Παράξενη άνοιξη

Είναι κάμποσες μέρες τώρα που στο μυαλό μου τριγυρίζει το βιβλίο του Μάζαουερ για τα Φαντάσματα της Σαλονίκης. Κυρίως οι περιγραφές που κάνει για την καθημερινή ζωή της πόλης λίγο πριν πέσει η Οθωμανική αυτοκρατορία και επέλθει η απελευθέρωση. Εκείνο το πολυφυλετικό, εξαθλιωμένο μελίσσι των ανθρώπων που βίωνε την καθημερινότητά της. Για πολλούς και διάφορους […]

Γιώργος Τούλας
παράξενη-άνοιξη-10531
Γιώργος Τούλας
1.jpg

Είναι κάμποσες μέρες τώρα που στο μυαλό μου τριγυρίζει το βιβλίο του Μάζαουερ για τα Φαντάσματα της Σαλονίκης. Κυρίως οι περιγραφές που κάνει για την καθημερινή ζωή της πόλης λίγο πριν πέσει η Οθωμανική αυτοκρατορία και επέλθει η απελευθέρωση. Εκείνο το πολυφυλετικό, εξαθλιωμένο μελίσσι των ανθρώπων που βίωνε την καθημερινότητά της.

Για πολλούς και διάφορους λόγους οι εικόνες που συναντάω κάθε μέρα στους δρόμους της μου τη θυμίζουν. Στο πάρκο της Κρήτης, για παράδειγμα, κάθε απόγευμα καμιά δεκαριά άνθρωποι που μιλούν γλώσσες της ανατολικής Ευρώπης στήνουν ένα αυτοσχέδιο τραπέζι από κασόνια ενός γειτονικού σουπερ μάρκετ και παίζουν ένα είδος παπά. Ποντάρουν, στοιχηματίζουν, ενίοτε τσακώνονται, μοιάζει να μην τους απασχολεί διόλου ποιος περνά δίπλα τους, ζουν για τη στιγμή.

Σε όλο το μήκος της Βασιλίσσης Όλγας που διασχίζω το πρωί νεαροί άνθρωποι βουτούν στους κάδους απορριμμάτων και συλλέγουν ρούχα που έχουν πετάξει από βραδύς νοικοκυραίοι της γειτονιάς. Επίσης μοιάζουν να μην ασχολούνται με το ποιος τους κοιτάζει. Μπαινοβγαίνουν στους κάδους με την ίδια μεθοδικότητα των γάτων που τους ανταγωνίζονται σε βουτιές, μη σου πω πως ξαφνιάζονται κιόλας που αυτό το νέο είδος των ανταγωνιστών αντιμάχεται το δικό τους βασίλειο των απορριμμάτων. Τα ρούχα που συλλέγουν πλένονται σε μια μάντρα από αυτές που συνωστίζονται στο ρέμα Δόξα της τούμπας και μετά πωλούνται στον πεζόδρομο της Καρμπολά, δίπλα στη Ρωμαϊκή Αγορά εκεί που κάποτε υπήρχαν γκαλερί και παλιατζίδικα.

Στην Τσιμισκή, καθώς νυχτώνει, απελπισμένοι άνθρωποι που τους έχουν φέρει από τη Ρουμάνια και τη Βουλγαρία, συνήθως φριχτά παραμορφωμένοι, φωνάζουν σπαραχτικά πεινάω. Κάποιοι τους προσπερνούν, κάποιοι τους λυπούνται και ενδίδουν. Γύρω στα μεσάνυχτα ένα φορτηγάκι τους μαζεύει και τους κατευθύνει στην ίδια μάντρα της Δόξας.

Στον περίβολο του Λευκού Πύργου άνθρωποι από αφρικανικές χώρες μετατρέπουν τον τόπο σε παζάρι της Κινσάσα. Πολλές φορές γίνονται και ενοχλητικοί. Σχεδόν πιεστικοί πια.

Στη Ροτόντα το καζάνι που βράζει έχει από όλα. Άστεγους που πολλαπλασιάζονται, πρεζάκια που έφυγαν από το Ναβαρίνο και μετακόμισαν εκεί, πρεζέμπορους, παράνομους μετανάστες, ακροδεξιούς και ακροαριστερούς που μάχονται, τρόμο.

Στα παραβαρδάρια στενά, κάτω από το σιδηροδρομικό σταθμό, τη μέρα η πόλη μοιάζει ακόμα περισσότερο με τις εικόνες του Μάζαουερ. Εκατό χρόνια μετά οι γειτονιές εκείνες επιστρέφουν στο παρελθόν τους, μόνο που η ούγια του εμπορίου γράφει πια made in China.

Αλλά και στις παραδοσιακές γειτονιές της πόλης, στο Κουλέ Καφέ, την Παναγία Φανερωμένη, την Κασσάνδρου, οι άνθρωποι, οι εικόνες, η απόγνωση ξαναφέρνουν στο νου το παρελθόν. Τα σκοτάδια του παρελθόντος.

Παράξενη άνοιξη. Σημαδιακή. Ακόμα και η αδυναμία της πόλης να βρει τον τρόπο να γιορτάσει τα εκατοντάχρονα της απελευθέρωσής της μπορεί να εκληφθεί και συμβολικά. Τι να γιορτάσει κάνεις στην έρημη Μητροπόλεως, στη Σαχάρα της οδού Ανθέων, στις γειτονιές της εγκατάλειψης;

* Το κείμενο είναι το editorial του τεύχους #179 της Parallaxi που κυκλοφορεί.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα