Όταν ξέσπασε η βία
του Γιώργου Τελτζίδη Απόψε ήταν το τελευταίο βράδυ της και ήθελαν να κάνουν κάτι ξεχωριστό με όση διάθεση και ενέργεια τους είχε μείνει. Είχε περάσει μια βδομάδα από το τελευταίο βράδυ του Αυγούστου, βγήκε στο μπαλκόνι, η γειτονιά έμοιαζε άδεια. Όλοι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους, τρομοκρατημένοι μέχρι να τελειώσει αυτός ο εφιάλτης. Είχε ένα […]
του Γιώργου Τελτζίδη
Απόψε ήταν το τελευταίο βράδυ της και ήθελαν να κάνουν κάτι ξεχωριστό με όση διάθεση και ενέργεια τους είχε μείνει. Είχε περάσει μια βδομάδα από το τελευταίο βράδυ του Αυγούστου, βγήκε στο μπαλκόνι, η γειτονιά έμοιαζε άδεια. Όλοι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους, τρομοκρατημένοι μέχρι να τελειώσει αυτός ο εφιάλτης. Είχε ένα γλυκό, ψυχρό αεράκι. Αυτό που έχει πάντα το φθινόπωρο στην βόρεια πλευρά της πόλης. Προς τα μέρη της ακόμα δεν είχαν φτάσει οι φλόγες, αλλά ήξερε. Ήξερε πως και αυτοί και όλοι τους, κάποιο πρωί θα ξυπνούσαν με τα δακρυγόνα να τους καίνε το λαιμό.
Ετοίμαζε την τελευταία βαλίτσα, μόνο τα απαραίτητα. Τι από όλα αυτά χρειάζομαι; Σκέφτηκε.
Μαγαζιά δεν υπήρχαν στο κέντρο και απόψε ήθελαν να της δείξουν κάτι διαφορετικό. Πάντα της άρεσε η θεά από την ταράτσα της Μαρίας. Ήταν όλοι μαζεμένοι εκεί. Και οι 4. Γνωστούς μπόλικους, αλλά για χρόνια στα δύσκολα και στα εύκολα πάντα αυτοί οι 4 ήταν εκεί. Τελευταία κάτι ένιωθε να αλλάζει, κάτι την έδιωχνε. Την ενοχλούσε όχι επειδή δεν είχαν καταλάβει, αλλά επειδή δεν ήθελαν. Η γυάλα που ζούσαν είχε ραγίσει, όμως μόνο αυτή μπορούσε να δει την ρωγμή. Από την ταράτσα έβλεπες ακόμα τις αμέτρητες εστίες φωτιάς να σιγόκαινε και τους καπνούς να στροβιλίζονται. Ήπιανε, τα είπανε και γέλασαν. Ίσως όχι με την ψυχή τους, ίσως να προσποιήθηκαν και λίγο.
Χριστούγεννα, Πάσχα πάντα πήγαινε σε καταφύγια άστεγων και βοηθούσε, είχε μέσα της το αίσθημα αλληλεγγύης, από γεννησιμιού της και άμα το έχεις αυτό δεν σε αφήνει ποτέ. Πάντα έρχεται και ζητάει κάτι παραπάνω, πάντα σε κάνει να νιώθεις πως παίρνεις πολλά και δίνεις λίγα πίσω.
Αγκαλιάστηκαν σφιχτά. Σε λίγο καιρό θα ξαναβλεπόντουσαν, όμως τα πράγματα άλλαζαν και το ήξεραν.
Το μαύρο τζιπ έφτασε στην αίθουσα αναχωρήσεων. Κόσμος πηγαινοέρχονταν αλαφιασμένος να προλάβει την επόμενη πτήση. Όλοι εγκατέλειπαν την χώρα με ανακούφιση. Κατέβηκε. Η μητέρα της έκλαιγε, κάθε φορά έκλαιγε. Φαντάζονταν τον πατέρα της να κάνει το ίδιο κλεισμένος στο γραφείο του. Πάντα δύσκολοι οι αποχαιρετισμοί. Αυτήν την φορά όμως αποχωρίζονταν κάτι πολύ μεγαλύτερο από φίλους και οικογένεια. Με το που πάτησε το πόδι της στο αεροπλάνο, ένιωσε να αποχωρίζεται τον ίδιο της τον εαυτό και όλο το λευκό που κουβαλούσε η ψυχή της.
* Ο Γιώργος Τελτζίδης είναι σκηνοθέτης.