Πενήντα χρόνια και δυο φωτογραφίες μετά
Από τότε η χώρα σίγουρα άλλαξε ρότα, κέρδισε σε πολλά, εκδημοκρατίστηκε, ήλπισε, χάρηκε, γλέντησε, δούλεψε και έβγαλε.
Η αφομοίωση των κεκτημένων, η αληθινή και ασφαλής πια εκτίμηση τους επιτυγχάνεται και δια της αμφισβήτησης τους υπό το πρίσμα μιας επιφυλακτικότητας, εγρήγορσης και αυστηρότητας. Μπορεί η μεταπολίτευση να θωράκισε θεσμικά τη λειτουργία του Κράτους, να νοιάστηκε για το διαμοιρασμό της κοινωνικής ευημερίας και να έθεσε σημαντικά ζητήματα ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων στο πολιτικό και συνταγματικό προσκήνιο. Ωστόσο πασιφανή πολιτικά στραβοπατήματα μεγάλης διάρκειας, οικονομική και πανδημική κρίση, παγκόσμια δεδομένα που ζυγίζονται λανθασμένα, όπως η κλιματική κρίση κλονίζουν τα κεκτημένα της μεταπολίτευσης, οδηγούν τον κόσμο στην ακροδεξιά και ό,τι μπορεί να τάξει εύκολες λύσεις με τσιτάτα που λιμπίζονται αυτιά στα οποία μπήκαν ψύλλοι για το πολιτικό μας σύστημα. Το ερώτημα, λοιπόν, πού πηγαίνει η μεταπολίτευση αποτέλεσε τον άξονα μιας συζήτησης που ξεδιπλώθηκε σε και με κρίσιμες προεκτάσεις το Νοέμβριο του 2023, η οποία διοργανώθηκε από τη Σχολή Πολιτικών Επιστημών και οι τοποθετήσεις των ομιλητών πήραν το δρόμο του τυπογραφείου με την επιμέλεια του Δημήτρη Χριστόπουλου και των εκδόσεων Πόλις.
Νομίζω ότι το όλο εγχείρημα και οι τοποθετήσεις πράττουν, συντελούν δυο πράγματα, το πρώτο είναι αυτό που αναφέρεται παραπάνω, ότι λαμβάνει θέση κατά της αδράνειας, της αδιαφορίας και της λήψης ως δεδομένης μιας καλής πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής, που επαναπαύεται στις δάφνες των κεκτημένων της μεταπολίτευσης και την κρίνει για να τη βελτιώσει και το δεύτερο είναι ότι στρέφει τον προβολέα στα πιο κρίσιμα προβλήματα, που δυστυχώς αντιμετωπίζει η χώρα ή θα κληθεί άμεσα να αντιμετωπίσει, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα την σημασία που έχει ο τρόπος της αντιμετώπισης, ο μηχανισμός δηλαδή, όπως για παράδειγμα η αναγκαιότητα της συλλογικότητας τόσο ως μέσο όσο και ως σκοπός των αποφάσεων εξαιτίας του μεγέθους των προβλημάτων αυτών.
Στο επίπεδο της κλιματικής αλλαγής, που πλέον η ασχολούμενη επιστημονική κοινότητα αποκαλεί ήδη κρίση, τη χρόνια που φεύγει γίναμε μάρτυρες και θύματα στη Ρόδο, τον Έβρο και τη Μαγνησία με φαινόμενα νέα που πρέπει να μελετηθούν και κυρίως και εδώ είναι το σφάλμα του κρατικού μηχανισμού να τα αντιληφθεί ως τέτοια και να δράσει με γνώμονα το μέγεθός του και όχι να τα θεωρεί σπάνιες, σπανιότατες καιρικές αναποδιές που έλαχαν, κυρίως για την καλύτερη αντιμετώπισή τους. Και προφανώς στη διαδικασία αυτή είναι απαραίτητο να φτιαχτούν τοιχώματα δημοκρατίας που θα διασφαλίζουν τους λήπτες των αποφάσεων, διότι η μετατόπιση του προβλήματος στην ιδιωτική ασφάλιση περιουσιών που δεν θα μπορεί να τις καλύψει δεν θα οδηγήσει πουθενά, παρά μόνον σε μετανάστευση εντός κι εκτός της χώρας. Δεν θα μπορούσε να προσπεραστεί η συνταγματική διολίσθηση που σημειώθηκε για την ανάδειξη των μελών της Ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών, επί του οποίου κατά τη γνώμη αποτυπώνεται εμφατικά ακριβώς αυτή η σχέση κεκτημένου και παραμέλησής του. Οι Ανεξάρτητες Αρχές ένα μείζον θεσμικό αντίβαρο συνταγματικής περιωπής και λειτουργίας κρίνουν σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα της δημοκρατίας και ενδεχομένως τεκμαίρουν αν αυτή είναι όμοια με τις εξαγγελίες της μεταπολίτευσης. Για το λόγο αυτό πέρα από το ότι πρέπει να προστατεύονται σύμφωνα με τη συνταγματική του υπεροπλία, πρέπει να συμβαδίζουν με τις τεχνολογικές εξελίξεις, να αναβαθμίζονται και να το πούμε έτσι να μειώνουν την απόσταση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη των δικαιωμάτων. Υπάρχει, μεταξύ άλλων, η ανάγκη μιας καίριας κοινής νομοθεσίας που θα εξειδικεύει τα συνταγματικά κεκτημένα, ώστε να μην καταντήσουν γράμμα κενό.
Η δικαιοσύνη, αποτελώντας μια ισχυρή και ανεξάρτητη λειτουργία της κρατικής οντότητας, είναι ταυτόχρονα από τις εντονότερες εκφάνσεις της κρατικής εξουσίας, εκδίδοντας αποφάσεις για το λαό και στο όνομα αυτού, αλλά και πεδίο επί του οποίου διακυβεύεται η εικόνα του Κράτους και η εμπιστοσύνη στους θεσμούς τους εν γένει. Η δικαιοσύνη ως διαρκές ζητούμενο δεν πρέπει να σκοντάφτει, γιατί κουβαλάει τους πολίτες στους ώμους της. Το φως που δεν ρίχνεται σε υποθέσεις αστυνομικής βίας και η ατιμωρησία τέτοιων περιστατικών κλονίζει την ίδια τη σχέση πολιτείας και πολιτών. Η εύκολη λύση της αύξησης των ποινών ως ατομική τιμωρία και μέσο κοινωνικής πειθάρχησης διαχρονικά και παγκόσμια απέτυχε και αποτυγχάνει και συν τοις άλλοις είναι μια χορταστική και ενδεχομένως λαϊκιστική καραμέλα, που δεν μαρτυρά σοβαρό σχέδιο για τον Ποινικό μας Κώδικα και τη δικαιοσύνη εν γένει.
Στο βιβλίο γενικά, αλλά και συγκεκριμένα στην καταπληκτική εισήγηση του Λουδοβίκου Κωτσονόπουλου αποδίδεται εξαιρετικά και συνοπτικά ένας τριφασικός αέρας της οικονομίας της μεταπολίτευσης. Η εισροή χρημάτων και το κοινωνικό αποτύπωμα στο διαμοιρασμό και το πρόταγμα μιας συλλογικής ευημερίας, η επέκταση του βισμαρκιανού μοντέλου στην κοινωνική ασφάλιση έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη μετάβαση από μια εποχή προνομίων σε μια εποχή δικαιωμάτων. Η δεινή οικονομική περίοδος της κρίσης, πέρα από τα πολιτικά άκρα που έθρεψε, περιόρισε σημαντικά τα σωρευμένα οικογενειακά εισοδήματα, μείωσε τους μισθούς αυξάνοντας ταυτόχρονα τις απαιτήσεις παραγωγικότητας, κατήργησε την αυτονόητη μέχρι τότε έννοια της ιδιοκατοίκησης για να φτάσουμε σήμερα να αναμετριόμαστε με την οικιστική και στεγαστική κρίση στις πάλαι ποτέ γειτονιές που μεταμορφώνονται επί τω ασχημοτέρω και προς το μη βιώσιμο. Παρά τα οικονομικά μαθήματα που πληρώσαμε και πληρώνουμε φαίνεται ότι ακόμα και σήμερα η οικονομία της χώρας δεν έχει βρει βηματισμό. Τα επενδυτικά νερά των μεγάλων έργων αποπνέουν ένα χαρακτήρα ολιγοπωλιακό με τις απευθείας αναθέσεις και τις παρακάμψεις κανονιστικών πλαισίων να τονίζουν ακόμη περισσότερο την απουσία μικρότερων και περισσότερων επενδύσεων των πολλών και των νέων, που θα έδιναν και ένα boostάρισμα στην έρευνα και την καινοτομία. Λάμπει επίσης δια της απουσίας της η ανάπτυξη μεγάλων έργων στις υποδομές και κυρίως στο σιδηροδρομικό και οδικό δίκτυο, έργα τα οποία έχουν σοβαρό κοινωνικό αποτύπωμα και αφορούν την καθημερινότητα των πολιτών και μετέπειτα μπορούν να μειώσουν τα εμπορικά κόστη των μεταφορών.
Μπορεί, ακόμη, να έχουμε πετύχει σημαντικές κατακτήσεις στο κόμματι των κοινωνικών δικαιωμάτων και στην έννοια της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητες όχι σε αυτονόητα πράγματα, πχ να αφήνουν οι άνδρες μακρύ μαλλί, αλλά στο κρίσιμο της αναγνώρισης σεξουαλικών ταυτοτήτων και στην παροχή ασφαλούς και ίσου πλαισίου δικαιωμάτων. Ωστόσο, πέρα από το θεσμικό χέρι που χρειάζεται να μπει και δεν έχει μπει ακόμα όσο θα μπορούσε, ανησυχία προκαλεί ο δημόσιος λόγος, ακόμα και από στόματα δημάρχων, ο οποίος είναι μπολιασμένος με ρατσιστικές ενέσεις, που περιέχουν μια ουσία που δυστυχώς κολλάει σε πολλούς που τον ακούν. Η LGBTQ+ κοινότητα δεν αφορά μόνο έναν έωλο και αφηρημένο διακηρυκτικό δικαιωματισμό, αλλά αντιμετωπίζει δυσκολίες, αδικίες, άνιση μεταχείριση σε θεμελιώδη πράγματα της καθημερινής ζωής και για το λόγο δεν θα πρέπει να ακολουθείται ο δρόμος του κατακερματισμού των διεκδικήσεων, αλλά μιας συλλογικότερης δημοκρατικής οργάνωσης και διεκδίκησης.
Μπορεί όμως σε όλα τα παραπάνω πεδία να επιτευχθεί ο ψυχισμός που απαιτεί ένα restart; Έχει τις αντοχές η κοινωνία ή είναι κουρασμένη και κάπως ματαιωμένη. Η επανεκκίνηση είναι δύσκολη γιατί απαιτεί και όρους πολιτικούς. Ποιου πολιτικού όμως, αυτού που πολλοί νέοι θεωρούν εμμονική ενασχόληση κάποιων πενηντάρηδων ή του πολιτικού που προωθείται σήμερα δηλαδή του απολίτικου με οδυνηρές πολιτικές συνέπειες. Παρατηρείται διολίσθηση και επισφάλεια στη σημερινή δημοκρατία, διότι έχουμε γυρίσει το βλέμμα μας στα δομικά της στοιχεία, τα πλούτη και τις λύσεις της δημοκρατίας, αδιαφορούμε για τις αυξημένες απαιτήσεις της και την αντιμετωπίζουμε ως ένα απλό πολίτευμα στα χαρτιά, ένα από τους διάφορους τρόπους ανάδειξης της εξουσίας.
Το βιβλίο αυτό ως σύνολο προσπαθεί -και το πετυχαίνει- να διεκδικήσει ένα χώρο που κλάπηκε από το συντηρητισμό και την ακροδεξιά, να ορίσει εκ νέου την πολιτική ατζέντα. Να αναδείξει τα σημερινά μείζονα και να ασχοληθεί με αυτά στα σοβαρά. Κάθε τέτοια προσπάθεια με όρους δημοκρατικούς έρχεται και βάζει πλάτη στο αργό κύλισμα προς τα κάτω της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας και της αύρας που αποπνέουν τα παιδιά της, δηλαδή οι θεσμοί της, η οικονομία και η δικαιοσύνη της, ο κρατικός μηχανισμός και τα αντανακλαστικά του.
Πενήντα χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, η φωτογραφία της εισόδου του τανκ στο Πολυτεχνείο είναι αυτή που επιλέγει ο Guardian για να ξεκινήσει ένα φωτογραφικό αφιέρωμα στα πενήντα χρόνια της Ευρώπης. Από τότε η χώρα σίγουρα άλλαξε ρότα, κέρδισε σε πολλά, εκδημοκρατίστηκε, ήλπισε, χάρηκε, γλέντησε, δούλεψε και έβγαλε. Οι αναλογίες σήμερα αλλάζουν. Υπάρχει ζόρι και αυτό δεν το εκπροσωπεί μόνο η ακρίβεια ως μονοθεματική ενασχόληση που καλύπτει όλα τα άλλα, ο κοινοβουλευτισμός δοκιμάζεται, δεν είναι τέλειος, αλλά προσπαθεί και πρέπει, τα δικαιώματα απλώθηκαν, αλλά θέλουν και θεσμικές επεκτάσεις και να εισχωρήσουν ως αίσθημα δημοκρατίας, ο κρατικός μηχανισμός πρέπει να διαβάζει τις συνθήκες, τα φαινόμενα, τους κινδύνους και τις ανάγκες του σημερινού κλίματος και να δρα έγκαιρα με πλάνο που θα προέρχεται και θα αφορά τους πολλούς. Η παράθεση δίπλα στη φωτογραφία του Πολυτεχνείου της συγκλονιστικής λήψης της γυναίκας στη φλεγόμενη Βόρεια Εύβοια του Κωνσταντίνου Τσακαλίδη είναι χαρακτηριστική της θα μπορούσε κάποιος να πει πως είναι χαρακτηριστική της εικόνας που κινδυνεύει να αποπνεύσει η Δημοκρατία αν δεν πέσει πάνω από τις πληγές της και δεν τις περιποιηθεί με τους σωστούς επιδέσμους, ώστε να κλείσουν με τρόπο τέτοιο, ώστε να μην ανοίξουν ξανά.