#13 Οι ιστορίες πίσω από τις φωτογραφίες της εβδομάδας

Αναρωτήθηκες ποτέ πως όλα εκείνα που συναντάς με τα μάτια σου νοητά καθημερινά μπορεί να είναι στιγμές μίας ιστορίας ενός ανθρώπου;

Μυρτώ Τούλα
13-οι-ιστορίες-πίσω-από-τις-φωτογραφίες-990689
Μυρτώ Τούλα

Αναρωτήθηκες ποτέ πως όλα εκείνα που συναντάς με τα μάτια σου νοητά καθημερινά μπορεί να είναι στιγμές μίας ιστορίας ενός ανθρώπου;

*Εδώ σου παραθέτω λήψεις που με άγγιξαν και μία ενδεχόμενη ιστορία πίσω από αυτές.

#1 Για καφέ.

Συναντιούνται μία φορά την εβδομάδα στην Καμάρα, εκεί έδιναν ραντεβού από τότε που ήταν μικρές, εκεί συναντήθηκαν και πρώτη φορά με τους συζύγους τους. Μία ολόκληρη ζωή περπατήσαν την πόλη, είδαν την Εγνατία να γεμίζει από διαδηλωτές χιλιάδες φορές, μαγείρεψαν στις κουζίνες τους στην Κασσάνδρου, πηγαίνανε τακτικά cinema στον Έσπερο και για φαγητό στο Ντορέ, από το Πανεπιστήμιο μέχρι σήμερα είναι αχώριστες. Ξεγέννησαν παιδιά και εγγόνια, τα παιδιά τους μεγαλώσανε, αλλάξανε χώρες για ένα καλύτερο μέλλον, κάνανε την δική τους ζωή, κι εκείνες μείνανε οι δυό τους. Κάθε κυριακή παίζουν μπιρίμπα στο μπαλκόνι με θέα την Ροτόντα και θυμούνται. Κάθε Τρίτη, βγαίνουν μία μικρή βόλτα στην γειτονιά τους, παίρνουν κουλούρι Θεσσαλονίκης από τον κυρ Σταύρο που κοντοστέκεται στην Καμάρα, ταϊζουν τα περιστέρια κι εκείνα πετούν γύρω τους και μετά κάθονται στα περίγυρα καφενέ. Ελληνικός με καϊμάκι, της παρηγοριάς, και το λουκούμι με την άχνη ζάχαρη από δίπλα για μια γλύκα της αιώνιας ζωής που κρατά αυτή η φιλία, όσα χρόνια και αν πέρασαν. Στα 20 τους φορούσαν γόβες και κοντές φούστες, είχαν τον αέρα των νιάτων, διαβάζανε στην Φιλοσοφική. Σήμερα κρατά αγκαζέ η μία την άλλη, έτσι κυλούν οι μέρες. Την Τετάρτη πάνε για ψώνια στα super market και στις λαϊκές, την πέμπτη τρώνε μαζί μεσημεριανό, συνήθως ψαρόσουπα ή παπουτσάκια με φρέσκια μελιτζάνα που ψώνησαν από τον κυρ Γιάννη, τον Μανάβη της περιοχής. Την Τρίτη είναι η έξοδος, μία συνήθεια αγαπημένη, 10 το πρωί, πρώτη στάση στο περίπτερο για να αγοράσουν εφημερίδα, επόμενη στάση στο φαρμακείο για τα φάρμακα του μήνα και έπειτα βρίσκουν τις πιο αναπαυτικές καρέκλες με θέα την Καμάρα και ξεκινούν τις αφηγήσεις από χρόνια μακρινά μιας Θεσσαλονίκης που έχει ξεθωριάσει.

#2 Της ανάστασης φως

Της είπε να βγούνε, να πάνε να χαζέψουν τα παιχνίδια που κάνει ο ουρανός με τον ήλιο, της είπε να περπατήσουν όλη την πόλη, να χαζέψουν τον ήλιο να τσαλαβουτά στην θάλασσα, να αγαπηθούν για πάντα, τα σώματα τους να γίνουν σκιές σαν σύννεφα. Ετοιμάστηκε πήρε την φωτογραφική της μηχανή και τον συνάντησε στο Μέγαρο Μουσικής, ξεκίνησαν να περπατούν και μιλούσαν για πράγματα μικρά, μιλούσαν για πληγές και τραύματα που δεν είχαν καταφέρει να πουν σε κανέναν, μιλούσαν για τις αγαπημένες τους συνήθειες. Φτάσανε στον Λευκό Πύργο, πήραν έναν ζεστό καφέ στο χέρι και άρχισαν να κάνουν σχέδια ενώ ο ήλιος έπεφτε, εκείνος την αγκάλιαζε και γελούσε, είχε καιρό να αισθανθεί τόσο οικεία, τους έβλεπες να κάνουν σαν μικρά παιδιά που ανοίγουν ένα καινούριο παιχνίδι, αλλά στην πραγματικότητα άνοιγαν τον χαρακτήρα τους. Συνέχισαν την βόλτα τους, εκείνη τον έβγαζε φωτογραφίες στο ηλιοβασίλεμα, εκείνος αισθανόταν αμήχανα και τις έκανε γκριμάτσες, σχεδίασαν να πάνε ένα ταξίδι στην Ασία μαζί το φθινόπωρο, φαινόταν και οι δύο απόλυτα ελεύθεροι. Σαν ο έρωτας να τους αγκάλιασε τόσο δυνατά όσο η ανάσταση. Ο κόσμος στην παραλία πολλής, αλλά φαινόταν σαν ναναι μόνοι τους. Είπαν τόσα πολλά εκείνο το απόγευμα που έμοιαζε πως θα ναι μαζί για μία αιωνιότητα. Είχαν κουραστεί από τις λάθος περιπτώσεις που έπεφταν με φόρα πάνω τους, τώρα ήρθε εκείνη η περίπτωση που ήταν κομμένη και ραμμένη στα μέτρα τους.

#3 Η κυρά μου

Τον έστειλε η κυρά την Παρασκευή να πάει να ψωνίσει μπακαλιάρο από το Καπάνι, εκείνος δεν της χάλασε ποτέ χατήρι. Έβαλε το γκρίζο σακάκι του, χτένισε με την τσατσάρα τα λιγοστά μαλλιά του, την φίλησε, της γκρίνιαξε λιγάκι που τον ταλαιπωρεί, πήρε το κομπολόι του ντύθηκε και ξεχύθηκε στους δρόμους του ιστορικού κέντρου για τον καλύτερο μπακαλιάρο. Εκείνον που θα έμπαινε στο τηγάνι της κυράς του και θα ταϊζε όλη την φαμίλια στην μικρή αυλή της μονοκατοικίας τους στην Άνω Πόλη. Πήγε στο Καπάνι έκανε την βόλτα του, κοίταξε τις τιμές, ψώνισε το ψαρικό και της πήρε και ζύμη φτιαχτή, πεθύμησε μία χορτόπιτα με τα ζαρζαβατικά από τα χέρια της καλής του. Και αφού τελείωσαν τα ψώνια και η ώρα ήταν 13:30, πήγε στο καφενείο του για τσίπουρα και ξερή. Αλίπαστα για μεζεδάκι, πολιτικές κουβέντες, ο ήχος του ζαριού στα διπλανά τραπέζια και η μυρωδιά του κρητικού τσίπουρου, η συνήθεια τα μεσημέρια πριν επιστρέψει στο σπίτι για να δουν τα έργα με την κυρά του και το ζεστό αχνιστό τους φαγητό. Όταν το ρολόι χειρός πάει 14:30, σηκώνεται ξαναφορά το σακάκι βάζει ένα καρέλια άσος στο στόμα και ξεκινά για το σπίτι με αργό βήμα. Καπνίζει κρυφά, δεν τον αφήνει η κυρά έχει θέμα η καρδιά του και όλο τον μαλώνει.

#4 Χέρια ενωμένα

Φέτος βγήκαν στην σύνταξη. Η πρώτη χρονιά μετά από πολλά χρόνια που είναι όλη την ημέρα μαζί. Εκείνος ήταν ναυτικός, έλειπε συχνά από το σπίτι, εκείνη δασκάλα, με δυο κόρες στο Λύκειο. Και τώρα αισθάνονται πως ξεκινά μια δεύτερη ζωή. Βγαίνουν κάθε μέρα μια μεγάλη βόλτα, χαζεύουν διακοσμητικά γιατί θέλουν να αλλάξουν το σπίτι τους, βαρέθηκαν τα τόσο βαριά και παλιά έπιπλα των γονιών τους, θέλουν να μπει λίγο φως στο 80τμ διαμέρισμα. Έφτασαν οι μέρες που θα ζούσαν μαζί και είναι αχώριστοι, πηγαίνουν μαζί στο super market, στα μουσεία που δεν είδαν ποτέ, για καφέ που ποτέ δεν πρόλαβαν να απολαύσουν. Πάντα χέρι-χέρι, πάντα με ένα βλέμμα ανανέωσης. Σαν η σχέση τους να ξεκινά από την αρχή, παλεύοντας να τα βγάλουν πέρα αλλά την άκρη την βρίσκουν. Φέτος θα πάνε και το ταξίδι που έλεγαν όταν ήταν νέοι, ένα ταξίδι στην Ευρώπη η πρώτη τους φορά στο εξωτερικό. Εκείνοι μεγάλωσαν, τα πρόσωπα τους ζάρωσαν, τα σώματα τους άλλαξαν αλλά σήμερα φαίνονται πιο νέοι από ποτέ, μετά από την εξαντλητική ζωή των τελευταίων 35 χρόνων που έπεσαν οριστικά οι τίτλοι τέλους, ξεκινούν να ονειρεύονται και πάλι μαζί με τις κόρες τους.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα