Πες μου τι φταίει: Ο εγκλωβισμένος γιος
της Κατερίνας Τζιωρίδου Εικόνα: Αποστόλης Κεσίδης Παγιδευμένος σε έναν ιστό που δεν τον ύφανε ο ίδιος. Κατά πάσα πιθανότητα δεν τον διάλεξε καν. Εγκλωβισμένος ανάμεσα στην αιώνια φροντίδα της μάνας που δεν τον αφήνει για τίποτα στον κόσμο να αυτονομηθεί και στην επιθυμητή αγάπη μιας γυναίκας. Ω μα ναι, αυτό ζητάει. Να τον αγαπήσει μια […]
της Κατερίνας Τζιωρίδου Εικόνα: Αποστόλης Κεσίδης
Παγιδευμένος σε έναν ιστό που δεν τον ύφανε ο ίδιος. Κατά πάσα πιθανότητα δεν τον διάλεξε καν. Εγκλωβισμένος ανάμεσα στην αιώνια φροντίδα της μάνας που δεν τον αφήνει για τίποτα στον κόσμο να αυτονομηθεί και στην επιθυμητή αγάπη μιας γυναίκας. Ω μα ναι, αυτό ζητάει. Να τον αγαπήσει μια γυναίκα σαν τη μητέρα του. Να τον φροντίζει, να τον κάνει να νιώθει δυνατός, να σκέφτεται πριν απ΄ αυτόν γι΄ αυτόν, να του κάνει παιδιά. Κι αυτός τότε θα (νομίζει ότι) είναι ευτυχισμένος. Έρμαιο ανάμεσα στον ες αεί ασυνείδητο ανταγωνισμό ανάμεσα σε δυο γυναίκες. Ποια θα τον πάρει από την άλλη; Ποια θα τον ελέγχει (ευνουχίζει) καλύτερα; Μα επιτέλους ποια θα τον αγαπάει περισσότερο; Για ποιαν θα έδινε και τη ζωή του ακόμη;
Ένας άντρας παγιδευμένος στο αρχέτυπο του δυνατού φύλου, του προστάτη, αυτού που εξασφαλίζει σιγουριά, βράχος στα θηριώδη κύματα της ζωής. Μόνος παλεύει να βρει που ανήκει. Ψάχνει τη γυναίκα που θα του δώσει αυτό που χρειάζεται. Και η μαμά καιροφυλακτεί. Και δεν τη βρίσκει. Και διαολίζεται. Γιατί είναι όλες ίδιες και καμιά σαν τη μάνα του. Αν χάσει τη μάνα του, τι νόημα έχει τότε γι΄αυτόν η ζωή; Δε θέλει ούτε να το σκέφτεται. Και συνεχίζει να πορεύεται. Προσπαθεί να χωνέψει την απόρριψη. Ψάχνει να βρει το φταίξιμο. Ξεχνάει να δει, τι γίνεται μέσα του. Μα πώς να το κάνει; Πότε το έμαθε; Και μέσα στον τυφώνα της λογικής και του συναισθήματος τον πιάνει συχνά πυκνά και ο οίκτος για τον ίδιο. Αυτός φταίει για όλα. Γι΄ αυτό δε στεριώνει καμιά γυναίκα δίπλα του. Τα κάνει όλα ξανά και ξανά άνω κάτω. Τα ίδια λάθη. Πάντα τα ίδια λάθη. Ούτε καν ένα καινούριο.
Τότε νιώθει τυχερός που έχει τουλάχιστον τους φίλους του. Αυτοί τον ακούνε πάντα. Είναι εκεί. Τον αντέχουν. Ευτυχώς έχει αυτούς. Η αυτολύπηση έχει εκεί χώρο να ανθίσει. Τους κουράζει το ξέρει. Συχνά πυκνά ζητάει και συγνώμη που τους ζαλίζει συνεχώς. Νιώθει και ευγνωμοσύνη και τους ευχαριστεί όλη την ώρα που τον αντέχουν. Και αυτοί αντέχουν πραγματικά. Καταλαβαίνουν. Περιμένουν υπομονετικά να περάσει η δύσκολη φάση. Του μιλάνε, τον συνετίζουν, συμπάσχουν. Περιμένουν να περάσουν τα δύσκολα. Μα αυτός δε λέει να φύγει από τα δύσκολα. Μένει εκεί πεισματικά αγκιστρωμένος. Λες και παίρνει ζωή από όλο αυτό που περνάει.
Και ευτυχώς ξέρει, ότι μπορεί πάντα να γυρίσει στη θαλπωρή της μητέρας. Εκεί κάτω από τις ζεστές της φτερούγες, όπου τίποτα και κανείς δεν μπορεί να τον αγγίξει. Αυτή μόνο ξέρει. Αυτή μόνο καταλαβαίνει. Αυτή μόνο δεν θα τον εγκαταλείψει ποτέ. Παρά μονάχα όταν πεθάνει. Και, όταν πεθάνει, δεν θα έχει πια και ο ίδιος κανένα λόγο να συνεχίσει να ζει. Γιατί αυτή την απώλεια δε θα την αντέξει ποτέ του. Έτσι μόνος, εντελώς μόνος, όπως θα είναι τότε.