Περιπλανώμενοι…

του σκηνοθέτη Βασίλη Λουλέ Από αυτόν τον κόσμο ερχόμαστε, από τον κόσμο του «Καιρού των τσιγγάνων» του Εμίρ Κουστουρίτσα. Αυτοί οι παμπάλαιοι ρυθμοί είναι που ηχούν μέσα μας, αυτές οι εικόνες συντροφεύουν τις παιδικές αναμνήσεις πολλών της γενιάς μου (και των προηγούμενων γενεών), αυτή η συνύπαρξη ονειρικού και πραγματικού, Ορθοδοξίας και παγανισμού, ερωτισμού και θανάτου, […]

Βασίλης Λουλές
περιπλανώμενοι-43478
Βασίλης Λουλές
don_kihotis.jpg

του σκηνοθέτη Βασίλη Λουλέ

Από αυτόν τον κόσμο ερχόμαστε, από τον κόσμο του «Καιρού των τσιγγάνων» του Εμίρ Κουστουρίτσα. Αυτοί οι παμπάλαιοι ρυθμοί είναι που ηχούν μέσα μας, αυτές οι εικόνες συντροφεύουν τις παιδικές αναμνήσεις πολλών της γενιάς μου (και των προηγούμενων γενεών), αυτή η συνύπαρξη ονειρικού και πραγματικού, Ορθοδοξίας και παγανισμού, ερωτισμού και θανάτου, αυτά είναι που έχουν συγκροτήσει την προσωπικότητά μας.

Και από την άλλη μεριά: Μικελάντζελο Αντονιόνι και Κριστόφ Κισλόφσκυ, Μάϊκ Λη και Φεντερίκο Φελλίνι, Αντρέϊ Ταρκόφσκυ και Ζαν Λυκ Γκοντάρ, Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και Ζαν Ρενουάρ, Βιμ Βέντερς και Θόδωρος Αγγελόπουλος, Άκι Καουρισμάκι και Καρλ Ντράγιερ, και τόσοι μα τόσοι άλλοι Ευρωπαίοι σκηνοθέτες. Είναι ο πολύμορφος κόσμος που διψάγαμε να ανιχνεύσουμε, το βλέμμα που αναζητήσαμε στην εφηβεία και στα πρώτα ενήλικα χρόνια μας. Αυτό το βλέμμα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού που, ως καθρέφτης, μας έκανε να δούμε, να ψηλαφίσουμε και να αναγνωρίσουμε το πρόσωπό μας, την προέλευσή μας —την Ανατολή και τα Βαλκάνια—, μας βοήθησε να αγαπήσουμε την ιδιαιτερότητά μας, να συγκροτήσουμε την ταυτότητά μας.

Αγαπώ τους τσιγγάνους ήρωες του Κουστουρίτσα, τους ήρωες του ευρωπαϊκού σινεμά (και του αμερικανικού βεβαίως!) που περιπλανώνται ή χάνονται σε εξωτερικές και εσωτερικές ερημιές, τους Έλληνες ναυτικούς και τους Έλληνες της διασποράς στα χρόνια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, τους παλιούς και νέους μετανάστες, τους περιπλανώμενους ή κυνηγημένους Εβραίους του Μεσαίωνα και των νεότερων χρόνων, τους περιπλανώμενους τροβαδούρους και μοναχικούς ιππότες. Ίσως επειδή όλοι τους έρχονται να καταδείξουν ότι ο κόσμος δεν είναι το «άσπρο-μαύρο» των θρησκειών, δεν είναι ο μονοσήμαντος θετικισμός του ρωμαϊκού Δικαίου, του εμπορίου και του λατινικού «Veritas», αλλά, αντίθετα, είναι γεμάτος αμφισημίες, με την «α-λήθεια» να έχει πολλές όψεις.

Αυτή η σοφία εκφράστηκε πολύ καθαρά στο πρώτο μεγάλο μυθιστόρημα της Ευρώπης, στον «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες, ένα έργο περιπλάνησης στον κόσμο — έναν κόσμο που τότε, στα 1605, έμοιαζε ακόμα εφικτός. «Η σοφία της αβεβαιότητας…», επιμένει ο Μίλαν Κούντερα, «…είναι η μεγαλύτερη συνεισφορά του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος στον πολιτισμό. Και ο Δον Κιχώτης είναι ο θεμέλιος λίθος αυτού του οικοδομήματος».

Βρισκόμασταν πάντα σ’ ένα σταυροδρόμι. Ό,τι κι αν γίνει από δω και πέρα, όπου κι αν βρεθούμε εμείς οι Έλληνες, μόνοι μας ή με τους άλλους, ας μη λησμονούμε ποτέ ότι τώρα πια τα δυο αυτά κομμάτια —η Ανατολίτικη-Βαλκανική ρίζα και αυτό ακριβώς το Ευρωπαϊκό βλέμμα— είναι η ευλογία και η κατάρα μας, τα δυο αδιαίρετα συστατικά της ύπαρξής μας που μ’ αυτά θα πορευτούμε. Σε εποχές πτώχευσης και στέρησης ας τα διαφυλάξουμε όπως δυο πολύτιμα πετράδια. Η χημεία ανάμεσά τους είναι αυτή που δημιουργεί το μεγαλείο ή την αθλιότητά μας, το μικρό ή το μεγάλο, την τραγωδία ή τη λύτρωση.

(Επίλογος)

Στο καταμεσήμερο ενός θλιμμένου καλοκαιριού αγναντεύω πάλι την ψιλόλιγνη, αστεία φιγούρα του Δον Κιχώτη να προχωράει στο βάθος παρέα με τον χοντρούλη Σάντσο. Η ζέστη που βγαίνει από τη γη εξαϋλώνει την παρουσία του, «τρώει» το περίγραμμα, μένει μονάχα το μέσα του. Και να τος, τον βλέπω να επιτίθεται στους ανεμόμυλους εκεί μακρυά, δίνει μάχη λυσσαλέα… Και ακούω απόηχο και κλαγγές και καλπασμούς και φτερά μύλου και ξύλινα κοντάρια και τσίγκινες ασπίδες.

Κι ύστερα κατακάθεται ο κουρνιαχτός και τον κοιτώ που απομακρύνεται ακόμα πιο πολύ — και δεν βλέπω από δω αν το νοιώθει πως χάθηκε η μάχη. Θέλω να τον χαϊδέψω μα δε φτάνω, να τον φωνάξω μα δεν προφταίνω Γίνεται μια κουκίδα στον ορίζοντα.

Το κάδρο άδειασε. Τα φτερά του ανεμόμυλου ασάλευτα. Δεν κινείται τίποτα, τώρα, στην ξερή γη. Δεν ακούγεται τίποτα. Ο κόσμος μοιάζει ακίνητος. Έρημος. Ανέφικτος.

Περιμένω, θέλω, παρακαλάω να επιστρέψει στην ιστορία ο Δον Κιχώτης. Και να ξαναμπεί στην Ιστορία.

Κρατάω την ανάσα με σφιγμένη καρδιά. Ακούω μόνο τους αραιούς χτύπους της. Κι ύστερα κι άλλους κτύπους μέσα μου. Κι άλλους, κι άλλους που ολοένα και πυκνώνουν, ώσπου ένα «Ederlezi», μια γιορτή για την επιστροφή της άνοιξης, ένας τσιγγάνικος Βαλκανικός σκοπός έρχεται μέσα μου να με γλυκάνει για την (προσωρινή;) απώλεια του ήρωα, σα βάλσαμο πάνω στην προαιώνια πληγή ενός περιπλανώμενου λαού, σαν το δάκρυ της γρηάς τσιγγάνας που βλέπει στην ταινία του Κουστουρίτσα τον εγγονό της να ενηλικιώνεται.

Είναι πόνος και δάκρυ η ενηλικίωση. Κάθε ενηλικίωση.

Emir Kusturica – Le temps des gitans (1988) – Extrait

……………………………………………………..

Διαβάστε άλλα κείμενα του Βασίλη Λουλέ εδώ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα