Σαν σήμερα έφυγε το καρντάσι
«Γεια σου Παπάζη» του ‘λεγα, όταν έφτανα στο κατώφλι του γραφείου που είχε απέναντι από το studio στην Επταλόφου.
Ο …Παπάζης- έτσι τον φωνάζαμε, εκτός από το μικρό του- οι παλιότεροι τον φώναζαν και «push pull», ήταν το «πρωτοπαλίκαρο» της Σχολής Θεσσαλονίκης. Και γλυκός και θυμωνιάρης. Και ποιητής και μάγκας. Και καλαμπουρτζής και «ψαγμένος».
Θυμάμαι κάποια αποσπάσματα από την κουβέντα- συνέντευξη που είχαμε κάνει στη ΜΕΝΤ λίγο πριν την κυκλοφορία του δίσκου του «Μάισα Σελήνη»:
«…Είμαι πολύ τυχερός που τραγούδησα καλά τραγούδια που είχανε, όπως λένε στη Φυσική, μεγάλη ημιπερίοδο ζωής, ανθεκτικά στον χρόνο. Κι από την άλλη είχα στέκια σε όλη την Ελλάδα, στα νησάκια, στις πόλεις τις μικρές, τις μεγάλες που οι συναυλίες μου χρόνο παρά χρόνο ήταν κάτι σαν ορόσημο. Λειτουργούσε αυτή η παρουσία…
…Εγώ ήμουνα παιδί του κέντρου και όταν απολύθηκα από το στρατό δεν ήθελα να γυρίσω στο σπίτι, ήμουνα κοτζάμ μαντράχαλος τότε,να σκεφτείς πριν τον στρατό είχα ήδη εννεαμελή ορχήστρα τους “Blow- Up”, είχα ήδη πάρει το δρόμο μου, ήθελα ένα κονάκι δικό μου. Ήρθα πρώτα στη Χαριλάου, αργότερα κάτω από το ταχυδρομείο της Παπάφη, έκανα το πρώτο οργανωμένο studio με χειροποίητα μηχανήματα, εκεί έγινε και η «Εκδίκηση της Γυφτιάς» το ’78. Σε κάποια στιγμή ανέβαινα με τη μοτοσικλέτα την Επταλόφου- τότε ήταν άνοδος- και βλέπω αυτόν τον καταπληκτικό χώρο, το εντευκτήριο της ΜΕΝΤ να ρημάζει και μπαίνω μέσα από το παράθυρο και λέω: «θεέ μου, αυτό γίνεται μια στουντιάρα, ούτε στην Αθήνα υπάρχει τέτοιος χώρος»! Μετά από πολλές συσκέψεις που είχε εδώ το συμβούλιο μου το παραχώρησε για να το επισκευάσω και ξεκινάω από μηδενική βάση και μηδέν ταμείο…
Εδώ είχα το πρώτο μου μωρό στην πλάτη και δούλευα πάνω στα κεραμίδια κι ερχότανε οι γειτόνισσες και μου φέρνανε φαγητό το μεσημέρι! Ήτανε μαχαλάς εδώ, όχι πλάκα! Αυτό το πράγμα με κέρδισε γιατί κι εγώ σε μαχαλά μεγάλωσα, στα παλιά Λεμονάδικα, όπου άμα παίζαμε, ας πούμε, πέντε παιδιά, η μάνα δεν κατέβαζε μια φέτα ψωμί, για το δικό της, κατέβαζε πέντε για όλους μας….»
Τέτοια μου έλεγε σε κείνη τη συνέντευξη, Δεκέμβρη του 2005 κι όπως πλησίαζαν γιορτές τον ρώτησα κάτι πολύ κοινότοπο προς το τέλος, αν θα έκανε μια ευχή, ποια θα ήταν κι απάντησε μετά από μικρή σιωπή:
Να γυρίσουνε και να δώσουν όλοι ένα φιλί στο φίλο τους κι ας τους ρωτάει μετά αυτός «γιατί το ‘κανες»…
Θύμωνε με τις συναυλίες όσων δήλωναν «αφιλοκερδώς»! Έδωσε μια συναυλία το 1994 στην νέα παραλία, στο Λευκό Πύργο, από καραβάκι. Βούλιαξε ο τόπος απ’ τον κόσμο. «Αφιλοκερδώς και ιδίοις εξόδοις» τόνισε. Για να μας εξηγήσει τη διαφορά, του να τα παίρνει ο καλλιτέχνης από την εταιρία …παραγωγής που έστηνε φώτα και ήχο, γιατί ήταν δικιά του και χρέωνε «τα κέρατα τα τράγια»!
Η ΜΕΝΤ τον έκλαψε. Όλη η Τούμπα τον έκλαψε. Κι ακόμη κλαιν πολλοί καθώς το μνημόσυνό του πέφτει πάντα μες στο Πάσχα και το όλο κλίμα φορτίζει παραπάνω το θυμικό μας, τη συγκίνηση…
«Γεια σου Παπάζη» του ‘λεγα, όταν έφτανα στο κατώφλι του γραφείου που είχε απέναντι από το studio στην Επταλόφου. «Γεια σου καρντάση, πέρνα μέσα, έχω και μια ρακή!!!» απαντούσε με χαμόγελο κι έπιανε με χέρια… ανθρακωρύχου, απ’ τις δουλειές που έκανε- εκπληκτικός χειρώναξ- τη φιάλη.
Έφυγε νωρίς. Όπως κι ο Ρασούλης λίγο πριν, την ίδια χρονιά. Βιαστήκανε, λέω… Όμως η διάλυση της «ηθικής της ύπαρξης» εμάς τους ζωντανούς, σκέφτομαι μήπως μας χτυπάει τραχύτερα.
Σ’ ένα σύστημα όπου η αξία δεν πιάνει έναν παρά, παρά μόνο η εξουσία μοιράζει παιχνίδι, είτε ως επιβολή είτε ως υπακοή, ο Παπάζογλου ανήκε στους εξωσυστημικούς, τους ανένταχτους. Στα ακυβέρνητα από τρίτον μυαλά, τα αγύριστα. Και «ταξίδεψε» για τον κόσμο με τις Αδούλωτες συνειδήσεις. Εκεί που τα λένε και σιγοτραγουδούν γύρω από ένα μπαγλαμαδάκι ψυχές γλυκιές κι ερωτικές.
Ο Νίκος Παπάζογλου έφυγε στις 17 Απριλίου 2011.