Πάρκα και δρόμοι, μνημεία και Ιστορία. Συνολική προσέγγιση ή αποσπασματική διαχείριση;

Μέσα από την παράθεση συγκεκριμένων παραδειγμάτων του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης, θα γίνει μία προσπάθεια να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα

Parallaxi
πάρκα-και-δρόμοι-μνημεία-και-ιστορία-σ-993269
Parallaxi

Λέξεις – Φωτογραφία: Αθανάσιος Μαλίτσας

Πάρκα και δρόμοι, πεζοδρόμια και πλατείες, μνημεία και Ιστορία. Συνολική προσέγγιση ή αποσπασματική διαχείριση;

Είναι σημαντικό αρχικά ν’ αποσαφηνιστεί ότι η παρακάτω ανάλυση δεν εστιάζει στις τεχνικές επιλογές μίας δημοτικής αρχής, διότι πρόκειται για ένα θέμα πιο σύνθετο με κάποιες εκδοχές του να εμπίπτουν στα όρια ευθύνης και τις αρμοδιότητες και άλλων υπηρεσιών, ιδιωτών και αρχιτεκτονικών επιτροπών. Πρόκειται για μία συνθήκη που συναντάμε συχνά σε όλη τη χώρα και μέσα από την παράθεση συγκεκριμένων παραδειγμάτων του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης, θα γίνει μία προσπάθεια να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα.

Πριν από λίγα χρόνια κατά τη διάρκεια της θητείας της προηγούμενης δημοτικής αρχής αποφασίστηκε η μετατροπή της οδού Γρηγορίου Παλαμά σε δρόμο ήπιας κυκλοφορίας μεταξύ των οδών Τσιμισκή και Παύλου Μελά (φωτό 1). Πριν λίγους μήνες ολοκληρώθηκε από τη σημερινή διοίκηση η συνέχιση της προαναφερθείσας παρέμβασης, από την Παύλου Μελά έως την Τσιμισκή συμπεριλαμβάνοντας ένα τμήμα της Πλατείας Ναυαρίνου και την οδό Βύρωνος, επιλέγοντας όμως διαφορετικές πλάκες πεζοδρομίων και φωτιστικά σώματα (φωτό 2) από αυτά που χρησιμοποιήθηκαν στην πρώτη φάση της παρέμβασης. Ο άξονας δλδ. της Γρηγορίου Παλαμά δεν έχει ενιαία μορφολογικά χαρακτηριστικά.

Λίγο πιο ανατολικά, στο πλαίσιο μίας παρέμβασης μικρής κλίμακας που έγινε το αμέσως προηγούμενο διάστημα με σκοπό την τόνωση της εμπορικής δραστηριότητας του άξονα της Δημητρίου Γούναρη (μεταξύ Εγνατίας και Τσιμισκή), αποφασίστηκε η αντικατάσταση των τελικών φωτιστικών σωμάτων με άλλα, ίδιου σχεδίου αλλά νεότερης τεχνολογίας (led) λευκού φωτισμού (φωτό 3). Η αντικατάσταση εντούτοις δεν έλαβε χώρα σε όλους τους ιστούς του άξονα αλλά μόνο στο προαναφερόμενο τμήμα. Στους υπόλοιπους διατηρήθηκε η παλιά τεχνολογία και ο προγενέστερος πορτοκαλί χρωματισμός (φωτό 4).

Είναι σημαντικό ν’ αναφερθεί στο σημείο αυτό, ότι αναφορικά με τον αριθμό των σχεδιαστικών μορφών των χαμηλών φωτιστικών σωμάτων που συναντάμε στον ιστορικό πυρήνα, η κατάσταση εμφανίζεται βελτιωμένη σε σχέση με αυτή που επικρατούσε παλιότερα. Οι σχεδιαστικοί τύποι που χρησιμοποιούνται είναι λιγότεροι και επαναλαμβανόμενοι. Το 2017 σύμφωνα με μία καταγραφή που είχα κάνει (στα σχόλια), αποδεικνυόταν ότι μόνο στα στενά γεωγραφικά όρια του κέντρου συναντούσαμε συνολικά περισσότερα από είκοσι (!) διαφορετικά στυλ χαμηλών φωτιστικών στύλων – σωμάτων.

Παραμένοντας στο θέμα του δημόσιου φωτισμού, μέσα από τις φωτό 5, 6, 7 και 8 αποδεικνύεται το έλλειμα που υπάρχει σχετικά με ένα ενιαίο φωτιστικό – χρωματικό πρότυπο, ικανό να αναδείξει με ομοιόμορφο τρόπο τα μνημεία και τα μουσεία της πόλης. Για κάτι τέτοιο απαιτείται η συνεννόηση και η συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων υπηρεσιών αλλά και του δήμου ως συντονιστής και υπεύθυνος για τον συνολικό δημοτικό φωτισμό.

Στο παρακάτω λίγο διαφορετικό αλλά σχετικό με το θέμα παράδειγμα, αναφέρεται η πρόσφατη περίπτωση της αντικατάστασης των κάδων απορριμμάτων στους πεζοδρομημένους άξονες, Αγίας Σοφίας (από τη Μακένζι Κίνγκ έως την Τσιμισκή), Αγίας Θεοδώρας και Γεωργίου Σταύρου. Στη φωτό 9 βλέπουμε τους αρχικούς κάδους και στη φωτό 10 αυτούς που τοποθετήθηκαν πρόσφατα. Στις περιπτώσεις που κρίνεται ότι απαιτείται η αντικατάσταση κάποιων στοιχείων του δημόσιου εξοπλισμού, η τελική απόφαση επιλογής βάσει ποιων κριτηρίων και διαδικασιών λαμβάνεται έτσι ώστε να διασφαλιστεί η διαχρονικότητα της αρχικής δημιουργίας;

Υπάρχουν βέβαια και τα παραδείγματα που φανερώνουν (μέσω των επιλεγμένων υλικών) ότι η σύνδεση κάποιων αναπλάσεων είναι μέσα στην ατζέντα εκτός κι αν πρόκειται για τυχαίο γεγονός. Οι φωτό 11, 12 και 13 αποτυπώνουν την ομοιότητα του τελικού αποτελέσματος των οδών, Ερμού (στο αναπλασμένο τμήμα των Άνω Λαδάδικων), Αγίου Μηνά (μεταξύ Βενιζέλου και Ίωνος Δραγούμη) και Βασιλέως Ηρακλείου (μεταξύ Κομνηνών και Πλατείας Αριστοτέλους).

Την τελευταία δεκαετία το κέντρο της Θεσσαλονίκης καλωσόρισε εκτός από αρκετούς δρόμους ήπιας κυκλοφορίας που ‘’οδήγησαν’’ στην αισθητική αναβάθμιση των αντίστοιχων περιοχών, τον εξωραϊσμό της περιοχής των Άνω Λαδάδικων, την πεζοδρόμηση τμήματος της οδού Αγίας Σοφίας και την αναπλασμένη Πλατεία Φαναριωτών η οποία ανέδειξε όλην την περιοχή και τη μετάλλαξε σ’ έναν επισκέψιμο και ελκυστικό δημόσιο χώρο, χωρίς ωστόσο να συνδέεται υφολογικά με τον υπόλοιπο άξονα της Δημητρίου Γούναρη έως τη Ροτόντα. Εκτός από τα ολοκληρωμένα έργα, επίκεινται το Πάρκο Μνήμης, η ‘’φρεσκαρισμένη’’ Πλατεία Αριστοτέλους, δύο νέοι χώροι – πλατείες στις περιοχές Σιντριβανίου και Αγίας Σοφίας (Πλατεία Μακεδονομάχων), συνυφασμένοι με τις αρχαιότητες της πόλης και δέκα αναβαθμισμένοι λειτουργικά και αισθητικά εμπορικοί δρόμοι εκ των οποίων ο ένας περιλαμβάνεται εντός του ιστορικού πυρήνα και είναι η Εγνατία. Η συνολική απόσταση που θα εκτείνονται οι υφιστάμενες αλλά και οι μελλοντικές διαμορφώσεις είναι δύο χλμ., συνθήκη που ερμηνεύεται ότι οι οπτικές εναλλαγές είναι και θα είναι πολύ συχνές διαδέχοντας η μία την άλλη σε μικρή απόσταση. Η προαναφερθείσα κατάσταση είναι αυτή που καθιστά πολύ αναγκαία την παράμετρο της αισθητικής σύνδεσης των αστικών διαμορφώσεων μεταξύ τους αλλά και σε συνάρτηση με το ενοποιημένο δίκτυο πεζοδρομίων.

Θα μπορούσε ο αντίλογος να υποστηρίξει ότι μία ενδεχόμενη αλληλοσυμπληρούμενη πανσπερμία αρχιτεκτονικών προσεγγίσεων συντελεί σ’ ένα ενδιαφέρον περιβάλλον που κρατάει σε εγρήγορση τον επισκέπτη και τον καθημερινό χρήστη. Η δική μου άποψη την οποία μοιράζομαι αδογμάτιστα και μέσα από το πρίσμα της υποκειμενικότητας, είναι ότι σε μία πόλη που το ουσιαστικότερο χαρακτηριστικό της είναι ο αδιάλειπτος επί αιώνες αστικός βίος, είναι σημαντικό οι όποιες σχεδιαστικές εκφράσεις να προσδιορίζονται από ένα κοινό σημείο αναφοράς που δεν είναι άλλο από αυτό της συνέχειας και της συνοχής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μία ισοπεδωτική μονοθεματική αντίληψη αποτελεί τη λύση. Όλοι μας θυμόμαστε το ασπροκόκκινο παγκάκι και το λευκό τετράγωνο εργολαβικό πλακάκι πεζοδρομίου που είχαν κατακλύσει κάθε σημείο δομημένου περιβάλλοντος της χώρας. Επίσης πιστεύω, χωρίς ν’ αναφέρομαι σε κάποια συγκεκριμένη ολοκληρωμένη ή επικείμενη ανάπλαση, ότι ο κάθε αρχιτέκτονας έχοντας το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα να θέλει να ξεχωρίσει και να διακριθεί μέσα από τη δημιουργία του, θα πρέπει πριν απ’ όλα να έχει ως κεντρική αφετηρία την παράλληλη ανάδειξη του γειτνιαζόμενου, από το υπό ανάπλαση σημείο που έχει αναλάβει, χώρου και όχι την έμμεση ‘’υποβάθμισή’’ του με σκοπό την περεταίρω ανάδειξη του δικού του τελικού αποτελέσματος.

Στις περιπτώσεις βέβαια που προκηρύσσονται οι σχετικοί διαγωνισμοί, οι αρχιτεκτονικές επιτροπές είναι αυτές που κρίνουν συνολικά τις βασικές πτυχές των υποψήφιων προτάσεων και αποφασίζουν στο κατά πόσο αυτές πληρούν τις προδιαγραφές της αρμονικής ένταξης και ενσωμάτωσής τους στο συνολικό αστικό περιβάλλον.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα