Περί συνεπιμέλειας
Ανάμεσα στην αλήθεια του υπάρχοντος νόμου και το λανθάνον περιεχόμενο του υπό ψήφιση νομοσχεδίου.
Λέξεις: Μαρία Τσιουτάνη
Το νομοσχέδιο, που τροποποιεί τις διατάξεις του Οικογενειακού Δικαίου, έγινε γνωστό στους πολίτες ως «νομοσχέδιο περί συνεπιμέλειας». Καθόλου παράξενο, εφόσον η κυριότερη μεταβολή στα ισχύοντα επέρχεται στον τομέα των σχέσεων των παιδιών με τον γονέα που ΔΕΝ κατοικεί μαζί τους και δεν ασκεί την επιμέλειά τους, μετά από χωρισμό/διάζευξη.
Σύμφωνα με όσα ισχύουν μέχρι σήμερα, οι γονείς ασκούν από κοινού την γονική μέριμνα των παιδιών τους.
Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια, την διοίκηση της περιουσίας του/των παιδιών και την εκπροσώπησή του/τους σε κάθε υπόθεση ή δίκη που αφορά στο πρόσωπό ή την περιουσία του. Μέχρι σήμερα, η εφαρμογή των διατάξεων του νόμου δεν άφηνε περιθώριο στέρησης της γονικής μέριμνας από κανέναν γονέα, εκτός αν συνέτρεχαν ειδικές περιπτώσεις που προβλεπόταν από το άρθρο 1532ΑΚ. Εξάλλου, πράξεις όπως η έκδοση διαβατηρίου ή άλλου εγγράφου ταυτότητας και η συνακόλουθη μετακίνηση των ανηλίκων συνεπαγόταν ανέκαθεν σύμφωνη γνώμη και των δύο γονέων. Όπως και σε περιπτώσεις θεραπείας και σοβαρών επεμβατικών πράξεων προς χάρη της υγείας του/των παιδιών. (Πρόσφατα, σε νόμο του Υπουργείου Οικονομικών(!!!) –ν. 4714/2020, άρθρ. 139- παρεισέφρησε διάταξη, η οποία καθιστά υποχρεωτική την σύμφωνη γνώμη του γονέα που ΔΕΝ συγκατοικεί με τα παιδιά, όταν ο άλλος γονέας αλλάζει τόπο κατοικίας. Αιτιολόγηση, η πρόνοια της συνέχισης της επικοινωνίας του παιδιού με τον εκτός κατοικίας του γονέα. Μένω με την απορία γιατί προτιμήθηκε μια δικαστική διαμάχη σε περίπτωση διαφωνίας, κι όχι η υποχρέωση των γονέων να καταβάλουν εξίσου δαπάνη και κόπο, προκειμένου να συνεχιστεί απρόσκοπτα η επικοινωνία του/των παιδιών. Εκτός αν ο νομοθέτης αντιμετωπίζει, εκ των προτέρων, με καχυποψία την μετακίνηση/αλλαγή τόπου κατοικίας του γονέα που ασκεί επιμέλεια τέκνων…)
Η επιμέλεια, λοιπόν, περιλαμβάνει όλα τα καθημερινά ζητήματα και προβλήματα που σχετίζονται με την φροντίδα, την ανατροφή, την εκπαίδευση, την ψυχαγωγία και την ανάπτυξη της κοινωνικότητας του/των παιδιών, ανατίθεται δε στον γονέα με τον οποίο το/τα παιδιά συνοικούν. Υπ’ αυτή την έννοια, η επιμέλεια των παιδιών είναι, πράγματι, η εγγύτερη προς το παιδί γονική φροντίδα από τις τρεις λειτουργίες της γονικής μέριμνας, συνοδευόμενη από τις χαρές, την ευθύνη αλλά και την «φθορά» που η εγγύτητα συνεπάγεται.
Η ανάθεση της επιμέλειας στον ένα από τους δύο γονείς γίνεται είτε μετά από συμφωνία τους –απαραίτητη προϋπόθεση σε περίπτωση διάζευξης με συναινετικό τρόπο- είτε με δικαστική απόφαση.
Τα Δικαστήρια αποφασίζουν λαμβάνοντας υπόψη τους ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ το συμφέρον του/των παιδιών, των οποίων μάλιστα η γνώμη ακούγεται σε ειδική συνεδρία-συνάντηση του δικαστή με το παιδί και λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, όταν η ηλικία του το επιτρέπει. Η απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μη κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας. Εννοείται ότι το συμφέρον του/των παιδιών εξυπηρετείται καλύτερα από τον γονέα που έχει την ικανότητα, την διαθεσιμότητα και το ανάλογο υποστηρικτικό περιβάλλον ώστε να είναι σε θέση να σέβεται τόσο τις ανάγκες του παιδιού όσο και τις αρχές που παρατίθενται παραπάνω. Όλα αυτά εξετάζονται με προσοχή και λεπτομερώς από τους δικαστές στις σχετικές δίκες. Όταν, μάλιστα, πρώτο εφαρμόστηκε ο νέος νόμος του Οικογενειακού Δικαίου, το 1983, ενόψει και της λειτουργίας Οικογενειακών Δικαστηρίων, που αναφερόταν και προβλεπόταν στην εισηγητική έκθεση, πληθώρα ειδικών σεμιναρίων παρασχέθηκαν στους Δικαστές και πολλοί από αυτούς είχαν αναπτύξει αξιόλογα σκεπτικά στις αποφάσεις τους, με τις οποίες επέλεγαν τον ένα γονέα και του ανέθεταν την άσκηση της επιμέλειας.
Τι προκάλεσε λοιπόν, την ανάγκη τροποποίησης αυτών των απολύτως ορθών και δοκιμασμένων διαχρονικώς διατάξεων, με απολύτως παιδοκεντρικό χαρακτήρα, ώστε να επιδιώκεται η αλλαγή του σύμφωνα με τις επιθυμίες των γονέων που δεν είχαν μέχρι τώρα, δυνατότητα καθοριστικής παρέμβασης και ανατροπής της καθημερινότητας των παιδιών τους, εφόσον δεν ασκούσαν την επιμέλειά τους?
Οι ισχυρισμοί που ακούστηκαν/γράφηκαν μπορούν να συμπτυχθούν χονδρικά στους εξής:
- Η συντριπτική πλειοψηφία των δικαστικών αποφάσεων περί επιμέλειας τέκνου/ων αναθέτει την επιμέλεια στον ένα γονέα, λόγω προκατάληψης σχετικά με το φύλο!
- Το τέκνο έχει ανάγκη την παρουσία και την συμμετοχή και των δύο γονέων στην καθημερινότητά του και η μονομερής ανάθεση της επιμέλειας στον έναν από τους δύο εμποδίζει την απρόσκοπτη επαφή του με τον έναν από τους δύο γονείς.
- Η ανάθεση της επιμέλειας στην μητέρα (γιατί όσο κι αν θέλει να κανείς να δει το ζήτημα χωρίς διάκριση φύλου, δε μπορεί να αγνοήσει την «κινητήρια» δύναμη αυτού του νομοσχεδίου, που δεν είναι άλλη παρά η «απομείωση», δια νόμου, της καταλληλόλητας των γυναικών-μητέρων ώστε να μην προτιμώνται στην ανάθεση της επιμέλειας) διαιωνίζει τον ρόλο της γυναίκας-μητέρας και δεν ευνοεί την υπέρβασή του ρόλου αυτού και την πρόοδο της γυναίκας
Οι απαντήσεις μπορούν, εξίσου συνοπτικά, να δοθούν ως εξής:
Η ανάθεση της επιμέλειας γίνεται σύμφωνα με το νόμο και την κρίση του Δικαστή. Αν το «πρόβλημα» είναι η δικαστική κρίση, χρειάζεται να ζητήσουμε την επιμόρφωση των δικαστών με στόχο τον εμπλουτισμό των γνώσεων τους γύρω από τις νέες αντιλήψεις περί ανατροφής τέκνων και την όξυνση της ευαισθησίας της κρίσης τους και όχι την αλλαγή του νόμου. Ας διεκδικήσουμε, επιτέλους, τη λειτουργία Ειδικών Οικογενειακών Δικαστηρίων, με δικαστές επιμορφωμένους και υπηρεσίες στελεχωμένες με παιδοψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς. Η σχετική πρόβλεψη εκκρεμεί από το 1983!
Αν η επιμέλεια ανατίθεται, δικαστικώς, κατά το πλείστον στις μητέρες –διότι περί αυτού πρόκειται- είναι εξίσου γεγονός ότι ελάχιστοι πατέρες διεκδικούν την επιμέλεια των τέκνων τους. Μια ματιά στα πινάκια των σχετικών υποθέσεων μπορεί να πείσει τους δύσπιστους. Εξίσου μειωμένος είναι ο αριθμός των γονέων –πατεράδων , που διεκδικούν ή αντιδικούν δικαστικά για την επικοινωνία ή την επέκτασή της με τα τέκνα τους, μολονότι το δικαίωμα αυτό είναι ΑΝΑΦΑΙΡΕΤΟ και απολύτως προστατευμένο στην ισχύουσα νομοθεσία. Αντιθέτως πολλοί ανάμεσά τους αντιδικούν σκληρά, και πολλές φορές σκαιώς, για το ύψος της διατροφής προς τα τέκνα τους, αμφισβητώντας, με πραγματικά αξιοκατάκριτες αιτιάσεις, το στοιχειώδες ποσό που έχει ανάγκη ένα τέκνο για να ζήσει. Ποσό που θα κατέβαλαν πιθανότατα αν δεν είχαν χωρίσει και θεωρούσαν ότι συμμετέχουν στις αποφάσεις σχετικά με τις δαπάνες ανατροφής του/των παιδιών τους. Διότι, δυστυχώς, ελάχιστοι έχουν αποσυνδέσει το ρήμα πληρώνω από το αποφασίζω!
Φοβάμαι ότι η επίκληση, ως λόγος της αλλαγής του νόμου, της συμμετοχής στην ζωή του παιδιού εξίσου και των δύο χωρισμένων γονέων, βάσει της οποίας επιδιώκεται η συνεπιμέλεια και ο «διαμοιρασμός» του παιδιού σε δύο σπίτια καθώς και τα διάφορα περί 1/3 του χρόνου με τον έναν από τους δύο γονείς , πέρα από προσχηματική, ξεπερνάει σε σκληρότητα σκέψης και εφαρμογής ακόμη και την περίφημη «πρόταση» του Σολομώντα για την απόδοση του βρέφους στις δυο γυναίκες που το διεκδικούσαν, Τουλάχιστον, εκείνη ήταν όντως προσχηματική πρόταση και διατυπώθηκε όχι με σκοπό υλοποίησης, αλλά, αντιθέτως, απόρριψης της γυναίκας εκείνης που θα την αποδεχόταν, αποδεικνύοντας την έλλειψη πραγματικής αγάπης της για το βρέφος. Στο επίμαχο νομοσχέδιο οι ανάλογες διατάξεις παρουσιάζονται, κατά τον πιο λαϊκίστικο τρόπο, ως ενδείξεις αγάπης και φροντίδας του συμφέροντος του παιδιού.
Αντιθέτως, το νομοσχέδιο ΔΕΝ προβαίνει σε καμία τροποποίηση του δικαιώματος επικοινωνίας, δεν το καθιστά υποχρεωτικό, ώστε να είναι μετρήσιμα οι χαμένες ώρες αναμονής και τα δάκρυα πολλών παιδιών εξ αιτίας της ασυνέπειας του γονέα που ΔΕΝ ασκεί το δικαίωμά του, παρά μόνον όταν «βολεύεται». Αν επρόκειτο για υποχρέωση, θα διαπιστώναμε με «αριθμούς», που τόσο αρέσουν και στους τεχνοκράτες, πόσες αγωγές, καταγγελίες και αιτιάσεις θα είχαμε εκ μέρους του γονέα, που ασκεί την επιμέλεια, αλλά σκουπίζει μάτια, παρηγορεί για τις χαμένες συναντήσεις και αναβάλλει προγραμματισμένες εργασίες, προκειμένου να ανταποκριθεί με όποιον τρόπο μπορεί στις ανάγκες ενός πληγωμένου παιδιού, από την ασυνέπεια του «έχοντος δικαίωμα επικοινωνίας» γονιού. Κι όμως, ένας εξαιρετικός τρόπος εκπαίδευσης του γονέα στα καθήκοντα επιμέλειας του/των παιδιών του είναι η συχνή επικοινωνία μαζί τους εφόσον πρόκειται για έναν θαυμάσιο και ουσιαστικό τρόπο δημιουργίας «κοινών τόπων» και ουσιαστικών δεσμών μαζί τους, χωρίς, μάλιστα την φθορά της συνεχούς τριβής. Ωστόσο, ενώ προτείνεται η αύξηση του χρόνου επικοινωνίας, δεν επιδιώχθηκε η υποχρεωτικότητά της… Εκτός αν η επικοινωνία χωρίς την δυνατότητα αποφασιστικής επιβολής της άποψης/γνώμης δεν είναι αρκούντως ελκυστική και η υποχρέωση επικοινωνίας θα προσέθετε βάρος στους γονείς που επιδιώκουν μεν την επιμέλεια, αλλά θα τους βάρυνε η υποχρεωτική επικοινωνία σε περίπτωση που δεν επιτύχουν τον κύριο στόχο…
Επίσης, καθόλου τυχαίως, δεν επέρχεται καμία τροποποίηση στα θέματα καταβολής της διατροφής και άσκησης πίεσης προς τον υπόχρεο που δεν την καταβάλλει. Όλα παραμένουν στο πλαίσιο μιας οποιασδήποτε αστικής διαφοράς κι ας πρόκειται για διατροφή ΠΑΙΔΙΟΥ. Εξάλλου, δίνεται δικαίωμα κατάσχεσης έως του 1/3 του μισθού, εφόσον πρόκειται για μισθωτό, λίγο είναι?
Δυστυχώς, δεν υπήρξε καμία μεθοδική προσπάθεια ώστε να παρουσιαστούν δημοσίως τα στοιχεία εκείνα που θα έδειχναν πόσοι γονείς ασκούν την επιμέλεια των παιδιών τους εισπράττοντας είτε πενιχρά ποσά είτε «αέρα κοπανιστό» εφόσον ο άλλος γονέας αδιαφορεί και μετέρχεται χίλια τεχνάσματα για να αποφύγει την καταβολή διατροφής. Σε ό,τι αφορά την πρόοδο των γυναικών και την απαγκίστρωσή τους από τον μητρικό ρόλο, αφενός κανείς νόμος ΔΕΝ υποχρεώνει τη μητέρα να αναλάβει τα καθήκοντα της επιμέλειας των τέκνων της εφόσον ΔΕΝ το επιθυμεί, και αφετέρου οι γυναίκες είναι, νομίζω, σε θέση να επιδιώξουν την ριζοσπαστικοποίηση, και την ικανοποίηση των επιθυμιών και των αιτημάτων τους από μόνες τους χωρίς την συνδρομή των διαφόρων συλλόγων αναξιοπαθούντων πατεράδων και του νυν, «ήσυχου», στα κρίσιμα θέματα της Δικαιοσύνης, υπουργού.
Τελειώνοντας το κείμενο αυτό, που προέκυψε περισσότερο ενημερωτικό και λιγότερο κείμενο άποψης απ’ όσο ήθελα, θέλω να επισημάνω δυο-τρία πράγματα:
Η «κίνηση» όσων ήθελαν συνεπιμέλεια και διαμοιρασμό του παιδιού σε δύο σπίτια ΔΕΝ είναι πρόσφατη, αλλά έχει ξεκινήσει εδώ και 20, τουλάχιστον χρόνια, με διαμαρτυρίες, επικλήσεις συναισθημάτων, αδικιών και στερητικών συνδρόμων, μεθοδική διασύνδεση με παράγοντες του νομικού και πολιτικού κόσμου «δυσαρεστημένων» πατεράδων, που έφτασαν, σήμερα, στο σημείο να συντάσσουν «λίστες» αντιφρονούντων, στο νομοσχέδιο, δικαστών και να πείσουν την ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης να φέρει ένα εκτρωματικό νομοσχέδιο στη Βουλή, έχοντας, ως προεργασία, «περάσει» κι άλλες διατάξεις σε άσχετα νομοθετήματα, όπως γράφω πιο πάνω, που περιορίζουν ή θέτουν σε δοκιμασία ακόμα και το δικαίωμα επιλογής τόπου κατοικίας ενός γονέα. εφόσον είναι επιφορτισμένος με την επιμέλεια του/των παιδιών του. Όσοι επισημαίναμε αυτές τις «κινήσεις» έγκαιρα, δεν εισακουστήκαμε, οπότε τώρα δίνεται αγώνας οπισθοφυλακής. Ας το θυμόμαστε αυτό, γιατί, εκτός από φωνές, διαδηλώσεις και τρολιές, χρειάζεται πολλή και σοβαρή δουλειά για να προλάβει και να αντιπαρατεθεί με επιτυχία κανείς σε ό,τι θίγει σημαντικές πτυχές της ζωής του και των παιδιών του.
Το ζήτημα της επιμέλειας των παιδιών είναι ζήτημα που δεν αφορά ούτε μόνον στα παιδιά ούτε μόνον στους γονείς τους. Αφορά στο σύνολο της κοινωνίας γιατί πρόκειται για τον τρόπο που θα ανατραφούν μια και δυο επόμενες γενιές. Και το μόνο βέβαιο είναι ότι με το νομοσχέδιο, που επιχειρείται να γίνει, επιπόλαια και παρά τις αντιρρήσεις, νόμος του κράτους, οι βλάβες που θα επισυμβούν αφορούν πρωτίστως τα παιδιά. Τα παιδιά, «όμηροι» σε κλίμα συνεχούς διαμάχης, ακόμα και για το φροντιστήριο ξένης γλώσσας που θα φοιτήσουν, τα παιδιά που θα «μοιράζονται» σε δύο σπίτια και θα πιέζονται να τελειώσουν τα μαθήματα μια ώρα αρχύτερα γιατί αυτό το Σαββατοκύριακο είναι του Χ ή του Ψ γονιού, προκειμένου να «πιαστεί» το όριο του 1/3, δεν θα μπορέσουν ποτέ να ξεπεράσουν τον χωρισμό των γονιών τους, δε θα νιώσουν ποτέ ένα σπίτι «δικό τους κι ας έχουν δύο, θα πάψουν σύντομα να «ακούν» και τους δύο γονείς και θα αποκοπούν από την οικογένεια πολύ νωρίτερα ίσως απ’ όσο η ωριμότητά τους επιτρέπει. Κι αυτό θα αποβεί εις βάρος τους, κυρίως λόγω της αιτίας που θα προκαλέσει την «κώφωση» και την «φυγή» τους.
Οι γυναίκες, ό,τι και αν υποστούν, έχουν τρόπο να το αντιμετωπίσουν, είναι εξάλλου στην συντριπτική τους πλειοψηφία ενήλικες και αρκετά έτοιμες από καιρό να αντιμετωπίζουν εμπόδια και διακρίσεις λόγω του φύλου και της μητρότητας. Θα δώσουν έναν ακόμα αγώνα και μακάρι να συνειδητοποιήσουν ότι καμιά κατάκτηση, ιδίως των γυναικών, δεν είναι βέβαιη αν δεν την διαφυλάσσεις ως κόρη οφθαλμού, καμιά στήριξη δεν είναι ωφέλιμη όταν επί κυριαρχείται από ισχυρό και πολυδιάστατο φορέα, καμία κινητοποίηση δεν καρποφορεί όταν γίνεται υπό την πίεση ¨τετελεσμένων». Το νομοσχέδιο θίγει μια λειτουργία που ελαχιστότατες έχουν, για οποιονδήποτε λόγο και κάτω από τις δυσμενέστερες ακόμη συνθήκες, αποποιηθεί: την άσκηση της γονικότητας, αντικαθιστώντας την είτε με στέρηση είτε με άσκηση υπό όρους, ενώ δημιουργούνται εμπόδια και προϋποθέσεις εκβιασμού πριν την απόφαση διάζευξης, οπότε ας είναι έτοιμες να θυσιάσουν πολλά για να πετύχουν αυτά που είναι σημαντικά για τις ίδιες: ο χωρισμός, η ανατροφή των παιδιών ή και τα δύο! Δεν είναι τυχαίο, όσο κι αν ακούγεται εξωπραγματικό στην Ελλάδα, ότι σε πολλές χώρες της ΕΕ και στις ΗΠΑ όλο και περισσότερες γυναίκες αποφασίζουν να αποκτήσουν παιδί χωρίς την «συμβολή» συζύγου.
Είναι αυτό λύση;
Ας το σκεφτούν όσοι δεν εννοούν να καταλάβουν πόση δυσλειτουργικότητα προσθέτουν στην ελληνική οικογένεια και στα ανήλικα παιδιά με τη προτεινόμενη τροποποίηση του Οικογενειακού Δικαίου, παρουσιάζοντάς την μάλιστα ως συνάδουσα με την Συνταγματική επιταγή περί ισότητας των φύλων!
Τα θέματα των γυναικών μπορούν να είναι προτεραιότητα από τις ίδιες τις γυναίκες και είναι δική τους υποχρέωση να βρουν τις δικές τους απαντήσεις, να τις «επιβάλλουν» στα κόμματα και στο περιβάλλον τους, δεχόμενες την συνδρομή οποιουδήποτε, ανεξαρτήτως φύλου και πολιτικών προτιμήσεων. Δυστυχώς, αυτός ο «δρόμος» παραμένει ζητούμενο για την πλειοψηφία των γυναικών και η κατά μόνας επεξεργασία δεν τις βοηθά σε κρίσιμες, καλή ώρα, στιγμές…
(Κατακλείδα: Διάβασα προσφάτως ότι ο «ήσυχος» υπουργός δήλωσε, με αφορμή σχόλια για την μεταφορά του Σωφρονιστικού συστήματος από το υπουργείο Δικαιοσύνης στο Προστασίας του Πολίτη, ότι η λειτουργία του συστήματος βελτιώθηκε! Δηλαδή, βελτιώθηκε από τότε που του πήραν την αρμοδιότητα. Προτείνω, λοιπόν, στον Πρωθυπουργό ως αρμόδιο, να του αφαιρεθεί κάθε αρμοδιότητα τροποποιήσεων της νομοθεσίας της χώρας μπας και σώσουμε κάτι…)
*Η Μαρία Τσιουτάνη είναι δικηγόρος