Περί flyover και ωραίας Θεσσαλονικιώτικης κίνησης
Η διαδρομή ενός μέσου Θεσσαλονικιού, τον τελευταίο καιρό στην Θεσσαλονίκη. Μαρτύριο!
Μένω κάπου στο Βυζάντιο. Περιοχή ευνοϊκή ως τοποθεσία, λένε. 20 λεπτά από το κέντρο με το αυτοκίνητο, μισή ώρα με το λεωφορείο.
Ναι όντως, ευνοϊκή, ήταν κάποτε. Πριν περίπου δύο μήνες, πράγματι χρειαζόμασταν 20 με 25 λεπτά για να φτάσουμε στο κέντρο με το αυτοκίνητο βέβαια εξαρτάται την ημέρα και την ώρα, γιατί καλά τα λέμε αλλά σε ώρες αιχμής, Βασιλίσσης Όλγας και Εγνατία δεν είναι μποτιλιαρισμένες από το ύψος της Βίλα Μπιάνκα.
Με το αστικό χρειαζόμασταν 45 λεπτά ανέκαθεν κι ας μην έχουμε αυταπάτες, γιατί πολύ απλά ο λεωφορειόδρομος είναι διακοσμητικός, τα φορτηγά, που έρχονται για τα καταστήματα και τα super market, καταλαμβάνουν μεγάλα κομμάτια του, τα ταξί μπαίνουν μπροστά και πίσω του, ενώ δεν είναι λίγα τα παρκαρισμένα, αλλά και οι οδηγοί που μπαίνουν στον λεωφορειόδρομο.
Όμως τα δεδομένα των προηγούμενων δύο μηνών ενώ έμοιαζαν ξαφνικά τραγικά, μάλλον έγιναν συνήθεια.
Ήξερες ότι θα ξεκινήσεις μισή ώρα πριν από το σπίτι σου και θα φτάσεις στον προορισμό σου στην ώρα σου.
Τώρα όμως ξεκινάς μία και μιάμιση ώρα πριν, ειδικότερα αν θέλεις να παρκάρεις.
Τα μποτιλιαρισμένα πια ξεκινούν έξω από την πυλωτή σου. Ξεπαρκάρεις και μπαίνεις κι εσύ σε αυτή την κόλαση, περιμένεις στωικά να ανάψει το φανάρι να πάρεις μία ανάσα, γιατί η μούρη σου γλύφει πια τον… πισινό του μπροστινού. Παρατηρείς τις πολυκατοικίες λες και είναι εκθέματα, αλλάζεις τους σταθμούς του ραδιοφώνου, έχεις μάθει την σειρά που μπαίνει η playlist απ’ έξω στον κάθε σταθμό, μιλάς λίγο με τον διπλανό οδηγό, του ζητάς αναπτήρα να κάνεις ένα τσιγάρο, μέχρι και βιβλίο μπορείς να τελειώσεις μέχρι να αρχίσει το πράγματα να… τσουλάει.
Φτάνεις λοιπόν στη Δελφών. Κι εκεί μποτιλιάρισμα. Αποφασίζεις να πάρεις τον δρόμο από το στενό της Χαλκιδικής, με ένα άγχος για το τι θα βρεις μπροστά σου. Τσουπ! Μία λαϊκή. Έπεσες θύμα της εξυπνάδας σου, ξαναπαίρνεις την ανηφόρα για την Δελφών.
Τσούπ! Ένα σκουπιδιάρικο. Δεν έχεις που να πας. Αναγκαστικά το ακολουθείς και παρατηρείς τους εργαζόμενους του Δήμου που τόσες φορές που τους πέτυχες τέτοια ώρα τους γνωρίζεις πια. Ξαφνικά χτυπάει το κινητό σου, το σηκώνεις γιατί γι ακόμη μία φορά είσαι σταματημένος, o Nίκος από την δουλειά σου λέει ποια διαδρομή ακολούθησε και πόσο… σφαιράτα έφτασε στην δουλειά. Το επιχειρείς. Βρίσκεσαι και πάλι μπλοκαρισμένος αυτή την φορά μέσα στα στενά. Δεύτερο τηλέφωνο, ο Γιώργος από την δουλειά, “φίλε εγώ έρχομαι από Εγνατία, σε 15 λεπτά φτάνω κέντρο”. Αισθάνεσαι πια, ότι βλέπεις οάσεις κι εσύ κι εκείνοι. Επιχειρείς ξανά να πας από Εγνατία, ένα λεωφορείο χαλάει, ο κόσμος στην στάση είναι ατελείωτος, ξανά κυκλοφοριακό κομφούζιο.
Ο χρόνος αρχίζει να σε πιέζει. Το ρολόι γράφει πλέον 9, κι εσύ είχες ξεκινήσει στις 8:15. Είσαι ακόμη στο Φάληρο. Δεν έχεις αγγίξει καν τις παρυφές του κέντρου.
Σκέφτεσαι, να αφήσεις κάπου το αμάξι και να πάρεις λεωφορείο, εντωμεταξύ, στις στάσεις οι οθόνες γράφουν κάτι… τρελούς χρόνους.
Το 3 λέει σε 17 λεπτά, ένα αστικό περνάει από μπροστά σου, ο κόσμος δεν χωρά να μπει. Απελπίζεσαι, ξανακατεβαίνεις στα στενά, η διαδρομή κυλάει, νοιώθεις να ανασαίνεις, το ρολόι γράφει 8:30 και 9 πρέπει να είσαι στο γραφείο.
Γκαζώνεις όσο αντέχει η κίνηση μπροστά σου, φτάνεις στην ΧΑΝΘ και εδώ τελειώνουν όλα. Είσαι σταματημένος στο φανάρι της ΧΑΝΘ για 10 λεπτά. Βάζεις ραδιόφωνο, ακούς για τον φρακαρισμένο περιφερειακό αλλά, αυτό το άκουσες κι εχθές.
Το πήρες απόφαση. Είσαι πρωταγωνιστής μίας επαναλαμβανόμενης μανιέρας. Βλέπεις το επεισόδιο κάθε μέρα ξανά και ξανά και ξέρεις πως θα τελειώσει με εσένα να ψάχνεις parking στο κέντρο, να αφήνεις το αμάξι μισή ώρα μακριά από το γραφείο, να το παίρνεις ποδαράτα μέχρι εκεί και φυσικά το ρολόι να γράφει πια 9:30.
Aυτή λοιπόν είναι η ζωή μας στην Θεσσαλονίκη! Ωραία ε;
*Υ.Γ. Μην γκρινιάζετε βρε παιδιά σε 40 χρόνια από τώρα θα έχουμε και μετρό και flyover και άδειους δρόμους, όλα για καλό γίνονται! Και στο κάτω κάτω τι είναι 45 λεπτά από τη ζωή μας κάθε μέρα παραπάνω;