Ό,τι απέμεινε από την οικογενειακή ζωή τριών γενεών…

Η σοκαριστική εμπειρία να ανοίγεις το σπίτι σου και να βρίσκεις αυτό...

Parallaxi
ότι-απέμεινε-από-την-οικογενειακή-ζωή-427881
Parallaxi

Λέξεις – Εικόνες: Νώντας Στυλιανίδης / Κείμενο – μαρτυρία από τη διάρρηξη ενός σπιτιού στη Χαλκιδική, όπως το μετέφερε ο παθών στον λογαριασμό του στο Facebook

“Τρίψτε λίγο τα δάχτυλα σας στο μέτωπο να πάρουν λιπαρότητα. Τώρα πιέστε εδώ Ευχαριστώ”. Ο αστυνομικός πήρε τα αποτυπώματά μου, τα καταχώρησε σε καρτελάκι, εκεί στην ήσυχη βεράντα του πατρικού εξοχικού. Ήταν το τέλος μιας ψυχικά επώδυνης διαδικασίας που έπεσε σαν αυλαία στην τελευταία πράξη χωρίς χειροκροτήματα. Έτσι με δύο κινήσεις αποχαιρέτησα τον χώρο, την σκηνή που για πενήντα και βάλε χρόνια παίχτηκε το κοινωνικό κωμειδύλλιο της νεότητας μου.

Μέσα στο σπίτι κάποιος, κάποιοι άγνωστοι είχαν μετατρέψει τον οικείο χώρο σε αγνώριστο πεδίο μάχης. Δεν είχε απομείνει τίποτε που να διατηρούσε την αρχική του μορφή και σχήμα…

Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ο συνώνυμος παππούς μου, έχτισε μια μικρή εξοχική, για την εποχή, κατοικία για να περνά η οικογένεια εκεί τους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες, έξω από το αστικό περιβάλλον, αλλά κοντά στην πόλη.

Ακόμη έχω στο πρόσωπο μου τον αέρα που στεγνώνει τον ιδρώτα της ποδηλατάδας, με κείνο το ποδήλατο που τόσο περίμενα να μου πάρουν.

Και σήμερα, περιμένοντας τους ανθρώπους τη σήμανσης, στο βάθος του δρόμου μου φάνηκε ότι πέρασε ο παγωτατζής με το μηχανάκι του που μπροστά είχε ένα μεγάλο άσπρο κουτί, γεμάτο πάγο και στο κέντρο εκείνα τα ωραία ξυλάκια παγωτό. Κρέμα – κακάο μέσα σε μια χάρτινη σακουλίτσα που με καθυστερούσε να οδηγηθώ στην απόλαυση. Η γεύση γέμισε το στόμα μου, έκλεισα τα μάτια..

“Καλημέρα κύριε, είμαστε απ’ την σήμανση, εδώ είναι το σπίτι;”. Άσε με να φάω το ξυλάκι μου, ρε. ”Εδώ είμαι, ελάτε”.

Οι κινήσεις γρήγορες, επαγγελματικές, βιαστικές. Βουρτσάκι, πασάλειμμα με σκόνη γραφίτη στα ύποπτα σημεία, σελοτέιπ, καρτελάκι. Τελείωσε πολύ γρήγορα, τα μάζεψε να πάει στο επόμενο ραντεβού, με τον πόνο του άλλου. Έμεινα εκεί στην βεράντα, μην έχοντας το κουράγιο να ξαναμπώ μέσα στο σπίτι, όπου οι συναισθηματικές και υλικές αναμνήσεις λόφος ασυνάρτητος, σύμπλεγμα και ηρώο ενός πολιτισμού και μιας κοινωνίας που δεν τα κατάφερε.

Ό,τι απέμεινε από την οικογενειακή ζωή τριών γενεών, έστεκε εκεί βγάζοντάς μου την γλώσσα…

Τα πάντα είχαν τσαλαπατηθεί, σχιστεί, διαλυθεί. Περπατάω πάνω σε ένα πάτωμα από σχισμένα βιβλία, φωτογραφίες, χαρτιά, ρούχα, ξεκοιλιασμένα στρώματα.

Ό,τι μπορούσε να κουβαλήσει είχε ήδη φύγει. Ξέμειναν κάποια κιβώτια γεμάτα κουζινικά και είδη σπιτιού, κλεισμένα με επαγγελματικό τρόπο με ταινία. Ακόμη και οι εικόνες από το εικονοστάσι της γιαγιάς μου, εκατόχρονες πια, σε σακούλα έτοιμες για τον δρόμο του παλιατζίδικου. Το εικονοστάσι άφαντο.

Μπήκαν αφού παραβίασαν ένα παράθυρο, έκλεισαν τα παντζούρια, σκέπασαν τα παράθυρα να μην φαίνεται το φως και με την ησυχία τους απερίσπαστοι ασχολήθηκαν με το έργο τους. Ήπιαν και τα ποτάκια τους, έφαγαν τα πιτόγυρα τους,μέχρι καφέ τους κεράσαμε εν άγνοια μας.

”Να μας πείτε αν σας έκλεψαν και τι. Γιατί αλλιώς είναι απλή παραβίαση και πρέπει εσείς να πληρώσετε την μήνυση”, μου είπε το αρμόδιο όργανο.

Τα είπα, όπως θυμόμουν, ό,τι θυμόμουν μέσα στην νύχτα, στο τοπικό αστυνομικό τμήμα. Ο εν υπηρεσία τα κατέγραφε, ενώ η μοναδική λάμπα φθορισμού τρεμόπαιζε στο ταβάνι.

”Δεν έχουμε να τις αλλάξουμε”, μου δικαιολογήθηκε.

”Δε με νοιάζει”, σκέφτηκα. Τι νόημα έχουν όλα αυτά; Κανένα όπως κατάλαβα. Ούτε τα πράγματα θα βρεθούν ποτέ, ούτε οι δράστες. Και άμα βρεθούν δεν θα τιμωρηθούν.

Κατεβατό ολόκληρο ανέφερα, ακαθόριστου αξίας λόγω παλαιότητας ενεγράφη στα κατάστιχα του κράτους. ”Χτες το βράδυ, δύο τύποι πήδηξαν το φράχτη σας”, με ενημέρωσε η γειτόνισσα,”φώναξα, αμόλησα και το σκύλο κι έφυγαν”.

Και σήμερα βρήκα μέσα στα φυτά, τα θεριεμένα από τα χρόνια στη αυλόπορτα δίπλα, μέσα σε μαξιλαροθήκη τα κρυστάλλινα της μάνας μου, προσεκτικά διπλωμένα, μην σπάσουν και χάσουν την αξία τους,τον κόπο βρε αδελφέ των δραστών.

Μετά από κλοπές και απάτες χρόνων εις βάρος του οικογενειακού μου περιβάλλοντος, την απώλεια χρημάτων, χρόνου και ψυχικής υγείας, καταθέτω τα όπλα. Δεν παλεύεται η κατάσταση.

Χρωστάς στο δημόσιο δύο χιλιάρικα και χάνεις το σπίτι σου. Σου κλέβουν δέκα, και με τρεις μήνες με αναστολή ο δράστης συνεχίζει την εργασία του, διότι περί κερδοφόρας εργασίας πρόκειται. Κλέφτης, απατεώνας, ληστής, εκβιαστής έπρεπε να γίνω. Α ρε πατέρα, ρε παππού και λοιποί εκλιπόντες πού να σας βρω να σας πω τα νέα. Ό,τι μου μάθατε, όλα στράφι πάνε. Τίποτα δεν ξέρατε και πήγατε και σε πανεπιστήμια, μπουνταλάδες.

Κι η μάνα μου, σχεδόν αιωνόβια, ανήμπορη στο σπίτι της περιμένει να της πω τα νέα . Αγωνιά η έρημη. Τίποτα, όλα καλά. Κάτι παλιόρουχα πήραν. Το καλοκαίρι θα σε πάω να δεις. Τίποτα δεν έγινε… Θα πάμε να δροσιστείς στην βεράντα σου. Μην σκας.

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα