Περί Έρωτος ή Sapere Aude
Ο Χάρης Πεχλιβανίδης στις Μικρές σημειώσεις για μεγάλα πράγματα V
Ο νορβηγός δραματουργός Ερρίκος Ίψεν θεωρείται ο θεατρικός ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής. Αυτός που κατάφερε να περάσει στη δραματουργία του τα πιο μύχια μυστικά και τις πιο σκοτεινές πτυχές του ανθρώπου.
Ενέταξε στα έργα του τους υποφωτισμένους διαδρόμους της σκέψης, εκείνα τα σημεία που τα αποκρύπτουμε από τον ίδιο μας τον εαυτό και κατ’ επέκταση από τους συντρόφους μας (η λέξη δεν αφορά μόνο στον ερωτικό σύντροφο αλλά και στην κυριολεξία της, με αυτούς που τρώμε παρέα). Η Αγριόπαπια είναι ένα από τα μεγαλειώδη έργα του Ίψεν.
Η μικρή Χέντβιγκ αγνοεί πλήρως το παρελθόν του πατέρα της και της μητέρας της. Δυστυχώς η εκφυλιστική αρρώστια στα μάτια της την οδηγεί σταδιακά στην τύφλωση. Η πάθηση αυτή όμως είναι κληρονομική – ένα γνωστό μοτίβο στη γραφή του Ίψεν- και έτσι αποκαλύπτεται η μεγάλη αλήθεια. Ο βιολογικός πατέρας της Χέντβιγκ δεν είναι ο φιλήσυχος Γιάλμαρ που τόσο πολύ αγαπάει την κόρη του αλλά ο μεγαλέμπορος κος Βέρλε.
Η σοφίτα του σπιτιού της Χέντβιγκ, το μέρος όπου μεταφορικά βρίσκεται το παρελθόν όσο και το μέλλον του παιδιού, κρύβει εκτός των πολλών μυστικών και μια αγριόπαπια τραυματισμένη από σφαίρα. Εκεί όμως βρίσκεται και ένα όπλο με το οποίο θα αυτοκτονήσει (;) η μικρή Χέντβιγκ.
Ποια είναι η δική μας σοφίτα; Τι κρύβουμε εκεί πάνω και δεν τολμάμε να φανερώσουμε; Δεν είναι τυχαία η επιλογή στα αμερικάνικα θρίλερ όπου τα υπόγεια ή οι σοφίτες γίνονται οι σκοτεινές κρυψώνες για το γνωστό άγνωστο κακό. Αυτό το οποίο όταν απελευθερωθεί προκαλεί τον πόνο και τη δυστυχία, αλλά μέχρι να συμβεί αυτό πρέπει να παραμείνει ερμητικά κλειστό. Προφανώς κανείς δεν θα ‘θέλε να έρθει αντιμέτωπος με το κακό. Ας το αφήσουμε κλειδωμένο εκεί που είναι.
Έτσι, γινόμαστε μάρτυρες της διαρκούς αναπαραγωγής ήδη γνωστών θεωριών και πρακτικών. Λέμε ότι αποζητούμε την ειλικρινή σχέση, ας πούμε στο ερωτικό πεδίο αλλά υιοθετούμε την απάτη ως ένδειξη του θανάτου της ερωτικής επιθυμίας. Η ιδιώτευση στην οποία έχουμε περιέλθει έχει τοποθετήσει το Εγώ με διεστραμμένο τρόπο στο κέντρο του ενδιαφέροντος μας. Άραγε θα συνειδητοποιήσουμε ποτέ πως δεν αποτελούμε το κέντρο του σύμπαντος αλλά πως είμαστε ικανοί να δημιουργήσουμε σύμπαντα; Δεν αποτελεί λεπτομέρεια αλλά μια τεράστια διαφορά.
Λησμονούμε πως ο έρωτας μπορεί να είναι κατά βάση μια πολιτική πράξη, κόντρα στην επιδίωξη του καιρού που αποζητά ανειλικρινή και δειλά συναισθήματα. Οι μεγάλοι έρωτες έμειναν στην ιστορία όχι γιατί υπήρξε προδοσία αλλά γιατί διανοίξαν νέες προοπτικές διαρρηγνύοντας τα προκατασκευασμένα όρια. Τουτέστιν, επειδή είχαν απόλυτη πίστη σε κάτι μεγαλύτερο από αυτό της μίζερης μικροαστικής κοινωνίας.
Ο Οράτιος έγραψε sapere aude προτρέποντας να τολμούμε να μαθαίνουμε. Να μην σταματάμε να μαθαίνουμε τον άλλον όπως και τον ίδιο μας τον εαυτό. Ενδεχομένως να ήταν τα πράγματα πιο απλά αν όντως δεν δειλιάζαμε μπροστά σε κάτι αληθινό. Αντιθέτως, εμείς έχουμε δημιουργήσει μια κοινωνία αυστηρή, ελεγκτική και πάνω από όλα υποκριτική. Συνειδησιακά ήρεμοι πλέον τοποθετούμε στη σοφίτα ό,τι μας δημιουργεί αναστάτωση ή θα κοιτάξουμε πως να εξαφανιστούμε ως ίχνη ή θα αναθέσουμε τις ευθύνες κάπου έξω από εμάς. Κατασκευάσαμε επίπλαστες επιλογές για να διατηρήσουμε το ζωτικό μας ψεύδος, αυτό χωρίς το οποίο δεν μπορούμε.
Έτσι με μερικές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παίρνουμε το δικαίωμα και αυτό-βαφτιζόμαστε πολιτικά σκεπτόμενα όντα. Δεν αρκεί όμως από μόνος του ο μηχανισμός της σκέψης για να προσεγγίσουμε την αυτονομία μας, αλλά απαιτείται ο αναστοχασμός του όντος προς το ίδιο του το είναι. Η ετερονομία κυριαρχεί όχι μόνο στα υλικά αγαθά αλλά ακόμα πιο επιβλητικά στα ενδότερα θέλω μας, στο ποιόν της σκέψης μας. Εγκλωβισμένοι στις από αλλού προσταγές (αυτό το «αλλού» δεν σημαίνει αποκλειστικά κάποιον τρίτο άνθρωπο, αλλά αναφέρεται και στο ίδιο μας το υποσυνείδητο) υποτασσόμαστε αναφανδόν στο ζωτικό μας ψεύδος.
Οι σοφίτες μας είναι γεμάτες και μας τροφοδοτούν ανηλεώς και ασυστόλως με ψεύδη και με αποκρυμμένες αλήθειες έτοιμα προς αναπαραγωγή και κατανάλωση.
Θα φτάσουμε άραγε ποτέ στο σημείο να αποτινάξουμε τις σοφίτες και να αναζητήσουμε την ειλικρινή διάθεση των πραγμάτων; Θα πάψουμε να αποτελούμε αυστηροί κριτές για τον άλλον αποφεύγοντας να αναλογιστούμε τις προσωπικές ευθύνες μας; Θα καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε τις ανθρώπινες σχέσεις ως πράξεις που προάγουν πολιτική και ήθος;
Διαφορετικά η αρρώστια καραδοκεί και δεν θα κρυφτεί αλλά θα εξαπολύσει ορμητική δηλητηριώδη επίθεση τόσο στο ίδιο το άτομο όσο και στην ίδια την κοινωνία.
Το αποτέλεσμα γνωστό: η σύγχρονη απελπιστική μονοτονία και η αυτοκατάργηση του ονείρου ως κάτι απατηλό και μάταιο καθιστά τον άνθρωπο νωθρό και απολίτικο να κυνηγάει το εφήμερο γνωρίζοντας εξ’ αρχής την ήττα του.