Featured

Πάντα θα λέμε ‘’πάμε πάλι’’

Τα διαμερίσματα ξανανοίγουν, οι ένοικοι επιστρέφουν -έστω κάποιοι- και η χαρακτηριστική μυρωδιά της μούχλας, που αν και σε κάποιους αρέσει, πρέπει να εκδιωχθεί. Η ζωή επιστρέφει στο σπίτι που έμεινε πίσω να περιμένει...

Χρήστος Ωραιόπουλος
πάντα-θα-λέμε-πάμε-πάλι-602951
Χρήστος Ωραιόπουλος

Εικόνα: Όλγα Δέικου

Κι ήταν λες και περάσαμε ένα καλοκαίρι ολόκληρο. Ένα καλοκαίρι ξενέρωτο, άνυδρο μεταφορικά, βαθύ, με κοιλιά, χωρίς κορυφώσεις, σαν μεσημεριανές ατέλειωτες ώρες, δίχως ένα αξιόλογο μεθύσι ή ένα αξιομνημόνευτο γαμήσι, με μέρες πολύ ζεστές ή με βροχή, μέρες που χαλάνε τις μέρες τις καλές που πρέπει να έχει ένα καλοκαίρι. Αλλά αυτό δεν ήταν εξαρχής καλοκαίρι. Αλλά εμείς βιώσαμε την εγκατάλειψη και το ράπισμα του χρόνου στους σοβάδες μας που κι αυτοί ακόμη επιζητούνε χάδια.

Αυτά ακούω κατά λέξη να σιγοψιθυρίζουν τα μπαλκόνια της πολυκατοικίας αυτής, την ώρα που τα συλλαμβάνει το μάτι και ο φακός της Όλγας Δέικου, που λειτουργούν με φωτεινή αρμονία λες και είναι ένα.

Γύρω τους ο σοβάς σαν να μην άντεξε, τον σκέφτομαι πολλές φορές να λέει πως δεν αντέχει να κρύβει τη γύμνια του τσιμέντου και ακόμη πιο μέσα σπίτια άδεια. Σπίτια που περιμένουν. Η εξωτερική όψη της πολυκατοικίας μού θυμίζει παρατημένη άγκυρα που το θαλασσινό νερό τη γλείφει με ένστικτα βασανιστικά, σαν πουλί λίγο-λίγο τις τρώει τα σπλάχνα. Το σώμα της ξεθώριασε και οι στρώσεις του δέρματός της πέφτουν και ξεφλουδίζουν αφήνοντας μια χάλκινη φτήνια να φανεί, μαρτυρώντας την απάτη. Το χρώμα της εγκατάλειψης είναι πορτοκαλοκαφέ.

Βλέπω επίμονα τη φωτογραφία.

Η φωτογραφία είναι κάθοδος. Η πολυκατοικία είναι κάθοδος. Ιλιγγιώδης και κατακόρυφη με παιχνιδιάρικα ζιγκ ζαγκ του ματιού.

Ξεκινώ από πάνω. Πόσες φορές ήσασταν καλεσμένοι στον πρώτο ή στο δεύτερο μιας πολυκατοικίας και φανταζόσασταν έναν άλλο κόσμο στον ψηλότερο όροφο και χοροπηδούσε κάτι μέσα σας να στρέψετε προς τα πάνω το κεφάλι σας μέσα από το καλειδοσκόπιο του αστικού σαλιγκαριού που σχηματίζουν οι σκάλες;

Ο αέρας είναι ανελέητος το ίδιο και ο χρόνος. Πού να συνεργαστούνε κιόλας. Ξέσκισαν από κοινού, χεράκι-χεράκι το πανί της τέντας, αφήνοντας κρεμασμένο το κουφάρι της, σαν να την παράτησαν εκεί εκτελεσμένη να τη φάνε τα σκυλιά και τα όρνια. Το μπαλκόνι είναι ευχή. Το μπαλκόνι είναι κατάρα. Είναι ευχή και κατάρα. Άλλους τους ελευθερώνει. Βγάζουν το τραπεζάκι και την πλαστική καρέκλα. Όχι όμως εδώ. Άλλοι το έχουν σαν πρόσθετη αποθήκη σκόνης και τοξικών κουτσουλιών.

Το μπαλκόνι είναι ελευθερία. Υπό συνθήκες λύτρωση, αλλά ας τα αφήσουμε τώρα αυτά. Βγάζεις ό, τι θέλεις.

Τη μαούνα του κλιματισμού/τελάρα έτσι γιατί σου καύλωσε/σκάλες/μανταλάκια/σκούπες/τίποτα/ράφια/κουβάδες/πλαστικούς φράχτες για αναρριχώμενα φυτά. Αν είχαν συνεννοηθεί καλά οι ένοικοι θα βάζανε όλοι φράχτες και ένας απέραντος κισσός θα σκέπαζε τα σπίτια από τον ήλιο και το χρόνο. Τουλάχιστον έτσι θα έβλεπαν οι απέξω.

Τα διαμερίσματα ξανανοίγουν, οι ένοικοι επιστρέφουν -έστω κάποιοι- και η χαρακτηριστική μυρωδιά της μούχλας, που αν και σε κάποιους αρέσει, πρέπει να εκδιωχθεί. Η ζωή επιστρέφει στο σπίτι που έμεινε πίσω να περιμένει, κλεισμένο στον εαυτό του να κάνει καραντίνα. Όπως τη θερινή επιστροφή, εκεί στα τέλη Αυγούστου που οι χρήστες του ανεβάζουν τα μπαγκάζια, όχι πια με κοντομάνικα, αλλά με ζακέτες.

Η μάνα του φοιτητή επέστρεψε μαζί του, αλλά θα φύγει σε δυο μέρες πάλι. Θα ανοίξει όλα τα παράθυρα, να κάνει ρεύμα. Οι πόρτες θα κοπανιούνται ηχηρά και με πάταγο θα κελαηδούν επιστροφή. Παρά τους αέρηδες, τα επίμονα σκουπίσματα και σφουγγαρίσματα της μάνας, ο φοιτητής θα βρει ξανά το δικό του μέρος που τα αλλόκοτα βράδια στην πόλη, καθόταν ήρεμα και ρουφούσε το στριφτό του και όλα ευθυγραμμίζονταν με το χάρακα της συνήθειας. Θα στρίψει παίρνοντας λίγο το χρόνο του, την ανάσα του να χωνέψει και να πει αυτό το ‘’πάμε πάλι’’.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα