυχολογικής βίας ως πρωταρχικού τραυματικού παράγοντα και η κατανόηση της παθητικότητας ως ψυχικής συνέπειας, και όχι ευθύνης, αποτελούν το πρώτο βήμα για μια κοινωνία που δεν καταδικάζει σιωπηρά τα θύματα.

Βιβλιογραφία

Dokkedahl, S. et al. (2022). The psychological subtype of intimate partner violence and its effect on mental health: a systematic review with meta-analyses. Devries, K. et al. (2014). Experiences of domestic violence and mental disorders: a systematic review and meta-analysis. Hamberger, L. et al. (2023). The Trauma and Mental Health Impacts of Coercive Control: A Systematic Review. Campbell, J. et al. (2008). Intimate partner violence and mental health outcomes. Dutton, D. & Painter, S. (1993). Traumatic bonding: The battered woman syndrome. Walker, L. (1977). The Battered Woman.

*Ο Παναγιώτης Νταϊλάκης, είναι B.Sc (Hons), M.Sc (Neuro), MSc (CLPsy) ειδ. Κλινικός Ψυχολόγος – Νευροεπιστήμονας Α.Π.Θ.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα