Παγκόσμια Ημέρα Ρομά Ολοκαυτώματος: Μια άγνωστη πτυχή της ιστορίας
Το ιστορικό υπόβαθρο της σημερινής ημέρας και μια ιστορία που αξίζει να καταγραφεί μιας και αποτελεί μαρτυρία που πρώτη φορά βλέπει το φως της δημοσιότητας
Η 2α Αυγούστου αναγνωρίστηκε το 2015 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως “Παγκόσμια ημέρα Ρομά Ολοκαυτώματος”.
Ένα Ολοκαύτωμα ξεχασμένο και άγνωστο για πολλά χρόνια, μιας και μόλις το 1985 η Γερμανία αναγνώρισε πως οι διώξεις των τσιγγάνων κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που στοίχισαν τη ζωή σε παραπάνω από 500.000 ανθρώπους, είχαν ως στόχο τον αφανισμό της φυλής των Ρομά. Η 2α Αυγούστου επιλέχθηκε μιας και εκείνη την ημέρα εξοντώθηκαν στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου σε θαλάμους αερίων 3.000 Ρομά, μεταξύ αυτών και 800 παιδιά.
Στην Ελλάδα η επέτειος μνήμης των Ρομά θυμάτων του Ναζισμού δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστή μέχρι που με πρωτοβουλία ιστορικών, δημοσιογράφων, συγγραφέων, συλλόγων ξεκίνησε η αναφορά και ο εορτασμός της. Σίγουρα κάτι που δεν βοηθάει καθόλου είναι το γεγονός πως ημερολογιακά βρίσκεται στην αρχή του καλοκαιριού με τους περισσότερους να απολαμβάνουν τις διακοπές τους και να μην ενδιαφέρονται για θλιβερές ιστορίες του πολέμου.
Η ιστορία του Ρομά Ολοκαυτώματος ήταν για πολλά χρόνια άγνωστη. Ακόμα και οι ίδιοι οι τσιγγάνοι ελάχιστα γνώριζαν για τις συνθήκες της σκληρής τους καταδίωξης σε όλη την Ευρώπη η οποία κορυφώθηκε μεν κατά τα έτη 1940- 1944 αλλά προϋπήρχε από τα χρόνια που οι Ρομά υπέστησαν διωγμούς, βασανιστήρια και θανάτους στην Ισπανία, την Αγγλία, την Γαλλία και μετατράπηκαν σταδιακά σε δούλους των μοναστηριών στην Ρουμανία.
Η ζωή τους δεν είχε καμία αξία και έτσι συνέχιζαν να επιβιώνουν μέχρι τον Β παγκόσμιο πόλεμο. Στην Ελλάδα ένας λόγος που το Ολοκαύτωμα των Ρομά δεν πήρε μεγάλες διαστάσεις είναι γιατί οι τσιγγάνοι δεν στοχοποιήθηκαν δεν υπέστησαν ποτέ συστηματικές διώξεις και βασανισμούς από το νέο ιδρυθέν επίσημο Ελληνικό κράτος αλλά ούτε και από τι δυνάμεις του άξονα που κατέλαβαν την Ελλάδα το 1940 δηλαδή την Γερμανία, Ιταλία και Βουλγαρία. Υπάρχουν κάποιες μαρτυρίες για τις σχέσεις τσιγγάνων και κατοχικών δυνάμεων, πολλές όμως δυστυχώς έχουν χαθεί.
Είναι πολλοί αυτοί που αναρωτιούνται γιατί οι Γερμανοί έδειξαν την ανοχή τους προς τους τσιγγάνους της Ελλάδος και δεν τους οδήγησαν στα Στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ο μύθος που έχει διαδοθεί είναι πως την εξαίρεση τους ζήτησε η Φρειδερίκη και ο μητροπολίτης Αθηνών κ.κ Δαμασκηνός κάτι που δεν προκύπτει από κανένα αρχείο και καμία μαρτυρία αλλά είναι μια ιστορία που αρέσει στους τσιγγάνους να διατηρούν και να αφηγούνται .
Οι πιο πιθανές εξηγήσεις για την μη εξόντωση τους είναι:
Η προτεραιότητα της δίωξης και του αφανισμού των Εβραίων ειδικά της Θεσσαλονίκης που ήταν ευκατάστατοι με σπίτια και ακμάζουσες επιχειρήσεις. Ήταν εύκολο μέσα από τους καταλόγους και τα αρχεία να εντοπιστούν σε αντίθεση με τους τσιγγάνους γυρολόγους που δεν είχαν τακτοποιημένα τα έγγραφά τους και ήταν ακαθόριστης υπηκοότητας. Οι Εβραίοι ήταν αυτοί που θα απέφεραν με τον αφανισμό τους μεγαλύτερο κέδρος και ήταν προτεραιότητα για τους Γερμανούς.
Οι κατοχικές δυνάμεις ήταν δύσκολο να ξεχωρίσουν από την γλώσσα και την εμφάνιση τους Χριστιανούς Τσιγγάνους από τους μουσουλμάνους αλλά και από τους Πομάκους και τους μειονοτικούς που παρέμειναν με την συνθήκη της Λοζάνης στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι μέχρι το 1922 με τα σύνορα να μην έχουν καθοριστεί κυκλοφορούσαν στα εδάφη της σημερινής Βουλγαρίας, Αλβανίας, Τουρκίας. Γνώριζαν εκτός από την δική τους γλώσσα Ελληνικά, Τουρκικά και Βουλγαρικά. Επειδή για τους Γερμανούς η συμμαχία με την Τουρκία που θα χρησίμευε ως πέρασμα στην Ρωσία ήταν σημαντική και ο φόβος μήπως ενοχληθούν οι Τούρκοι μεγάλος, δόθηκε εντολή να μην πειράξει κανείς πολίτες μουσουλμανικού θρησκεύματος. Αυτός ήταν ένας λόγος να μην γίνονται έλεγχοι και να αφήνονται και οι τσιγγάνοι στην μοίρα τους.
Για τους κατακτητές ήταν άνθρωποι χωρίς δύναμη και αξία, φτωχοί και βασανισμένοι. Σύμφωνα με μαρτυρίες παλαιότερων τους έβλεπαν οι Ιταλοί και γελούσαν. Έπαιζαν με τα γαϊδουράκια και τα μουλάρια και τους άφηναν να φύγουν.
Αν ο πόλεμος συνεχιζόταν και οι Γερμανοί κέρδιζαν τους συμμάχους αργά η γρήγορα να έφτανε η στιγμή και οι τσιγγάνοι της Ελλάδος να οδηγηθούν στα στρατόπεδα θανάτου.
Δεν είναι ωστόσο λίγες οι ιστορίες που μαρτυρούν τον ηρωισμό τους αλλά και τα βάσανα που υπέστησαν στον πόλεμο και αυτός είναι από μόνος του ένας λόγος μαζί με όλους τους Ρομά όλης της Ευρώπης να γιορτάζουν και αυτοί με τη σειρά τους την συμβολή και την διαδρομή τους κατά της διάρκεια του Β Παγκοσμίου πολέμου.
Οι τσιγγάνοι που ζούσαν κοντά στα σύνορα με την Βουλγαρία έγιναν θύματα διώξεων και πολλοί από αυτούς έχασαν τις οικογένειες τους που εγκλωβίστηκαν στην απέναντι μεριά. Όπως μαρτυρεί κάτοικος του Δροσερού Ξάνθης, η ανατίναξη της γέφυρας προς το Χρυσοχώρι ήταν η αιτία να χαθεί και να χωριστεί η οικογένεια της στα δύο. Μια άλλη μαρτυρία μας λέει πως όσοι ζούσαν στην Θράκη κοντά στα σύνορα με την Βουλγαρία, όταν έβρισκαν νεκρό Βούλγαρο στρατιώτη του έπαιρναν την στολή για να την δώσουν σε Έλληνες αντάρτες. Οι μαρτυρίες και των ίδιων των ανταρτών για τους τσιγγάνους δεν είναι λίγες. Από τις πιο συγκινητικές αναφέρουν πως πολλοί από αυτούς τους έσωσαν από βέβαιο θάνατο όταν τους περιμάζευαν στα τσαντίρια η επάνω στα κάρα με κίνδυνο την ζωή τους. Αρκετές φορές κλήθηκαν να μεταφέρουν όπλα, πυρομαχικά και προμήθειες. Οι κατακτητές δεν πλησίαζαν γιατί τους θεωρούσαν βρώμικους. Μια μαρτυρία κάνει λόγο για ένα τσιγγάνο που προσφέρθηκε να δώσει το μουλάρι του σε έναν αντάρτη και με αυτό τον τρόπο να συμβάλει στον αγώνα για την επανάσταση.
Στα χωριά Φλάμπουρο και Ποντισμένο Σερρών, οι Βούλγαροι μάζεψαν τους Ρομά που πολεμούσαν στο πλευρό των χωρικών και τους πήγαν στο Σιδηρόκαστρο με σκοπό να τους εκτελέσουν. Εκεί την τελευταία στιγμή τους σταμάτησε μια διμοιρία Γερμανών που έκρινε ότι η εκτέλεση δεν ήταν αναγκαία.
Στην Θεσσαλονίκη πολλοί από τους Τσιγγάνους μεταφέρθηκαν και κλείστηκαν το 1943 σε στρατόπεδο της Σίνδου, δίπλα στον Γαλλικό ποταμό για έξι περίπου μήνες, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν εκτελέσεις και θάνατοι εκτός από κάποιους εξευτελιστικούς βασανισμούς. Οι τσιγγάνοι χρησίμευαν ως διασκεδαστές του κατοχικού στρατού.
Μια ενδιαφέρουσα ιστορία μας έρχεται από τον Δενδροπόταμο. Κατά την διάρκεια του τέλους της κατοχής αρκετοί τσιγγάνοι διέμεναν σε μεγάλες εγκαταλελειμμένες αποθήκες στην περιοχή που ονομάζεται Ορυζόμυλοι ( υπάρχει μια στάση με αυτό το όνομα πριν φτάσει η γραμμή 31 στα ΚΤΕΛ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ). Κατά την αποχώρηση τους οι Γερμανοί βομβάρδισαν την περιοχή στοχεύοντας στο λιμάνι. Άλλωστε μια από αυτές τις βόμβες ήταν αυτή που βρέθηκε στο Κορδελιό πριν από χρόνια και στήθηκε ολόκληρη επιχείρηση για την απομάκρυνση της με προληπτική εκκένωσή όλου του δήμου Αμπελοκήπων – Μενεμένης και Κορδελιού.
Τον Μάιο του 1944 και ενώ οι άντρες έλειπαν σε δουλειές, οι γυναίκες άκουσαν τις σειρήνες και έτρεξαν στα καταφύγια. Μια από αυτές μέσα στο πανικό της ξέχασε το μωρό στην κούνια και έτρεξε να το πάρει. Όταν το απομάκρυνε και γύρισε στο καταφύγιο το κτήριο βομβαρδίστηκε ολοσχερώς.
Ο Αποστόλης Καρακώστας κάτοικος Αλιβερίου γεννημένος το 1938 μας αφηγείται μια ιστορία που αξίζει να καταγραφεί μιας και αποτελεί μαρτυρία που πρώτη φορά βλέπει το φως της δημοσιότητας. Αφορά το γνωστό περιστατικό της εκτέλεσης των 40 που έλαβε χώρα στο Ορμάν Μαγούλα (Κάτω Δασόλοφος) Φαρσάλων.
Όπως είναι ιστορικά καταγεγραμμένο οι Γερμανοί κατακτητές και οι Έλληνες συνεργάτες τους απαγχόνισαν 40 μέλη του ΕΑΜ που τους πήραν από τη λεγόμενη “Κίτρινη Αποθήκη” του Βόλου, όπου ήταν έγκλειστοι. Οι περισσότεροι ήταν από χωριά του Πηλίου και ανάμεσά τους ήταν και μία έγκυος. Ο απαγχονισμός ήταν αντίποινα για την επίθεση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και την ανατίναξη του τρένου της γραμμής Βόλου – Καλαμπάκας, που είχε σαν αποτέλεσμα τον θάνατο τεσσάρων Γερμανών στρατιωτών.
Ο Απόστολος Καρακώστας μικρό παιδί εκείνη την εποχή ζούσε με την οικογένεια του στα τσαντίρια που είχαν στήσει έξω από το χωριό. Όταν ακούστηκε πως έρχεται Γερμανική φάλαγγα στο πανικό τους κάποιοι από τους τσιγγάνους έτρεξαν για να αποφύγουν τα προβλήματα και έπεσαν στην ενέδρα.
Αν είχαν μείνει μας λέει ο κύριος Αποστόλης δεν θα τους πείραζαν οι Γερμανοί αλλά όπως έτρεξαν τους έπιασαν και δεν τους ξεχώρισαν από τους άλλους. Δυστυχώς όπως ο ίδιος μας λέει κανείς από την οικογένεια τους δεν τόλμησε να πάει στους Γερμανούς πριν τη εκτέλεση. Όταν πήγαν να παραλάβουν τα πτώματα, τους είπαν οι Γερμανοί πως αν τους έλεγαν ότι είναι τσιγγάνοι θα τους αφήναν να φύγουν και δεν θα τους εκτελούσαν.
Σύμφωνα με την μαρτυρία του μαζί με τους 40 εκτελεσθέντες υπήρχαν και 8 τσιγγάνοι οι οποίοι ωστόσο δεν φαίνεται να είναι καταγεγραμμένοι στην λίστα των σαράντα. Αν ισχύει ο αριθμός των νεκρών ειναι 48. Εκείνη την εποχή όπως γνωρίζουμε και μας λέει και ο ίδιος ο κύριος Καρακώστας οι τσιγγάνοι ήταν ακαθόριστου υπηκοότητας, δεν ήταν εγγεγραμμένοι στα δημοτολόγια ως Έλληνες πολίτες γ αυτό και πιστεύει όπως μας λέει πως δεν υπάρχουν τα ονόματα τους στην αναθηματική στήλη που τοποθετήθηκε το 1950 στο σημείο της εκτέλεσης.
Ο ένας από τους τσιγγάνους εκτελεσθέντες ήταν θείος του ο Σωκράτης Καρακώστας. Ο επίσης συγγενής από την πλευρά της μητέρας του Αθανάσιος Μπάφας εκτελέστηκε με το γιο που δεν θυμάται το όνομά του. Αναμεσά τους και ένας Αποστολίδης που τον φώναζαν Αζίμη, ο Σωτήρης Φωτίου, ο Ζεινούς και άλλοι δύο άλλοι τσιγγάνοι με καταγωγή από την Ρουμανία. Αν πράγματι μπορεί να γίνει διασταύρωση μαρτυριών και στοιχείων πρόκειται για μια ιστορική αποκάλυψη.
Στην Αθήνα, στην οδό Χαμοστέρνας, υπάρχει επίσης μνημείο για τους 11 τσιγγάνους που εκτέλεσαν οι Γερμανοί για την αντιστασιακή τους δράση.
Οι τσιγγάνοι που για χρόνια ζούσαν στο περιθώριο, αγράμματοι , αναλφάβητοι, ανιθαγενής δεν κατάφεραν να πάρουν την θέση που τους αναλογεί στην ιστορία γιατί δεν κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να την καταγράψει και οι ίδιοι δεν είχαν την ικανότητα και τις συνθήκες που απαιτούνται για να την διασώσουν προτάσσοντας μια σκληρή καθημερινότητα που τους περιμένει μέχρι και σήμερα. Τα τελευταία χρόνια γίνονται προσπάθειες για καταγραφές που χρειάζονται όμως και την επαγγελματική ακαδημαϊκή στήριξη και συστηματικότερη προσέγγιση και μελέτη. Δυστυχώς οι περισσότεροι επιζώντες μετά από τόσα χρόνια έχουν χαθεί μαζί τους και η ζωή και τα επιτεύγματα των Ρομά κατά την διάρκεια του πολέμου. Όσοι ακόμα απέμειναν κρύβουν θησαυρό που δεν πρέπει να χαθεί.
Σκεπάστε τη φωτιά μας, βάλτε της σκουφί
αλλιώτικα μπορεί να μας προδώσει
και φτάνουν μέχρι εδώ οι Ναζί.
Και πως να ζήσω τα μικρά παιδιά μας
μες το χειμώνα που στο δάσος γίνεται μακρύς.
Γυμνοί , εξουθενωμένοι , νηστικοί.
Μες τα μεσάνυχτα ένας φίλος στρατιώτης φτάνει
μας μουρμουρίζει “Έχω νέα να σας πω
Ξέρετε σκοτώνουν τους τσιγγάνους¨”.
Μην πείτε λέξη που ήρθα εδώ
Τσιγγάνος δικός σας είμαι εγώ.
Και είπε ο θεός να βοηθήσει όλους.
Μας φίλησε μας πήρε αγκαλιά
και στο σκοτάδι χάθηκε μεσ’ τη νύχτα.
(Τσιγγάνικο τραγούδι)