Περί π.δ. οικισμών κάτω των 2000 κατοίκων
Μια διαφορετική άποψη για το επίμαχο ζήτημα
Λέξεις: Νίκος Βίττης
Με αφορμή τη δημοσίευση π.δ. για τους οικισμούς κάτω των 2000 κατοίκων πολλοί φωνάζουν για την έλλειψη σχεδιασμού, αλλά και για την τήρηση της νομιμότητας. Αλλά η έλλειψη σχεδιασμού μήπως βοηθά την ασυδοσία; Κι όταν οι δικαστικές αποφάσεις ή ο έλεγχος νομιμότητας δεν μας βολεύουν τότε ξεσηκωνόμαστε;
Με αφορμή το πρόσφατο π.δ. για την οριοθέτηση και τα όρια των οικισμών διάβασα άρθρα και σχόλια που αγνοούν παντελώς όχι μόνο το πως καταλήξαμε σε αυτό σημείο αλλά και αγνοούν βασικές αρχές δικαίου και διαδικασιών. Είναι λυπηρό. Προκαταβάλλοντας όσους μπουν στον κόπο να διαβάσουν τα παρακάτω, σε καμία περίπτωση δεν θέλω να φανώ υποστηρικτής της σημερινής κυβέρνησης, αλλά αναγνωρίζω ότι είχε μια καυτή πατάτα στα χέρια της μετά την απόφαση 1268/2019 του ΣτΕ που ακύρωνε τα όρια οικισμών του Πηλίου. Το πρόβλημα με τα όρια οικισμών δεν είναι καθόλου καινούριο. Ήδη από το 1977 είχαμε τις πρώτες ακυρώσεις οριοθετήσεων. Μια από τις μεγάλες κομπίνες οριοθέτησης οικισμών είναι ο Άγιος Στέφανος, που οικοδομήθηκε δάσος 1000 στρεμμάτων σαν οικισμός.
Η νομοθεσία των οικισμών στηρίζεται σε τρία νομοθετικά κείμενα (προεδρικά διατάγματα), των παραδοσιακών οικισμών (1978), των οικισμών προϋφιστάμενων του 1923 (1981 αλλά υπάρχουν και παλαιότερα διατάγματα που αφορούν τη δόμηση σε αυτούς 1964, 1968, 1976. 1977, 1978, 1979, 1980) και των οικισμών κάτω των 2000 κατοίκων (1985). Στο τελευταίο εντάσσονται και οι οικισμοί πριν το 1923 (καθώς είχαν στις περισσότερες περιπτώσεις μεγαλώσει).
Το 1923 είναι ημερομηνία ορόσημο γιατί τότε ψηφίστηκε ο βασικός οικιστικός νόμος που προέβλεπε σχεδιασμό σε κάθε χωριό. Επειδή αυτό όμως δεν συνέβη ποτέ, χρειάστηκε να καταγραφεί η δομημένη επιφάνεια της Ελλάδας, ιδίως μετά τον νέο οικιστικό νόμο του 1983 (βλ. Τρίτσης) ώστε να συμπεριλάβει στον σχεδιασμό του χώρου τόσο τους παλαιούς στη μορφή που είχαν εξελιχθεί όσο και τους οικισμούς που δημιουργήθηκαν, σε μεγάλο βαθμό, από συγκεντρώσεις αυθαιρέτων σε εκτός σχεδίου περιοχές. Το 1983 είναι, επίσης, ημερομηνία ορόσημο γιατί η οριοθέτηση «έγινε» βάσει της έκτασης που είχαν οι οικισμοί κατά την ψήφιση του οικιστικού νόμου το 1983. Η επέκταση των οικισμών γίνεται μόνο κατόπιν σχεδίου.
Πρέπει να γνωρίζει κανείς ότι οριοθέτηση δεν προβλεπόταν για όλες τις περιπτώσεις οικισμών ενώ η απόφαση οριοθέτησης, όπου προβλεπόταν, γινόταν με απόφαση νομάρχη (ως κρατικού τότε οργάνου). Αλλά η νομολογία επέβαλε η οριοθέτηση για ορισμένες κατηγορίες οικισμών να γίνεται με προεδρικό διάταγμα για παραδοσιακούς, παραλιακούς και σημαντικούς. Η κύρωση της οριοθέτησης με προεδρικό διάταγμα, προϋποθέτει προηγούμενο έλεγχο από το ΣτΕ, άρα τυπικά αυξημένη προστασία. Πως εφαρμόστηκε η νομοθεσία οριοθέτησης οικισμών;
Οι εκάστοτε νομάρχες οριοθετούσαν ακόμη και σε περιπτώσεις που δεν είχαν αρμοδιότητα. Σε πολλές περιπτώσεις περιελάμβαναν εντός των ορίων εκτάσεις που δεν θα μπορούσαν να ενταχθούν βάσει των προϋποθέσεων που όριζε το προεδρικό διάταγμα, κοινώς «ξεχείλωμα».
Πολλές οριοθετήσεις ουδέποτε έγιναν, η δε οικοδόμηση γινόταν με διαδικασία βάσει εγκυκλίου, με βεβαιώσεις δημάρχων, μηχανικών ιδιωτών και πολεοδομίας, με το αζημίωτο εικάζω.
Σε περιπτώσεις που δεν προβλεπόταν η οριοθέτηση επίσης έγινε κατάχρηση των όρων.
Σε πάρα πολλές περιπτώσεις μετά τις αρχικές οριοθετήσεις έγιναν μια ή περισσότερες επαναοριοθετήσεις (αντί σχέδιο επέκτασης). Σε πολλές αποφάσεις οριοθέτησης δεν δημοσιευόταν το σχέδιο, τα δε σχέδια ήταν σχεδόν όλα σκαριφήματα κάποιες φορές πάνω σε χαρτί, ούτε καν σε χάρτη.
Κι έτσι άρχισαν οι πρώτες ακυρώσεις αποφάσεων οριοθέτησης των οικισμών γύρω στο 1990. Αποφάσεις ακύρωσης οικοδομικών αδειών που συμπαρέσυραν και τις οριοθετήσεις εκδίδονταν συνέχεια από το ΣτΕ. Επί κυβέρνησης μπαμπά Μητσοτάκη παρακάμφθηκαν νομοθετικά οι πρώτες ακυρώσεις οριοθετήσεων από το ΣτΕ. Αυτή την πρακτική την ακολούθησαν λίγο πολύ και άλλες κυβερνήσεις είτε ευθέως είτε με έμμεσους τρόπους (πχ οικιστικές πυκνώσεις κλπ).
Με λίγα λόγια οι παρανομίες στις οριοθετήσεις καλύπτονταν από την εκάστοτε κυβέρνηση που αντί να προωθήσουν τη σωστή εφαρμογή της νομοθεσίας έβρισκε τρόπο να κλείνει το μάτι στους ψηφοφόρους δημιουργώντας την πεποίθηση κάθε φορά ότι θα βρεί «λύση» να μην ισχύσει η δικαστική απόφαση. Και το πρόβλημα διογκώθηκε. Μετά την απόφαση 1268/2019 και την αδυναμία έκδοσης οικοδομικών αδειών, ιδίως στο Πήλιο, έπρεπε να κατατεθεί σχέδιο προεδρικού διατάγματος που να «λύνει» το πρόβλημα. Όμως στο ΣτΕ, συνεπές στη θέση του, δεν δέχτηκε το σχέδιο που ουσιαστικά προέβλεπε τη νομιμοποίηση των παράνομων επεκτάσεων. Η κυβέρνηση ή θα έπρεπε να επανέλθει με νέο σχέδιο (άρα παρατείνοντας το πρόβλημα της έκδοσης αδειών) ή να το δημοσιεύσει πάραυτα με τις παρατηρήσεις του ΣτΕ.
Πρέπει κανείς να καταλάβει ότι οι παράνομες επεκτάσεις οδήγησαν σε πολλές περιπτώσεις σε καταστροφή δασικών εκτάσεων, σε καταστροφή ακτών και γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας. Αλλά αυτό που κανείς δεν έχει καταλάβει, είναι πως οι μεγάλες, μη σχεδιασμένες επεκτάσεις, δημιουργούν πολλαπλά λειτουργικά κόστη στην τοπική αυτοδιοίκηση (και κατ’ επέκταση στον κρατικό προϋπολογισμό). Και αυτά είναι οι υποδομές (κυρίως βιολογικοί και χώροι απόθεσης απορριμμάτων) και τα δίκτυα ύδρευσης, αποχέτευσης, φωτισμού, τηλεπικοινωνιών, δρόμων και αποκομιδής απορριμμάτων. Μαζί με την εκτός σχεδίου δόμηση δημιουργείται μια χαοτική κατάσταση και φυσικά καταστροφή του τοπίου σε ανυπέρβλητο πολλές φορές βαθμό.
Σε ότι, αφορά την αρτιότητα, όποιος έχει χρόνο ας καθίσει να διαβάσει τι ίσχυε από το 1981 και το 1985 και θα διαπιστώσει πως η αρτιότητα εντός των (ορθών) ορίων παρέμεινε η ίδια. Ότι ήταν οικοδομήσιμο πριν είναι και σήμερα. Αυτό που επέβαλε το ΣτΕ είναι να γίνει οριοθέτηση σε όλους τους οικισμούς, να είναι ορθή και να γίνει από το αρμόδιο όργανο.
Πράγματι, όσοι έχουν ιδιοκτησία στην παράνομη επέκταση ή σε σημεία που οι μηχανικοί τους και οι πολεοδομίες τα δήλωσαν εντός οικισμού, θίγονται, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θίγονται όλοι, όπως παρουσιάζεται και δεν απαξιώνεται η ιδιοκτησία όσων βρίσκονται εντός των πραγματικών ορίων. Πάντως η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να βρει λύση και γι’ αυτούς, φαντάζομαι με νόμο. Αυτό που πρέπει να καταλάβει ο καθένας είναι ότι κάποια στιγμή και ο νόμος θα κριθεί αντισυνταγματικός, όπως και σε άλλες περιπτώσεις στο παρελθόν και πάλι θα προκύψει πρόβλημα.
Επειδή, πολλοί υποστηρίζουν πως θα πρέπει αντί για προεδρικό διάταγμα να βγει νόμος που να ρυθμίζει πως καθορίζονται τα όρια των οικισμών ο νόμος -πέρα από την πιθανότητα να κριθεί αντισυνταγματικός-, δεν μπορεί και δεν πρέπει να ρυθμίζει ειδικά ζητήματα, αλλά να θέτει τους γενικούς κανόνες. Και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως εργαλείο ακύρωσης των δικαστικών αποφάσεων. Τόσο για τον έναν όσο και για τον άλλο λόγο συνιστά κακό τρόπο νομοθέτησης. Όχι πως έχουν τα δικαστήρια πάντα δίκαιο, αλλά στη συγκεκριμένη δυστυχώς έχουν και για λόγους τυπικής αλλά και ουσιαστικής νομιμότητας. Η προσωπική μου άποψη είναι πως τα προεδρικά διατάγματα θα έπρεπε να έχουν περισσότερα και πιο ειδικά κριτήρια ανάλογα με την περιοχή, το είδος των κτισμάτων και το μέγεθος των ιδιοκτησιών. Δηλαδή, να προσπαθήσουν να διαφυλάξουν (όχι έχει απομείνει τέλος πάντων) από την ταυτότητα των οικισμών και του τοπίου.
Το ερώτημα που μένει να θέσει ο καθένας μας στον εαυτό είναι τι ακριβώς θέλει. Να συνεχίσουμε να κινούμαστε ρουσφετολογικά σε μίκρο ή μάκρο επίπεδο ή θέλουμε να λειτουργούμε οργανωμένα; Αν κρίνω από τα δημοσιεύματα και τις αναρτήσεις, μάλλον το πρώτο. Το αστείο είναι πως σε αυτό το ζήτημα συγκλίνουν και η κυβέρνηση και όσοι την αντιπολιτεύονται, ανεξάρτητα αν προχώρησε στη δημοσίευσή του.
Οι διαμαρτυρίες στηριζόμενες σε άρθρα και αναρτήσεις χωρίς να γνωρίζει κανείς την ουσία των πραγμάτων και στηριζόμενες στο αποκλειστικά στο θυμικό (ποια ανάρτηση μας είναι πιο οικεία πολιτικά, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά της ή δακρύβρεχτα σχόλια του τύπου «τα χωριά πλέον θα ονομάζονται οικισμοί») μόνο παραπλανούν, δεν αναφέρονται στις αιτίες του προβλήματος και το μόνο που κάνουν είναι να διαιωνίσουν την πελατειακή σχέση κομμάτων και κυβερνήσεων με τους ψηφοφόρους τους, κοινώς το ρουσφέτι. Το δε επιχείρημα, ότι έγινε έγινε, ας βάλουμε όριο το τώρα και από δω και πέρα θα εφαρμόζουμε το νόμο, είναι από τα πιο αστεία επιχειρήματα γιατί απλά δεν πρόκειται να συμβεί. Ας σκεφτεί κανείς πόσοι νόμοι ψηφίστηκαν μόνο και μόνο για τη νομιμοποίηση αυθαιρέτων, έχουμε τουλάχιστον ένα κάθε δεκαετία.
Δείτε ένα παλαιότερο άρθρο της εξαιρετικής συναδέλφου Γραμματής Μπακλατζή σχετικά με την απόφαση του ΣτΕ που αφορά το Πήλιο και εγώ σας παραθέτω 2 αεροφωτογραφίες, πως είναι σήμερα τμήμα ενός οικισμού και πως ήταν το 1960 που θεωρητικά επρόκειτο για οικισμό πριν το 1923 (δεν υπάρχει ούτε ένα σπίτι! –τα δε μαύρα είναι δένδρα ενώ οι δρόμοι που φαίνονται δεν υπήρχαν τώρα, είναι οι σημερινοί μόνο για reference για το σήμερα-) και ένα ΦΕΚ με αποφάσεις τροποποίησης (ξεχειλώματος) των ορίων οικισμών στην Αστυπάλαια (παρόμοιες υπάρχουν παντού).
*Ο Νίκος Βίττης είναι τοπογράφος μηχανικός