Περιβαλλοντικοί πρόσφυγες: Από την Αίγυπτο στην Κίνα και από τη Συρία στη Θεσσαλία
Θα είναι οι Θεσσαλείς οι πρώτοι «περιβαλλοντικοί πρόσφυγες της Ελλάδας»;
Λέξεις: Αγγελική Κόγιου
Το τελευταίο διάστημα χρησιμοποιείται τακτικά στα μίντια η έννοια του περιβαλλοντικού πρόσφυγα ή/και κλιματικού μετανάστη. Τι περιβάλλει τους συγκεκριμένους όρους και που αποσκοπεί η χρήση τους;
Οι περιβαλλοντικοί πρόσφυγες σε αριθμούς
Οι μετακινήσεις πληθυσμών εντός ή εκτός των συνόρων εξαιτίας φυσικών καταστροφών ή κλιματικών αλλαγών αποτελούν συχνό φαινόμενο στο βάθος των αιώνων. Μεταξύ των ετών 2000 και 1800 π.Χ. οι κάτοικοι της περιοχής του Νείλου μετανάστευσαν στην Αίγυπτο εξαιτίας της εκτεταμένης ξηρασίας στην περιοχή τους. Την περίοδο 1661-1680 μ.Χ. πλήθος Κινέζων μετανάστευσαν από τα Βόρεια προς τη Βορειοανατολική Κίνα λόγω της ξηρασίας και της πλημμύρας του Κίτρινου Ποταμού.
Από το 2008, κατά μέσο όρο 21,5 εκ. άνθρωποι εκτοπίζονται βίαια κάθε χρόνο, εξαιτίας κινδύνων που σχετίζονται με τις καιρικές συνθήκες, σύμφωνα με στοιχεία της Ύπατης Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους πρόσφυγες. Το Πακιστάν, οι Φιλιππίνες, η Κίνα, η Ινδία και η Νιγηρία αποτελούν τις χώρες με τον μεγαλύτερο αριθμό νέων εσωτερικών μετατοπίσεων εξαιτίας καταστροφών [Internal Displacement Monitoring Center (IDMC, 2023)], ενώ σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Μετανάστευσης, μέχρι το 2050 αναμένεται να μεταναστεύσουν από 25 εκ. έως 1 δις άνθρωποι εξαιτίας των περιβαλλοντικών συνθηκών.
Ποιος είναι ο περιβαλλοντικός πρόσφυγας
Οι όροι «περιβαλλοντικός πρόσφυγας» και «περιβαλλοντικός» ή «κλιματικός μετανάστης» μεταφέρθηκαν στο προσκήνιο τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα, ενώ χρησιμοποιούνταν κυρίως εντός ακαδημαϊκών και ερευνητικών πλαισίων. Το τελευταίο διάστημα και ειδικότερα μετά τις καταστροφικές και φονικές πλημμύρες στη Θεσσαλία, οι συγκεκριμένες έννοιες άρχισαν να απασχολούν το ευρύ κοινό.
Ωστόσο, δεν αποτελούν απλούς νεολογισμούς, καθώς ήδη από το 1948 ο συγγραφέας William Voight χρησιμοποίησε τον όρο «οικολογικά εκτοπισμένα πρόσωπα» αναφερόμενος σε κατοίκους αγροτικών περιοχών της Λατινικής Αμερικής, οι οποίοι λόγω κλιματολογικών συνθηκών εγκατέλειψαν τον τόπο τους. Το 1985, ο καθηγητής Essam El- Hinnawi εισήγαγε τον όρο «περιβαλλοντικός πρόσφυγας» σε αναφορά του στο Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον.
Σύμφωνα με τον ορισμό που παρέθεσε, περιβαλλοντικοί πρόσφυγες θεωρούνται «τα άτομα που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την παραδοσιακή τους κατοικία προσωρινά ή μόνιμα λόγω μιας αξιοσημείωτης περιβαλλοντικής διαταραχής που θέτει σε κίνδυνο την ύπαρξη τους και επηρεάζει την ποιότητα ζωής τους». Παρεμφερής είναι ο ορισμός του περιβαλλοντικού ή κλιματικού μετανάστη, ο οποίος χρησιμοποιείται από κάποιους φορείς όπως ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (IOM), παρόλο που δεν θεωρείται ο πλέον κατάλληλος σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι εμπεριέχει το στοιχείο της θέλησης για μετακίνηση.
Ωστόσο, οι προαναφερθέντες όροι και ορισμοί δεν αναγνωρίζονται επίσημα από το διεθνές δίκαιο, εφόσον δεν εντάσσονται στη Σύμβαση της Γενεύης του 1951, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι που ανήκουν στις συγκεκριμένες κατηγορίες να αποκλείονται από τα δικαιώματα που κατέχουν οι υπόλοιποι πρόσφυγες, όπως αυτό της αίτησης ασύλου.
Το παράδειγμα της Συρίας
Το 2015, όταν ξεκίνησε η μεγάλη προσφυγική κρίση στην Ευρώπη, 768.916 άνθρωποι πέρασαν τα ελληνικά σύνορα, με την πλειοψηφία αυτών (60%) να προέρχεται από την Συρία. Πως κατέληξαν όμως οι κάτοικοι της Συρίας με κίνδυνο της ζωής τους να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και να μετακινούνται εκτός συνόρων;
Η Συρία ταλανίστηκε από τρεις περιόδους ξηρασίας στο εσωτερικό της, με την πρώτη το 1980 και τις επόμενες το 2006 και το 2010. Η λειψυδρία σε συνδυασμό με τις υψηλές θερμοκρασίες συνέβαλλαν στον αποδεκατισμό των αγροτικών εκτάσεων και στην οικονομική παρακμή, η οποία ώθησε ανθρώπους σε μαζική μετατόπιση στα αστικά κέντρα της χώρας. Ο υπερπληθυσμός και η ανεργία εξαιτίας της ραγδαίας πληθυσμιακής αύξησης είχε ως συνέπεια την εκτίναξη των ανισοτήτων. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την ακατάλληλη και ανεπαρκή διαχείριση της κρίσης από την πολιτεία είχαν ως αποτέλεσμα την έκρυθμη πολιτική κατάσταση, η οποία κατέληξε σε εμφύλιο πόλεμο (Abel et al. 2019). Ως απότοκο των παραπάνω, 6 εκ. άνθρωποι εγκατέλειψαν τις κατοικίες τους και προέβηκαν σε εσωτερική μετανάστευση, ενώ άλλοι 6 εκ. άνθρωποι αναζήτησαν καταφύγιο σε γειτονικές χώρες. Μία από τις μεγαλύτερες εκτοπίσεις στην ανθρώπινη ιστορία είναι αυτή των Σύριων.
Περιβαλλοντική προσφυγιά: μια ολιστική προσέγγιση του φαινομένου
Ενώ παλαιότερα οι περισσότεροι περιβαλλοντικοί πρόσφυγες μετακινούνταν σε περιοχές εντός των συνόρων τους και πολλοί από αυτούς επέστρεφαν στις κατοικίες τους μετά από την καταστροφή, πλέον λόγω των ισχυρών κλιματικών αλλαγών, συγκεκριμένες περιοχές καθίστανται εντελώς ακατάλληλες για κατοίκηση, με αποτέλεσμα η επιστροφή των ντόπιων στα μέρη τους να μην αποτελεί εφικτή επιλογή.
Η μετακίνηση πληθυσμών για λόγους περιβαλλοντικούς δεν μπορεί να ειδωθεί ξέχωρα από την οικονομική και κοινωνική πίεση που υφίστανται οι πληττόμενοι πληθυσμοί τόσο πριν όσο και μετά την μετεγκατάσταση τους. Η κλιματική αλλαγή απειλεί συνολικά την ανθρώπινη ύπαρξη θέτοντας σε κίνδυνο την υγεία και την ευζωία του ανθρώπου, εφόσον η πρόσβαση σε πόσιμο νερό είναι περιορισμένη και οι μολυσματικές ασθένειες εξαπλώνονται. Την ίδια στιγμή οι πληττόμενοι άνθρωποι καλούνται να διαχειριστούν την επικείμενη επισιτιστική κρίση, την έκθεση σε ακραία καιρικά φαινόμενα και σε πολιτικές συγκρούσεις. Συνεπώς, η κλιματική κρίση λειτουργεί ενισχυτικά και πολλαπλασιαστικά των πολιτικών και κοινωνικών κρίσεων που λαμβάνουν χώρα.
Αναμφισβήτητα, οι λιγότερο αναπτυγμένες, οι αναπτυσσόμενες χώρες και φυσικά οι παράκτιες περιοχές είναι περισσότερο ευάλωτες στην κλιματική αλλαγή, για την οποία συνήθως ευθύνονται λιγότερο αυτοί που υφίστανται τις συνέπειες.
Που εξυπηρετεί η διάκριση των προσφύγων σε κατηγορίες εφόσον η κλιματική και η πολιτική κρίση αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία;
Μία πιθανή απάντηση είναι ότι αποσκοπεί στον αποπροσανατολισμό του κοινού αναφορικά με τις ευθύνες των προσφυγικών κυμάτων, οι οποίες αποδίδονται αποκλειστικά στην κλιματική κρίση. Έτσι, απαλλάσσονται από τις ευθύνες οι πραγματικοί ιθύνοντες και οι αρμόδιοι για την πρόληψη και τη διαχείριση των κλιματικών κρίσεων. Επίσης, μία τέτοια διάκριση ενδεχομένως να αποσκοπεί στον διαχωρισμό των προσφύγων σε κατηγορίες, γεγονός που εμπεριέχει τον κίνδυνο διακρίσεων εις βάρος τους και την πρόκληση συγκρούσεων μεταξύ τους.
Εφόσον χρησιμοποιείται ο όρος «περιβαλλοντικός πρόσφυγας» τουλάχιστον θα πρέπει να συνδέεται με τις αιτίες της μετεγκατάστασης – οι οποίες συνήθως δεν είναι αποκλειστικά περιβαλλοντικές ή κλιματικές- και σχετίζονται με την αδυναμία της Πολιτείας να παρεμποδίσει το προσφυγικό ρεύμα προσφέροντας στους εν δυνάμει πρόσφυγες τις κατάλληλες συνθήκες που θα καθιστούν βιώσιμη την καθημερινότητα στον τόπο τους.
Αντί συμπεράσματος
Στη Θεσσαλία σχεδόν ένα μήνα μετά την πρώτη κοσμογονική πλημμύρα, τα σχολεία υπολειτουργούν, οι επιζήσαντες κάτοικοι παλεύουν με τα χαλάσματα που σκόρπισε η καταρρακτώδης βροχή, ο θεσσαλικός κάμπος ακόμη βουλιάζει, ενώ οι πλημμυροπαθείς της Φαρκαδόνας μεταφέρθηκαν στο camp που άλλοτε στέγαζε πρόσφυγες. Συχνά ακούγεται και γράφεται στα Μ.Μ.Ε. πως οι Θεσσαλείς θα είναι οι πρώτοι «περιβαλλοντικοί πρόσφυγες της Ελλάδας».