Η πανδημία της μοναξιάς και κάποιες σκέψεις για την «επόμενη μέρα» του θεάτρου

Σκέψεις για το «αύριο» του θεάτρου από τον Σάββα Πατσαλίδη.

Σάββας Πατσαλίδης
η-πανδημία-της-μοναξιάς-και-κάποιες-σκ-576056
Σάββας Πατσαλίδης

Καθώς διάβαζα την ανακοίνωση του Φεστιβάλ Αθηνών/Επιδαύρου για το αβέβαιο μέλλον της φετινής διοργάνωσης θυμήθηκα τα διαβάσματά μου σχετικά με το πώς εξελίχθηκε ο θεσμός των φεστιβάλ αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, δηλαδή μετά από ένα γεγονός που, τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών, θα μπορούσε κανείς να συγκρίνει με την πανδημία που βιώνουμε σήμερα.

Για όσους δεν το γνωρίζουν, να πω ότι μετά τον μεγάλο πόλεμο ο αριθμός των φεστιβάλ είχε αυξηθεί κατακόρυφα. Η μία μετά την άλλη οι ευρωπαϊκές (κυρίως) πόλεις είχαν αρχίσει να θεσπίζουν τα δικά τους θεατρικά και πολυθεματικά φεστιβάλ, προκειμένου να προβάλουν, μεταξύ άλλων, την τοπική ιστορία, την εθνική κληρονομιά και τα μεγάλα κλασικά κείμενα. Ήταν, θα έλεγε κανείς, μια μορφή πνευματικής τροφής και συνάμα αντίστασης στην ισοπέδωση του ανθρώπου.

Οι εμπνευστές τους ήταν της άποψης ότι η διαλυμένη Ευρώπη είχε άμεση ανάγκη από κάποια σταθερά και καταξιωμένα σημεία αναφοράς ως αντίβαρο στην κενότητα των μηχανών του πολέμου και τη βία.

Σήμερα, βιώνουμε μια ανάλογη πρόκληση. Όπως τότε οι θετικές επιστήμες με τις προτάσεις και τις κατακτήσεις τους συνέτειναν ώστε να πάρει σάρκα και οστά η Δεύτερη Βιομηχανική επανάσταση (κυρίως στην Αμερική) η οποία, στο αποκορύφωμά της, είχε δυστυχώς μια απόλυτα αρνητική κατακλείδα, την ατομική βόμβα (εξ ου και η έντονη και πολυμέτωπη συζήτηση που είχε ξεσπάσει αμέσως μετά ως προς τον ρόλο των επιστημόνων στην προαγωγή του πολιτισμού), έτσι και σήμερα, πάλι οι θετικές επιστήμες κάνουν τις δικές τους προτάσεις που δοκιμάζουν ξανά τον ρόλο του Ανθρώπου.

Φυσικά δεν αρνούμαι διόλου τη σημασία τους. Πώς μπορεί άλλωστε να αρνηθεί κανείς τις εξελίξεις στην ιατρική, στην πληροφορική, στη μοριακή βιολογία, στη νανολογία κ.λπ. Όμως, φοβάμαι πως, ρίχνοντας όλο το βάρος προς μία κατεύθυνση, κινδυνεύει να χαθεί (εάν δεν έχει ήδη χαθεί) το μέτρο, οι ευεργετικές ισορροπίες. Προέρχομαι από τη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και δεν θυμάμαι ποτέ στο παρελθόν οι Ανθρωπιστικές Σπουδές να γνώρισαν ανάλογο παραγκωνισμό. Η λογοτεχνία, η ποίηση, η φιλοσοφία, το θέατρο, έχουν περάσει εδώ και χρόνια στα «αζήτητα» των πολιτειακών θεσμών. Μάλιστα, σε πολλές φιλοσοφικές σχολές αμερικανικών πανεπιστημίων συζητείται το ενδεχόμενο κατάργησης του διδακτορικού διπλώματος ως μη χρήσιμου πλέον. 

Είναι προφανές πως την κυρίαρχη θέση στη διαμόρφωση του πολιτισμού έχουν πλέον κλάδοι που στήριξαν το ύστερο σκηνικό της Τρίτης Βιομηχανικής επανάστασης (της υψηλής τεχνολογίας) και τώρα προλειαίνουν το έδαφος, σε συνεργασία με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, για την επόμενη φάση της Τέταρτης Βιομηχανικής επανάστασης (Post Human—cloud computing, ρομποτική, μηχανική εκμάθηση, εκτυπωτική 3D, κυβερνο-φυσικά συστήματα, data science, machine learning) που, πέρα από τις όποιες καλές προθέσεις της, ενδέχεται να αποδειχτεί ακόμη πιο αποξενωτική σε ό,τι αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις. Και ο λόγος απλός: στο στόχαστρο τώρα μπαίνει και η επανεξέταση της ίδιας της οντολογίας της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ανάπτυξη, για παράδειγμα, της τεχνητής νοημοσύνης, μέσα από την υλοποίηση υπολογιστικών συστημάτων, στοχεύει, μεταξύ άλλων, να βοηθήσει τον άνθρωπο να διευρύνει τις εμπειρίες του πέρα από αυτές που βιώνει το ίδιο το σώμα του. Και καλά κάνει, ταυτόχρονα όμως μια τέτοια διεύρυνση πολύ εύκολα μπορεί να οδηγήσει στην περαιτέρω αποδυνάμωση της ανθρώπινης υποκειμενικότητας (και των παραγώγων της, όπως η τέχνη) που ως τώρα είχε ως όριά της τα ίδια τα όρια του σώματός της. Μια τέτοια εξέλιξη θέτει βεβαίως και το ερώτημα: ποιος θα έχει υπό τον έλεγχό του αυτούς τους μελλοντικούς μηχανισμούς που θα είναι σε θέση να καθορίζουν αυτά τα όρια (καλλιτεχνικής ή άλλης μορφής); 

Δεν είμαι οικονομολόγος ούτε πολιτειολόγος, ωστόσο πολύ φοβάμαι πως η πανδημία που βιώνουμε τώρα, σε συνδυασμό με τον πολιορκητικό κλοιό της τεχνολογίας, μας στέλνει ένα σαφές μήνυμα: «το μέλλον είναι εδώ (ή περίπου). Οπότε, αρχίστε να το συνηθίζετε». 

Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι και στο παρελθόν κάθε Επανάσταση είχε ως αποτέλεσμα εκ βαθέων κοινωνικές και άλλες αλλαγές. Αναμφίβολα ναι, με μια όμως ειδοποιό διαφορά: η αναπαραγωγική δυνατότητα της σύγχρονης και υπό εξέλιξη τεχνολογίας δεν έχει μέτρο σύγκρισης με ό,τι προηγήθηκε. Εδώ βλέπουμε να πυροδοτείται μια μεταμόρφωση των πάντων και πρωτίστως του Ανθρώπου. Δεν γνωρίζουμε ποια θα είναι τελικά η θέση του σε αυτή την ανακατάταξη. Οι αναπαραγωγικές δυνατότητες της νέας πραγματικότητας θα τον συντρίψουν ή θα τον αναδείξουν; Θα συνεχίσει να πορεύεται ως μονάδα ή ως ομάδα;

Περί μοναξιάς το ανάγνωσμα

Σε όλη τη διάρκεια του θεοκεντρικού Μεσαίωνα, μέχρι και τα τέλη του 16ου αιώνα, κανένας δεν συζητούσε το θέμα της μοναξιάς, γιατί απλούστατα ο άνθρωπος, ανεξάρτητα πού ζούσε και πώς ζούσε, δεν ήταν ποτέ μόνος. Είχε συντροφιά του τον Θεό. 

Με τον ερχομό της ανθρωποκεντρικής Αναγέννησης το άτομο και η σχέση του με τον περίγυρο θα γίνουν θέμα έντονης συζήτησης και προβληματισμού. Μοναχικός θα θεωρηθεί εκείνος που διέμενε μακριά από την κοινότητα, δεν είχε δηλαδή γείτονες. Όπως ο Πρόσπερο στην Τρικυμία του Σαίξπηρ.

Προς τα τέλη του αιώνα 17ου αιώνα και σε όλη τη διάρκεια του 18ου οι ανακαλύψεις νέων τόπων, ο επεκτατισμός, ο εποικισμός, η μετεγκατάσταση θα συνδέσουν την έννοια της μοναξιάς με το μακρινό, το άγνωστο, και ενίοτε το αφιλόξενο και το εχθρικό (βλ. Ροβινσώνας Κρούσος). 

Η επίσημη είσοδος του «Μοντέρνου», παράλληλα με τη ραγδαία εκβιομηχάνιση (19ος αιώνας), θα σημάνουν τη στροφή στον ατομικισμό. Η μοναξιά θα πάψει να ερμηνεύεται πλέον με όρους γεωγραφικούς/χωρικούς αλλά πιο πολύ με όρους ψυχοσυναισθηματικούς. 

Η εμπλοκή/παρουσία του σώματος, ως ύλη, σιγά-σιγά θα περάσει στο περιθώριο, για να φτάσουμε αισίως στην εποχή μας, όπου πλέον η εικονική γεωγραφία του διαδικτύου όχι μόνο θα πετύχει να «απο-σωματικοποιήσει» τον Άνθρωπο αλλά είναι εκείνη που ορίζει πλέον τον βαθμό και το είδος της μοναξιάς του. Είναι εκείνη που επηρεάζει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του.

Πανδημία μοναξιάς (προ κορονο-ιού)

Μια πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι 30% της νέας γενιάς (γνωστής και ως Gen Y), δηλαδή από 23 έως 38 ετών, δήλωσε ότι νιώθει μοναξιά, ένα 22% ότι δεν έχει καθόλου φίλους, και ένα 25% καθόλου γνωστούς, σε αντίθεση με μόλις το 9% των ερωτηθέντων από τη γενιά των γονιών, των baby boomers. 

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 34% ζει μόνο, ενώ ένα ποσοστό, πολύ μεγαλύτερο από τις προηγούμενες δύο γενιές, επιλέγει να συνεχίσει να ζει με τους γονείς. Είναι ενδεικτικό ένα πρόσφατο γκάλοπ στην Αμερική που έδειξε ότι 42% των ερωτηθέντων γυναικών είπαν ότι φοβούνται τη μοναξιά πιο πολύ από τον καρκίνο. Κι αν δεχτούμε ότι καθώς μεγαλώνει ο άνθρωπος μεγαλώνει και το αίσθημα της μοναξιάς και της αποξένωσης, είναι εύκολο να φανταστούμε πώς θα είναι τα πράγματα από δω και πέρα.

Με αυτά τα δεδομένα είναι λογικό οι ειδικοί να μιλούν για «πανδημία μοναξιάς» και μάλιστα «χρόνιας μοναξιάς», που εκτιμάται ότι είναι η πιο διαδεδομένη μορφή επιδημίας, ένας δημόσιος κίνδυνος για την υγεία, σύμφωνα με τους ψυχολόγους. 

Η ειρωνεία σε όλα αυτά είναι ότι, ενώ μιλάμε για την επικοινωνιακά πιο «συνδεδεμένη» (connected) γενιά στην ιστορία, με όρους εικονικής πραγματικότητας, είναι η πλέον «αποσυνδεδεμένη» με όρους πραγματικούς. Και νομίζω πως θα είχε πολύ ενδιαφέρον τώρα, με την πανδημία στο forte της, να γίνει ένα γκάλοπ ανάμεσα σε άτομα ηλικίας 20-40 ετών για να δούμε πώς αντιδρούν στον κατ΄ανάγκη εγκλεισμό; Πώς τον διαχειρίζονται; Πόσο τους καλύπτει η ψηφιακή συνεύρεση, τα chats κ.λπ; Πόσο δημιουργικοί είναι; Και εάν είναι άνθρωποι του θεάτρου, πόσο τους γοητεύουν οι θεατρικές αναρτήσεις, λ.χ.; Πώς φαντάζονται το μέλλον του χώρου αυτού; Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πώς σκέφτονται (οι νέοι) γιατί, όπως κάθε γενιά, έτσι και αυτοί δεν ορίζονται μόνο από την ημερομηνία γέννησης αλλά και από τη στάση ζωής. 

Πορτρέτο της Γενιάς Y (Millenials)

Σύμφωνα με τους μελετητές οι νέοι σήμερα (στους οποίους συναντούμε πλέον και ορισμένους από την πιο πρόσφατη γενιά –Gen Z), σε όλο τον πλανήτη, πιο πολύ ασχολούνται με το τι μπορούν να κάνουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους παρά οι άλλοι γι’ αυτούς. 

Σε αντίθεση με τους γονείς τους, δεν πιστεύουν στις μακροχρόνιες εργασιακές δεσμεύσεις. Δεν αναγνωρίζουν αφεντικά εφ’ όρου ζωής. Και πολύ περισσότερο, δεν θεωρούν ότι ο χώρος εργασίας προσφέρεται για ψυχοσυναισθηματικές επενδύσεις. Εξ ου και η ευκολία με την οποίαν αλλάζουν εργασιακό περιβάλλον. Είναι σημαντικό αυτό που μας δείχνει πολύ πρόσφατο γκάλοπ στην Αμερική, όπου ένα 70% των ερωτηθέντων νέων κάνει μια δουλειά που δεν έχει άμεση σχέση με αυτό που αγαπάει. Μια άλλη έρευνα έχει δείξει ότι 65% των νέων αναζητεί εργασία με πανεπιστημιακό πτυχίο του οποίου η ειδικότητα ή έχει εκλείψει ή πλησιάζει να εκλείψει.

Τα πολιτικά κέντρα, όπου παίρνονται οι αποφάσεις, τους αφήνουν μάλλον αδιάφορους. Δεν είναι «πιστοί» οπαδοί κομμάτων όπως δεν είναι πιστοί είτε ως αγοραστές αγαθών είτε ως πελάτες θεαμάτων. Εφόσον δεν παίρνουν αυτό που προσδοκούν πάνε παρακάτω. 

Η ταχύτητα (ελέω τεχνολογίας) που χαρακτηρίζει την καθημερινότητά τους έχει αποψιλώσει την υπομονή τους. Θέλουν εύκολες και γρήγορες διαδικασίες διεκπεραίωσης. Δεν αντέχουν την αναμονή, το «κάτσε και περίμενε» για να γίνει η δουλειά τους. Απαιτούν άμεση ικανοποίηση. Μεταφέροντας τη συζήτηση και στο θέατρο θα μπορούσε να αποδώσει κάποιος το φαινόμενο των εκατοντάδων παραστάσεων που έχουμε στην Αθήνα σε αυτήν ακριβώς την κεκτημένη ταχύτητα.

Σε αντίθεση με την προηγούμενη γενιά, δεν ακολουθούν πιστά κάποια μόδα. Πιο πολύ δημιουργούν το προσωπικό τους στυλ και όσο γίνεται πιο φτηνά. Ακόμη: οι νέοι σήμερα πιο πολύ αναζητούν παρά θυμούνται. Το smartphone είναι το δεύτερο μυαλό τους και το web η μνήμη τους. 

Eίναι μια γενιά που μολονότι ζει μέσα από την τεχνολογία και με την τεχνολογία, προσέχει ολοένα και λιγότερο τη διαφήμιση. Η εποχή κατά την οποία υπήρχε εμπιστοσύνη ανάμεσα στον πωλητή και τον αγοραστή, η εποχή δηλαδή του μαζικού μάρκετινγκ, πέρασε. Το παλιό στυλ που είχε να κάνει με τον ψυχοσυναισθηματικό έλεγχο του αγοραστή, με τη γνωστή συμβουλή «Δες τι του αρέσει και προσπάθησε να συνδέσεις το προϊόν σου με αυτό», δεν μετράει πια. Όπως δεν μετράει οτιδήποτε φαντάζει ως «κλασική» διαφήμιση. Για παράδειγμα, τα χαμογελαστά πρόσωπα σε διαφημίσεις. 

Και τώρα το θέατρο

Είναι προφανές πως έχουν αλλάξει πλέον τα γούστα, οι απόψεις περί αυθεντικού και ψεύτικου, οι απόψεις περί διασκέδασης και επικοινωνίας. Έχει αλλάξει το στυλ, η νοοτροπία, οι απαιτήσεις, οι προσδοκίες, οι απόψεις περί υψηλής και λαϊκής τέχνης και είναι λογικό να διερωτηθεί κάποιος τι θέατρο θα γεννήσει η φαντασία αυτών των νέων δημιουργών και τι θέατρο θα χειροκροτήσει η πλατεία; 

Ειδικά για τη νέα γενιά των δικών μας καλλιτεχνών, τα πράγματα θα είναι πολύ πιο δύσκολα σε σύγκριση με άλλες χώρες. Και τούτο γιατί πριν καλά-καλά ξεπεράσουν την οικονομική κρίση, πριν διαμορφώσουν μια πιο καθαρή στάση απέναντι σε όλα αυτά που γίνονται, έρχονται τώρα αντιμέτωποι με μια νέα κρίση που κάνει τα πράγματα ακόμη πιο γκρίζα και μοναχικά. 

Με την επερχόμενη αυτοματοποίηση να επιβάλλει το δικό της lifestyle, με τις μηχανές να εκτοπίζουν σιγά-σιγά το ανθρώπινο δυναμικό, με τις βιομηχανικές επαναστάσεις να διαδέχονται η μία την άλλη, διερωτώμαι τι θα προλάβει να καταλάβει και να αφομοιώσει δημιουργικά ο καλλιτέχνης προκειμένου να επανασυνδεθεί με ένα νέο περιβάλλον όπου τις λύσεις και τις προδιαγραφές θα τις ορίζουν εν πολλοίς δυνάμεις πέρα και πάνω από αυτόν; Με άλλα λόγια, τι είδους δημοκρατικό έλεγχο επί των εξελίξεων θα επιδιώξει ή θα μπορέσει να έχει μέσα από την τέχνη του; 

Συνταγολόγια επιτυχίας ή επιβίωσης στο θέατρο δεν υπάρχουν, τουλάχιστον σε αυτή τη μεταβατική φάση. Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε με βάση όλα αυτά που βλέπουμε και σε συνδυασμό με ορισμένες πολύ σύγχρονες τάσεις που με τον τρόπο τους διαλέγονται με τα τρέχοντα ζητήματα και δείχνουν ότι το παιχνίδι δεν χάθηκε. Απλώς έγινε πιο δύσκολο, πιο δια-κρατικό και αβέβαιο.

Δεν περιμένουμε. Δημιουργούμε

«Δεν μπορείς να περιμένεις μέχρι να πάρει φωτιά ένα σπίτι για να αγοράσεις ασφάλεια πυρός. Δεν μπορούμε να περιμένουμε μέχρι να υπάρξουν μαζικές διαταραχές στην κοινωνία, για να προετοιμασθούμε για την Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση». Αυτά τα λόγια ανήκουν στον νομπελίστα οικονομολόγο καθηγητή Ρόμπερτ Τζ. Σίλερ και νομίζω αφορούν άμεσα την κουβέντα μας εδώ.

Η «επόμενη μέρα» δεν θα είναι, είπαμε, εύκολη για τους ανθρώπους του θεάτρου, παλαιότερους και νεότερους. Ειδικά για τους νεότερους που πλήττονται πολύ πιο βίαια από τις εξελίξεις, όλα θα εξαρτηθούν από τον τρόπο που θα επιλέξουν να διασχίσουν και διασχίζοντας να υπερβούν την κρίση και όχι απλώς να την υπομείνουν. 

Δηλαδή, το θέμα εδώ είναι κατά πόσο θα βρουν το κουράγιο και την τόλμη να δημιουργήσουν τις ευκαιρίες που θα τους βγάλουν από το διαφαινόμενο τέλμα ή κατά πόσο θα επιλέξουν απλώς να παρακολουθούν από την περιφέρεια τις εξελίξεις χωρίς κουράγιο παρέμβασης. Πολύ απλά διατυπωμένο: Θα επιλέξουν το κράτος ως τη σανίδα σωτηρίας τους ή τον εαυτό τους; Και για να μην παρεξηγηθώ, τοποθετούμαι αμέσως. 

Με κανένα τρόπο και για κανένα λόγο δεν αμφισβητώ την υποχρέωση του κράτους να στηρίξει το θέατρο μέσω των επιχορηγήσεων (και όχι μόνο). Είναι υποχρέωσή του, ηθική, παιδευτική ακόμη και συνταγματική. Όπως υποστηρίζει την παιδεία, οφείλει να υποστηρίξει και το θέατρο, που είναι μέρος της γενικής παιδείας. Απλώς δεν τρέφω ψευδαισθήσεις. Η ιστορία των επιχορηγήσεων (των δικών μας αλλά και των περισσότερων κρατών—με εξαίρεση ίσως τη Γερμανία) έχει δείξει πως ό,τι και να δώσει το κράτος δεν θα είναι δυστυχώς ποτέ αρκετό. Ούτε υποτυπωδώς. Πολλώ δε μάλλον σήμερα, όπου οι προτεραιότητες της επόμενης μέρας θα πάνε αλλού. Εδώ πάνε αλλού σε καλύτερες μέρες. 

Δεν χρειάζονται λοιπόν μαντικές ιδιότητες για να πούμε ότι ο δρόμος που τους περιμένει θα είναι ακόμη πιο δύσβατος, απροσδιόριστος και κυρίως μοναχικός. Το θέατρο, βέβαια, θα συνεχίσει τον δρόμο του, απλά ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του ίσως να μην είναι αυτό που θα ήθελαν πολλοί: το ζωντανό, το «εδώ και τώρα». Και λέω «πολλοί» και όχι όλοι, γιατί δεν είναι λίγοι εκείνοι που βρίσκουν πολλά θετικά στοιχεία στις εξελίξεις. Δεν είναι λίγες οι ομάδες που εκμεταλλεύονται τη δυναμική της νέας τεχνολογίας, του ψηφιακού θεάτρου, της ρομποτικής, του live streaming, και σπρώχνουν το θέατρο σε νέες περιπέτειες, σε νέες μεθορίους. Επιτρέψτε μου μια πολύ σύντομη αναφορά σε αυτό το θέμα, πριν φτάσω στον επίλογο.

Το θέατρο του αύριο

Με τα ρομπότ παρόντα και ενεργά σε εργοστάσια, αίθουσες διδασκαλίας, νοσοκομεία, μουσεία, σπίτια και γενικά στη ζωή μας, ήταν αναμενόμενο πως κάποια στιγμή θα έμπαιναν και στον χώρο του θεάτρου. Το γεγονός ότι κάπως άργησαν να εμφανιστούν (σε σύγκριση με άλλους χώρους) είναι γιατί είχαν απέναντί τους το αναντικατάστατο στοιχείο του θεάτρου: τον άνθρωπο που σκέφτεται, που στοχάζεται, που κρίνει, και επικρίνει. Δηλαδή, είχαν απέναντί τους τον απόλυτο ορισμό στην ερώτηση, τι είναι άνθρωπος: το καρτεσιανό «σκέφτομαι άρα υπάρχω». Τώρα, με τη συνεχή βελτίωση της ευφυίας των μηχανών, βλέπουμε να «φοβίζει» λιγότερο η μηχανική τους φύση, γι’ αυτό και διεκδικούν εντονότερη σκηνική παρουσία.

Για την ιστορία να πούμε ότι τα ρομπότ εμφανίζονται στο θέατρο πολύ πιο πριν, όμως στη σκηνή τα υποδύονταν ηθοποιοί. Σημειώνω εν τάχει το έργο του Karel Čapek R.U.R (Rossum’s Universal Robots), όπου συναντούμε για πρώτη φορά και τη χρήση της λέξης «ρομπότ» (επινόηση του αδελφού του Josef Čapek, με ρίζα μια αρχαία τσέχικη, κατ’ άλλους σλαβική, λέξη “«robota» που σημαίνει «καταναγκαστικό έργο»=«δούλος»”). Στο εν λόγω έργο τα ρομπότ είναι το αποτέλεσμα μαζικής παραγωγής εργατών. 

Είναι, επίσης, το εξπρεσιονιστικό έργο της αμερικανίδας Sophie Treadwell Machinal, έργο-σχόλιο για την εισβολή των μηχανών στη ζωή του ανθρώπου στις αρχές του 20ού αιώνα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι στην ίδια κατηγορία ανήκουν και οι απόψεις των Craig, Kleist, Appia, Yeats για τον ηθοποιό. 

Αυτό που διαφοροποιεί το σήμερα με το χθες είναι ότι τώρα έχουμε την ευκαιρία να δούμε στη σκηνή τον απόλυτα ελεγχόμενο ηθοποιό-ρομπότ, όπως τον φαντάστηκαν οι καλλιτέχνες του μοντερνισμού αλλά δεν είχαν τα μέσα να τον υλοποιήσουν. 

Η πρώτη εμφάνιση ρομπότ στη σύγχρονη σκηνή χρονολογείται το 2006 (Νέα Υόρκη), με το έργο Heddatron, της Elizabeth Meriwether. Στην Ευρώπη πρωτοεμφανίζεται στην Πολωνία με την ομάδα Copernicus Science Centre. Για την ιστορία να πούμε ότι για τις ανάγκες της πρώτης τους παράστασης Mortal Engines, (2010) χρειάστηκαν έξι μήνες να προγραμματίσουν τα voice-overs. Με ένα απλό διακόπτη κατάφεραν να αλλάζουν και τη γλώσσα από τα πολωνικά στα αγγλικά. Όπως θα πει ο σκηνοθέτης του έργου Πάβελ Κολανόφσκι, αναφερόμενος στα μελλοντικά του σχέδια, ένα κλασικό έργο όπως η Αντιγόνη θα ήταν τέλειο για την αισθητική του ρομποτικού θέατρου γιατί το χαρακτηρίζει η ενότητα χρόνου, χώρου και δράσης.

Mια άλλη ομάδα (από την Αγγλία), με την «κλασική» ονομασία Robo Thesbians, παρουσιάζει παραστάσεις με ανδροειδή ρομπότ που έχουν πολύ μεγάλη απήχηση στον κόσμο, κυρίως στους νέους και τα παιδιά. Το καλύτερο δημιούργημά τους, το RoboThespian RT3, έχει ύψος 1.75, βάρος 33 κιλά, κοστίζει 84.000 δολάρια και ελέγχεται με υπολογιστή, 

Ακόμη: Το 2012 σε μια ενδιαφέρουσα και τολμηρή ιαπωνική παράσταση των τσεχωφικών Τριών αδελφών (Adroid version), ο σκηνοθέτης και ιδρυτής της ομάδας Seinendan, Oriza Hirata θα δώσει τον ρόλο της μικρότερης αδελφής, της Ιρίνα (Ikumi), σε ένα ρομπότ, που κατασκεύασε το Πανεπιστήμιο της Οσάκα σε συνεργασία με την Kokoro Company. Στη διασκευή αυτή οι τρεις αδελφές ζουν σε μια παρηκμασμένη ιαπωνική κωμόπολη, η οποία κάποτε ήταν το κέντρο κατασκευής ρομπότ. Ο πατέρας τους ήταν ένας από τους πρωτεργάτες κατασκευής ρομπότ. Με το εργοστάσιο κλειστό, οι τρεις αδελφές καλούνται να αντιμετωπίσουν μια πραγματικότητα ζοφερή, χωρίς ελπίδα.

Πρόκειται για τη δεύτερη θεατρική απόπειρα του σκηνοθέτη όπου χρησιμοποιεί ρομπότ. Προηγήθηκε το Good-bye, όπου ένα ρομπότ διαβάζει ποιήματα σε έναν ετοιμοθάνατο. Και στις δύο περιπτώσεις ο σκηνοθέτης υπογραμμίζει διαφορές και ομοιότητες ανάμεσα σε έμψυχους και άψυχους επιτελεστικούς όγκους.

Γενικά το ρομποτικό θέατρο εγκαινιάζει με τον τρόπο του μια εποχή posthuman, κατά την οποία οι άνθρωποι πλησιάζουν ολοένα και πιο πολύ την τεχνολογία και μοιραία επηρεάζονται από αυτήν. Σιγά-σιγά οι ευφυείς μηχανές αρχίζουν να συλλειτουργούν με τον άνθρωπο. Στο θέατρο συμπαίζουν, κάτι που θέτει και μια σειρά από φλέγοντα ζητήματα τα οποία σύντομα θα μας απασχολήσουν σοβαρά. Για παράδειγμα, από τη στιγμή που στρέφουν τον καθρέφτη στην ανθρώπινη μορφή, είναι λογικό να προβληματίσει ο ορισμός τους. Τι είναι τελικά αυτές οι μηχανές; Τι σημαίνει σκέφτομαι; Θα μπορέσουν ποτέ τα ρομπότ να σκεφτούν; Εμείς, οι άνθρωποι, σκεφτόμαστε; Τι σημαίνει να είσαι ζωντανός, εδώ και τώρα; Έχει ο άνθρωπος ψυχή; Πού βρίσκεται; Αποδεικνύεται; Και εφόσον το ρομπότ αποκτήσει μια πιο ανθρώπινη μορφή μπορεί να γίνει άνθρωπος (με ή χωρίς ψυχή); Ποια είναι η φύση της ανθρώπινης πραγματικότητας; Μήπως τελικά το θέμα δεν είναι κατά πόσο τα ρομπότ πλησιάζουν να γίνουν άνθρωποι ή κατά πόσο οι άνθρωποι πλησιάζουν να γίνουν ρομπότ; Μήπως τα γκάτζετ επικοινωνίας που διαθέτουμε σήμερα οδηγούν στη ρομποτοποίησή μας; Μήπως οι ομοιότητες είναι περισσότερες από τις διαφορές; Αυτά είναι ζητήματα που θέτει το θέατρο αυτό και που αξίζει να προσέξει κανείς. Το βέβαιο για την ώρα είναι ότι πολύ σύντομα τα ρομπότ θα αντικαταστήσουν τον υπολογιστή που τα ελέγχει. Και από κει και πέρα βλέπουμε.

Η ομάδα Robo Thesbians, I am not a Robot

Η ομάδα Robo Thesbians, I am a Machine

Σχέσεις αγάπης-μίσους

Η αλήθεια είναι ότι η σύγχρονη, η κάθε σύγχρονη ζωή εκφράζεται συχνά μέσα από σχέσεις αγάπης-μίσους με τα ίδια τα επιτεύγματά της. Έτσι έκανε πάντα, ακόμη και την εποχή του Αισχύλου. Τη μια πειραματίζεται και επιτυγχάνει κάτι και την άλλη σκέφτεται κατά πόσο σωστά έπραξε. Και η περίπτωση των ρομπότ είναι ενδεικτική. Πριν από τα ρομπότ ήταν οι υπολογιστές, πιο πριν κάποια άλλη μηχανή και πάει λέγοντας. 

Στάθηκα πιο πολύ στο συγκεκριμένο παράδειγμα σύγχρονης τεχνολογίας γιατί αφενός είναι πιο κοντά στο πνεύμα της νέας Επανάστασης και αφετέρου αποκτά πολύ γοργά οπαδούς στον χώρο του θεάτρου, και κυρίως ανάμεσα στους θεωρητικούς, με ερωτήματα που μόλις ανέφερα πιο πάνω. 

Θέατρο digital

Έχουμε ακόμη και το παράδειγμα της ψηφιακής υποστήριξης του θεάτρου που είναι πλέον πολύ κοινή πρακτική και με πάρα πολλούς φίλους. Πολλές όπερες καταφεύγουν πλέον στη δημιουργία εικονικού περιβάλλοντος, περιορίζοντας έτσι τα έξοδα παραγωγής, την ίδια στιγμή που αυξάνουν τον πλούτο της εικαστικής εικόνας του προσφερόμενου θεάματος.

 Ο στόχος πολλών σκηνικών δεν είναι πια να υποδηλώσουν μέσα από τη φωτογραφική μίμηση και ακρίβεια διάφορα μέρη. Πιο πολύ έχουν να κάνουν με τη δυναμική της αναπαράστασης. Με τη βοήθεια της τεχνολογίας τα όρια διευρύνονται πέρα από τα δομικά/κατασκευαστικά όρια της σκηνής, προσφέροντας έτσι άπειρες επιλογές. Ένα έκτακτο και πρόσφατο παράδειγμα είναι η παράσταση Magic Butterfly από την εθνική όπερα της Ουαλίας (Welsh National Opera, 2017, Κάρντιφ).

Αληθινό και ψεύτικο

Είναι σαφές πως ολοένα και πιο πολύ τα βίντεο-παιχνίδια, η video art, o κινηματογράφος, η μουσική, η εικονική ζωγραφική, οι υπολογιστές, τα ρομπότ και το θέατρο θα βρίσκουν τρόπους συνένωσης/συνεργασίας. Όσο και να ταράζει ορισμένους η έντονη παρουσία της τεχνολογίας, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε τη δυναμική με την οποία προικίζει το θέατρο (άλλωστε αυτό δεν έκανε πάντοτε;). 

Το θέατρο δεν είναι πλέον μόνο «εδώ και τώρα» αλλά «εδώ και τώρα και παντού». Διαλεγόμενο με στοιχεία της σύγχρονης τεχνολογίας και των εικονικών της παραγώγων, δοκιμάζει ξανά τις δικές του ικανότητες αναπαραγωγής μιας ψευδαίσθησης. Και εδώ προκύπτει και μια ενδιαφέρουσα παράμετρος. Και στις δύο περιπτώσεις, εννοώ στη συνάντηση τεχνολογίας και ζωντανού θεάτρου, εκείνο που απουσιάζει είναι το αυθεντικό. Στην μεν περίπτωση του ζωντανού θεάτρου αυτή την ετερότητα την υπηρετεί πρωτίστως ο ηθοποιός στην δε άλλη περίπτωση η τεχνολογία. Πάντως ένθεν κακείθεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε κάποιο ψέμα. Το κατά πόσο είναι ένα καλό ψέμα ή όχι εξαρτάται πάντοτε σε ποιες αλήθειες οδηγεί και πώς. 

Εν τέλει

Επειδή τα παραδείγματα που δείχνουν το «αύριο» του θεάτρου είναι πολλά και συνεπώς αδύνατο να τα καλύψουμε ακόμη και τηλεγραφικά σε ένα τόσο σύντομο κείμενο ολοκληρώνω λέγοντας ότι: 

Το θέατρο, όπως το γνωρίζουμε, δεν θα εξαφανιστεί. Θα συνεχίσει να μας ψυχαγωγεί είτε κατά μόνας είτε συλλογικά. Κάποιοι δημιουργοί ενδεχομένως να νιώσουν την ανάγκη να αναμετρηθούν με τη νέα τεχνολογία σε αναζήτηση μιας άλλης θεατρικής ποιητικής και σκηνικής γλώσσας. Και είναι απόλυτα θεμιτή και καλοδεχούμενη μια τέτοια επιλογή. Έτσι, δεν ήταν πάντα το θέατρο: μια συνεχής υπέρβαση των ορίων του; 

Κάποιοι άλλοι, φοβούμενοι τη μοναξιά της νέας πραγματικότητας, ίσως εγκαταλείψουν τις «Εγω-κεντρικές» αναζητήσεις τους και επιδιώξουν πιο συλλογικές αναμετρήσεις, δηλαδή μια επιστροφή στην έννοια της ομάδας, κάτι που έχει σχεδόν εξαφανιστεί (διόλου τυχαία) από τον θεατρικό μας χάρτη.

Κάποιοι θα δουν ενδεχομένως διαφορετικά τη δυναμική πιο συμμετοχικών παραστάσεων, ως απάντηση στη διαφαινόμενη μοναξιά και απομόνωση των ανθρώπων. Ήδη τέτοια δείγματα γραφής είχαμε αρκετά τα τελευταία χρόνια. Και αναφέρομαι σε παραστάσεις όπου εμπλέκεται φαγητό, λ.χ., η πλέον τελετουργική διαδικασία συνεύρεσης των ανθρώπων ή παραστάσεις όπου συμμετέχει γενικά ο θεατής, εκεί όπου του δίνεται η ευκαιρία να αγγίζει αντικείμενα, να μιλήσει με τους ηθοποιούς, να μετακινηθεί από δωμάτιο σε δωμάτιο, να πει ίσως τη δική του ιστορία κ.λπ. Σε τέτοιου τύπου παραστάσεις δεν ενεργοποιείται μόνο η όραση και η ακοή, αλλά και η αφή, η γεύση, η όσφρηση. Ο άνθρωπος στο σύνολό του.

Είναι ακόμη η επιλογή μαραθώνιων παραστάσεων (5, 6 μέχρι και 12 και πλέον ώρες), η διάρκεια των οποίων δίνει την ευκαιρία στους θεατές να συνυπάρξουν, να γνωριστούν, να ανταλλάξουν απόψεις. Όλα αυτά προφανώς ανεβάζουν τη θερμοκρασία της επικοινωνίας και απαντούν με τον τρόπο τους στην επιβεβλημένη μοναξιά. 

Σε κάθε περίπτωση, τα νέα δεδομένα θα αναγκάσουν το θέατρο να επιστρατεύσει καινούργια εργαλεία που θα το βοηθήσουν να αντέξει στις πιέσεις του περίγυρου, καθώς επίσης και στην εξεύρεση νέων θεατών. Π.χ. Νέες στρατηγικές μάρκετινγκ, νέοι τρόποι εμπλοκής των θεατών, νέοι χώροι, νέα θεματολογία, νέα μοντέλα διαχείρισης/παραγωγής, οικονομικής στήριξης κ.λπ. 

Τίποτα δεν μπορεί να θεωρείται πλέον δεδομένο στο θέατρο. Όπως είπα σχολιάζοντας ένα από τα χαρακτηριστικά της νέας γενιάς αλλά και της εποχής μας γενικότερα: τίποτα δεν μένει πιστό σε κάτι για πολύ. Ούτε το θέατρο στον εαυτό του. 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα